Ημέρα τρίτη, Σάββατο. Ο κόσμος πληθαίνει και οι ανέσεις των δύο πρώτων ημερών έχουν χαθεί. Όντας καλομαθημένος, καταφθάνω σε δύο συνεχόμενες προβολές πέντε λεπτά πριν την έναρξή τους και τρώω πόρτα λόγω πληρότητας της αίθουσας. Τη δεύτερη φορά, συνειδητοποιώ πως μάλλον σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση. Πάρτυ, γκαλά και λοιπές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα, είτε τα πληροφορούμαι όλα αυτά κατόπιν εορτής είτε εκτιμώ λάθος τον χρόνο μου, καταλήγοντας ένας γνήσιος κατ’ ανάγκη εραστής της σκοτεινής αίθουσας, ενώ άνετα θα περιέφερα με ελαφρότητα την ύπαρξή μου σε μπουφέδες με ένα ποτήρι στο χέρι.
Επιστρέφοντας στις ταινίες, η τρίτη ημέρα ξεκίνησε με την ταινία «Xingu» του Βραζιλιάνου σκηνοθέτη με το εκπληκτικό ονοματεπώνυμο, Τσάο Χάμπουργκερ. Η ιστορία βασίζεται στα αληθινά γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία του εθνικού πάρκου «Xingu», το 1961, όπου και βρήκαν καταφύγιο πολυπληθείς αυτόχθονες πληθυσμοί απέναντι στην λυσσαλέα επεκτατικότητα του επίσημου βραζιλιάνικου κράτους που επιζητούσε «πολιτισμό» και «ανάπτυξη». Στα γυρίσματα συμμετείχε μεγάλος αριθμός ινδιάνων της Κεντρικής Βραζιλίας, ενώ η ταινία είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου γυρισμένη στη βραζιλιάνικη ζούγκλα. Το δυστυχές μετά από όλα αυτά είναι ότι το όλο πόνημα στερείται της αληθοφανούς γοητείας, στην οποία είχε προσβλέψει ή τέλος πάντων αδυνατεί να ενσωματώσει τα παραπάνω στοιχεία στον σκελετό του ως θέλγητρα. Τα κίνητρα, οι εσωτερικές συγκρούσεις, η μεταβαλλόμενη ψυχολογία μεταδίδονται σε εμάς με τρόπο επιγραμματικό, ο οποίος πληροί απλώς τα απολύτως απαραίτητα προκειμένου να συνεχίσει η πλοκή την πορεία της. Δεν μας μεταδίδεται κάποια αίσθηση μυσταγωγίας μέσα από τα επαφή με τα στοιχειώδη της ζωής, ούτε όμως μία αίσθηση έντασης μέσα από τη μάχη με τις πολύπλοκες δομές της τωρινής κοινωνίας. Αποφεύγεται θα μπορούσαμε να πούμε η παγίδα της αγιοποίησης, αλλά επί της ουσίας διαμέσου μίας λανθασμένης παρακαμπτήριου, αυτής της χλιαρότητας.
Η συνέχεια δόθηκε το βράδυ, με την πρώτη μας επίσκεψη στην εκπληκτική αίθουσα «Kino International» στην αχανή Karl Marx Alee, η οποία έχει περίπου το πλάτος του ποταμού Δούναβη, στο ανατολικό Βερολίνο, όπου είδαμε το «Aujourd’ hui» του Γάλλου σκηνοθέτη Αλέν Γκομίς. Όπως υποδηλώνεται από τον τίτλο (που σημαίνει «Σήμερα» στα γαλλικά) όλη η ουσία έγκειται στο σήμερα, στη μέρα που θα περάσει ο ήρωάς μας ονόματι Σατσέ, ο οποίος έχει επιστρέψει στη γενέτειρά του Σενεγάλη από την Αμερική όπου βρισκόταν, φαινομενικά δίχως προφανή λόγο. Ο Σατσέ με τρόπο μυστηριακό και ανεξήγητο γίνεται κοινωνός μίας πολύ σημαντικής πληροφορίας. Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα της ζωής του. Δεν ξέρει το γιατί, δεν ξέρει το πώς, ξέρει όμως τι θα συμβεί. Εφόσον ο θάνατος είναι δεδομένος για όλους μας, μάλλον είναι ευλογία να σου δίνεται μία, έστω τόσο μικρή διορία από το πουθενά, ώστε να προσπαθήσεις να επιλύσεις τις εκκρεμότητες που έφερε η ζωή. Πέρα όμως από τον Σατσέ, το πεπρωμένο του είναι γνωστό και σε όσους τον περιβάλλουν, σαν μία διαδικασία που κυοφορείται σε αυτό τον τόπο. Θα ανοίξει έναν κύκλο που θα ξεκινήσει από τα επουσιώδη για να καταλήξει στα ουσιώδη, από την αρχή των πάντων μέχρι το τέλος του χρόνου, το οποίο για αυτόν τοποθετείται στο σήμερα. Ιδιαίτερα προσεγμένα και λεπτοδουλεμένη οπτική αισθητική, μία πορεία με τρυφερότητα προς μία a priori γνωστή κατάληξη, με ευρηματικές στιγμές, όπως η εκδήλωση που θα τελεστεί προς τιμήν του στο Δημαρχείο εν τη απουσία του. Κορύφωση της πορείας, δοσμένη με μία εξαιρετική απλότητα, η επιστροφή του ήρωα στη συζυγική κλίνη. Κινήσεις και πράξεις καθημερινές θα κάμψουν τις αντιστάσεις, σε ένα όμορφο jump cut θα αποκαλυφθεί το μέλλον και ο θάνατος θα επέλθει σαν γλυκό χουζούρι το πρωί. Αν έλειπαν και κάποιες στιγμές επιτήδευσης και φολκλόρ λαογραφίας, τα πάντα θα ήταν ακόμη καλύτερα. Σαν να προσπαθούσε κάπως αγχωμένα ο Γκομίς να αποτυπώσει τον τοπικό τρόπο ζωής με βλέμμα καθάριο και αποστασιοποιημένο, το οποίο όμως ολίσθαινε ανά στιγμές σε μία οπτική, τρόπον τινά αποικιοκρατικά ενοχική. Τον συγχωρούμε όμως καθότι το πρόσημο ήταν αναμφίβολα θετικό.
Η Κυριακή ξεκίνησε με τη θέαση του «Captive» του Φιλιππινέζου Μπριλάντε Μεντόζα, το οποίο δίχασε αρκετά το κοινό που το παρακολούθησε και μάλλον δικαιολογημένα, καθότι τόσο η υπεράσπιση όσο και ο κατήγορος θα είχαν πολλά να πουν. Η ιστορία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα απαγωγής και ομηρίας 12 ανθρώπων από το παρακλάδι της Αλ Κάιντα, Abu Sayyaf, τα οποία έλαβαν χώρα το 2001. Δίχως περιττές χρονοτριβές και αχρείαστες εισαγωγές, μεταφερόμαστε απευθείας σε καθεστώς δράσης και φόβου. Η κάμερα τρεμοπαίζει, κάθε βήμα ενδέχεται να είναι και το τελευταίο, μία πραγματικά μακρά πορεία έχει μόλις ξεκινήσει. Ενώ βρισκόμαστε ως επί το πλείστον σε ανοιχτό χώρο, η αίσθηση εγκλεισμού είναι συνεχής. Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της ταινίας του Μεντόζα έγκειται στην έλλειψη οποιασδήποτε μανιχαϊστικής διάθεσης στην απεικόνιση των γεγονότων. Τα στρατόπεδα δεν χωρίζονται σε καλούς ή κακούς, οι απαγωγείς, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχουν πολλά προσωπεία. Ο σκοπός τους έχει υπαρκτή και φαιδρή πλευρά ταυτόχρονα. Θα σκοτώσουν όταν χρειαστεί, θα βοηθήσουν όταν έχουν τη δυνατότητα. Θα μεταβάλλονται αδιάκοπα από φιλικές φιγούρες σε εξουσιαστές και τούμπαλιν. Από εκεί και έπειτα όμως, οι απαχθέντες δεν κατορθώνουν να μας κεντρίσουν επαρκώς το ενδιαφέρον, ενώ η προσοχή μας μπατάρει μονόπατα προς την σταρ της ταινίας, Ιζαμπέλ Ιπέρ, χωρίς όμως το χτίσιμο του χαρακτήρα της να δικαιολογεί μία τέτοια επιλογή, ίσα ίσα μάλλον κακογραμμένο θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει. Ο Μεντόζα χειρίζεται με ευχέρεια την κινηματογραφική γλώσσα και τους ιδιωματισμούς της, σε αυτή την άσκηση ύφους όμως, δεν αποφεύγει την επαναληψιμότητα και τη στασιμότητα. Η μεγάλη πορεία στην οποία μας προσκαλεί έχει τα όμορφα σημεία της, τα οποία όμως μετά από κάποιο σημείο δεν μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη προορισμού και χάρτη.
Συνέχεια με το «Elles» της Πολωνέζας Μαλγκόσκα Σουμόβσκα, κυριότερος κράχτης του οποίου ήταν η παρουσία της Ζουλιέτ Μπινός στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα χαρτί που αποδείχθηκε δυνατό και στην πράξη πέρα από το φαίνεσθαι, καθώς η ολόφρεσκη και δροσερή Ζουλιέτ στηρίζει όλη την ταινία, τα φέρνει πέρα με θαυμαστή ευκολία σε ένα ρόλο που θα μπορούσε πανεύκολα να καταλήξει σε καρικατούρα και εν γένει, δεν ευθύνεται για τις αδυναμίες που δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Η δομή είναι χωρισμένη σε τρία μέρη που αλληλοδιαπλέκονται ασταμάτητα. Το «τώρα» που βιώνει η κεντρική πρωταγωνίστρια, μέσα από την ταυτόχρονη διαδικασία σύνταξης ενός άρθρου και ετοιμασίας ενός δείπνου για το αφεντικό του σύζυγού της. Το «πριν», μέσα από τις συνεντεύξεις που παίρνει η ηρωίδα μας από δύο νεαρές εκδιδόμενες, μία εντόπια μία από την Πολωνία, οι οποίες το έριξαν στην πορνεία για να βγουν από το οικονομικό αδιέξοδο και να συνεχίσουν απερίσπαστες τις σπουδές τους σαν καλά και μελετηρά κορίτσια. Το «ακόμη πιο πριν», ορισμένες δηλαδή από τις ιστορίες που διηγούνται οι συνεντευξιαζόμενες, οι οποίες παρουσίαζονται μέσα από τη δική τους οπτική σε ζωντανή μετάδοση και αναπαράσταση. Η ιδέα της αποτύπωσης του φαινομένου του επί χρήμασι έρωτα μέσα από μία γυναικεία οπτική και με γνώμονα τη γυναικεία σεξουαλικότητα, είναι καταρχήν πολύ ενδιαφέρουσα. Τα προβλήματα που προκύπτουν όμως είναι πολλά. Καταρχάς, τα διάφορα επίπεδα αφήγησης χωρίς να προκαλούν σύγχυση, δεν μπορούμε να πούμε πως δένουν και ιδανικά. Δεύτερον, δεν μας προσφέρεται τίποτα ουσιαστικό ή βαθύ επί του θέματος με το οποίο προσπαθούμε να ταυτιστούμε. Πέρα από το ότι η ζωή μίας νεαρής πόρνης μοιάζει ολίγον εξιδανικευμένη, χωρίς ιδιαίτερες πρακτικές ή ψυχολογικές δυσχέρειες (πέρα από μία ξέμπαρκη στιγμή καταναγκαστικού σοδομισμού με τη μέθοδο «Άννα Βίσση», αν θυμάστε την περίφημη ιστορία με το μπουκάλι), δεν επιχειρείται καμία εμβάθυνση στα κίνητρα και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστριών. Τρίτον, το βαθύτερο νόημα που κυοφορείται, δεν είναι και τόσο βαθύ τελικά. Στην αρχή, χτίζεται μία υπόνοια ότι η εκπόρνευση ενδέχεται να κυριαρχεί στη ζωή μας, ανεξάρτητα από το αν το δηλώνουμε «πουτάνα» ως επάγγελμα. Το σκέλος αυτό σύντομα αποφορτίζεται και το μόνο που μένει είναι η ανάδειξη της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας του αρχέτυπου της αστής, ανεξάρτητης επιτυχημένης συζύγου και μητέρας, σε ένα περιβάλλον άνυδρο ερωτικά και ψυχολογικά. Η προσπάθεια ταύτισης της ερευνήτριας μίας εξωτικής αλήθειας με το περιεχόμενο αυτής της αλήθειας δεν πείθει, είναι πρόχειρη και λίγο καταναγκαστική. Οι δε στιγμές κορύφωσης και λύσης, δεν ανεβάζουν τον πήχη της έντασης και ακολούθως της εξιλέωσης, αρκετά ψηλά. Θα ήταν ίσως φρονιμότερο να αρκεστεί η σκηνοθέτιδα στις υποβλητικές σκηνές, οι οποίες επιτέλεσαν τον ρόλο τους μια χαρά όταν έκαναν την εμφάνισή τους (η σκηνή της τουαλέτας στην αρχή αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα).
Κλείνουμε με την ταινία που απέσπασε το εντονότερο χειροκρότημα από όσες έχω παρακολουθήσει ως τώρα, το «I, Anna» του Μπάρναμπι Σάουθκομπ. Δεν είμαι βέβαιος πως το χειροκρότημα αυτό ήταν ολότελα αυθόρμητο, καθότι στην προβολή παρευρέθηκαν και πολλοί από τους συντελεστές της ταινίας, εκμαιεύοντας ίσως άθελά τους, την αποθέωση. Μετά το τέλος της προβολής το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης, ο οποίος μετέπειτα κάλεσε στη σκηνή την πρωταγωνίστριά του, ευχαριστώντας την για τη συνεισφορά της στην ταινία. Τίποτα το παράξενο ως εδώ, με την υποσημείωση πως πέρα από πρωταγωνίστρια της ταινίας του, η εξαίρετη ως συνήθως, Σάρλοτ Ράμπλινγκ είναι και μητέρα του σκηνοθέτη! Πιάνοντας και τον δεύτερο πόλο του πρωταγωνιστικού διδύμου, να πούμε πως σίγουρα κάποιος πρέπει να μεσολαβήσει ώστε να τα φτιάξουν η Σάρλοτ Ράμπλινγκ με τον Γκάμπριελ Μπερν. Αμφότεροι αναδύουν αυτή την κομψή θλίψη, αυτή τη στενάχωρη σαγήνη, με το βλέμμα που περικλείει χίλια και ένα αισθήματα, με τη φωνή που ανεβοκατεβαίνει σε πολλές αποχρώσεις της ανθρώπινης ζωής. Στην περίπτωσή μας δε, είναι χάρμα οφθαλμών να βλέπεις την αειθαλή Σάρλοτ να υποδύεται μία femme fatale με εγγονάκι. Σε ένα Λονδίνο, γεμάτο νουάρ σκιές και φωτισμούς, λουσμένο με ένα χρώμα αβεβαιότητας και ρευστότητας, ένας φόνος ξεδιπλώνει μία ιστορία με πολλά επίπεδα. Όλα τα μυστικά θα αποκαλυφθούν μέσα από τις διεργασίες του μυαλού του ίδιου του υπόπτου, στοιχείο που θα μας προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια συναισθηματικής ταύτισης. Οι υποψίες πως κάτι συμβαίνει σε δεύτερο επίπεδο είναι ευδιάκριτες, χωρίς όμως να γίνονται υπερβολικά ξεκάθαρες. Οι έξυπνα γραμμένοι διάλογοι δεν αφήνουν το ενδιαφέρον να υποχωρήσει, ακόμη και όταν η δράση μοιάζει να ατονεί. Η ταινία του Σάουθκομπ περνά από πολλά στάδια, εξελίσσεται και προχωρά, δίχως να χάνει τον χαρακτήρα της. Νουάρ αστυνομική ιστορία, αισθηματικό δράμα, ψυχολογικό θρίλερ, λίγο από όλα, χωρίς όμως να καταλήγει στο τίποτα, όπως είναι ο συνήθης κίνδυνος σε αυτές τις περιπτώσεις. Η πολυπόθητη ψυχική κάθαρση θα έρθει, ίσως κάπως απότομα, αλλά σίγουρα όχι γλυκανάλατα.