Reviews Ασανσέρ για δολοφόνους (1957)

23 Ιανουαρίου 2024 |

0

Ασανσέρ για δολοφόνους (1957)

Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ

Παίζουν: Ζαν Μορό, Μορίς Ρονέ, Ζορζ Πουζουλί, Λίνο Βεντούρα

Διάρκεια: 88’

Δύο παράνομοι εραστές καταστρώνουν ένα δολοφονικό σχέδιο, το οποίο, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, μοιάζει αλάθητο. Το υποψήφιο θύμα, ο επιχειρηματίας Σιμόν Καραλά, πέρα από σύζυγος της Φλοράνς (Ζαν Μορό), είναι και το αφεντικό του Ζουλιάν (Μορίς Ρονέ). Ο Καραλά είναι ο επικεφαλής ενός εργοστασίου παραγωγής όπλων, ο οποίος πλούτισε μέσα από τους αποικιοκρατικούς πολέμους της Γαλλίας στην Ινδοκίνα και στην Αλγερία, στους οποίους είχε πάρει μέρος ο επίδοξος δολοφόνος του. Ο Ζουλιάν, αρπάζοντας τη γυναίκα του Καραλά και αφαιρώντας του τη ζωή, ξεπαστρεύει κάτι πολύ βαθύτερο από έναν αντίζηλο ή έναν έμμεσο καταπιεστή: αναμετράται με ένα βαθιά ένοχο παρελθόν, τόσο συλλογικό όσο και ατομικό, ξεπληρώνει χρωστούμενα γραμμάτια και ανταποδίδει τη φρίκη που βίωσε από πρώτο χέρι.

Ο Λουί Μαλ, στη σοκαριστική ηλικία των 25 ετών, σκαρώνει ένα ντεμπούτο που θα μείνει στο πάνθεον της κινηματογραφικής ιστορίας, λειαίνοντας παράλληλα το έδαφος για την έλευση της nouvelle vague. Ο ίδιος ο Μαλ φρόντισε να κρατήσει επιμελώς αποστάσεις από το Νέο Κύμα που σάρωσε το γαλλικό σινεμά στις αρχές των 60s, είναι όμως οφθαλμοφανές ότι πολλές από τις ταινίες του νέου ρεύματος επηρεάστηκαν εμφατικά από τις αυθάδεις καινοτομίες του Ασανσέρ για δολοφόνους (1957), το οποίο σμιλεύει δύο βασικές επιρροές: την «μπρεσονική» παιδεία στην οποία μυήθηκε ο Μαλ ως βοηθός σκηνοθέτη του Ρομπέρ Μπρεσόν και την αδιαπραγμάτευτη αγάπη του τόσο για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ όσο και για αμερικάνικα noir b-movies.

Το Ascenseur pour l’échafaud δομείται και περιστρέφεται γύρω από τη συμβολική έννοια του ατυχήματος, η οποία αποκτά διαστάσεις οντολογικού ντετερμινισμού. Το ατύχημα, ως παρέκκλιση από κάθε υπόνοια ή ικανότητα πρόβλεψης και ανταποδοτικότητας, μας υπενθυμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να ευτυχήσει και να χαράξει τη δική του απρόσκοπτη πορεία. Οι δύο εραστές-δολοφόνοι είναι καταδικασμένοι στη μοναξιά και στην απελπισία, αναγκασμένοι να βιώσουν την πλήρη ματαίωση. Μόλις η Φλοράνς αντικρίσει το σπορ αμάξι του Ζουλιάν (κλεμμένο από ένα νεαρό ζευγάρι, που θα διαπράξει φόνο στην πορεία της νύχτας), το σαράκι της αμφιβολίας έχει ήδη αρχίσει να τη σιγοτρώει. Η αναζήτηση που θα ακολουθήσει, στην καρδιά της νύχτας, είναι εξαρχής μάταιη. Η Φλοράνς δεν ψάχνει ακριβώς τον Ζουλιάν, αλλά προσπαθεί η ίδια να χαθεί.

Ο Μαλ τεμαχίζει την ταινία του στα δύο (όχι χωρίς μικροπροβλήματα στη μετάβαση από τη μία τονικότητα στην άλλη) και τραβά θαρραλέα χειρόφρενο ακριβώς στο σημείο όπου η αρχική πλοκή του αστυνομικού σασπένς βρίσκεται ένα βήμα πριν την κορύφωσή της. Ξαφνικά, τα πάντα μοιάζουν να πελαγοδρομούν και να αιωρούνται, σε απόλυτη σύμπνοια με τους δύο πρωταγωνιστές, οι οποίοι εγκλωβίζονται ο καθένας στο δικό του αδιέξοδο και αφήνονται βορά στη λαίμαργη ματιά του σκηνοθέτη και το βλέμμα του θεατή.

Από τη μια ο Ζουλιάν, σε μια ιδιόρρυθμη φυλακή, δέσμιος μιας νοσηρής ειρωνείας (η παγίδευσή του στο ασανσέρ τον αθωώνει για τον φόνο που εντέλει κατηγορείται, αλλά τον ενοχοποιεί για τον αρχικό φόνο από τον οποίο θα είχε ξεγλιστρήσει με ευκολία), ενώ η Φλοράνς ασφυκτιά και πνίγεται σε μια φορτική ανοιχτωσιά. Το νυχτερινό Παρίσι, πολύβουο και απειλητικό, γεμάτο ξελογιάστρες υποσχέσεις, είναι ένας κόσμος αφιλόξενος και αδιάφορος για τις προσωπικές τραγωδίες που συντρίβουν τσακισμένους εραστές.

H Ζαν Μορό, σαν άγαλμα που αφήνεται στη φθορά καθώς η βροχή τη μαστιγώνει, περπατά σαν νωχελικό φάντασμα, χαμένη κάπου ανάμεσα στον εφιάλτη και τη φαντασίωση. Ας μη λησμονούμε ότι είναι αμέτρητες οι φορές που το σινεμά έχει αδιαφορήσει για τους ήρωές του για να θρέψει τις δικές μας ονειροπολήσεις. Ενόσω η Φλοράνς καταρρέει υπό το βάρος ενός ανέφικτου έρωτα και μιας αθετημένης υπόσχεσης, η εικόνα της ρομαντικοποιεί και εξιδανικεύει τις ανθρώπινες τραγωδίες και συντριβές.

Ένας ξέπνοος περίπατος, που φωτίζεται μονάχα από τις νέον πινακίδες και τα φώτα των παριζιάνικων δρόμων που τάζουν όνειρα και χαρίζουν μονάχα απογοητεύσεις. Ένας μονόλογος παραίτησης (όχι απρόσβλητος από μια μάλλον τεχνητή ομορφιά) που γίνεται ένα τα κλαξόν των κάμπριο της εποχής και τον ανεπαίσθητο βόμβο της ζωής που περνά και χάνεται. Την ίδια στιγμή, ο Μορίς Ρονέ ρεμβάζει σαν πληγωμένο θηρία που σιωπά αντί να οδύρεται. Τα τσιγάρα που ανάβει, ρουφά και σβήνει το ένα μετά το άλλο, καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε δύο ορόφους-κόσμους, φτιάχνουν ένα κάδρο ομίχλης, γεμάτο ήττα και συνθηκολόγηση.

Το Ασανσέρ για δολοφόνους, όσο κι ακούγεται κλισέ, είναι μια ταινία που γιγαντώνεται μέσα από τη δική μας αγάπη και πίστη στις μεταφυσικές δυνάμεις του σινεμά. Καθώς το score του Μάιλς Ντέιβις βρυχάται σαν άγριο θηρίο, βυθιζόμαστε κι εμείς σε αυτή τη νύχτα απώλειας και απομάγευσης. Και ονειρευόμαστε -παρά τη δυστυχία των πρωταγωνιστών- ότι ίσως κάποτε να ζήσουμε κι εμείς κάτι παρόμοιο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑