What's On Sorry We Missed You

17 Νοεμβρίου 2019 |

0

Sorry We Missed You

Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς

Παίζουν: Κρις Χίτσεν, Ντέμπι Χάνιγουντ, Κέιτι Πρόκτορ, Ρις Στόουν, Ρος Μπρούστερ

Διάρκεια: 100′

Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Κεν Λόουτς, οι έννοιες του ατομικού και του συλλογικού δεν είναι ποτέ αντιμαχόμενες. Αντιθέτως, είναι δοχεία συγκοινωνούντα, στοιχεία αλληλοσυμπληρωματικά. Η προσωπική ματιά του δημιουργού, τόσο στις ιστορικές όσο (κυρίως) στις κοινωνικού περιεχομένου ταινίες του Λόουτς, δεν ξεμακραίνει ποτέ από τους ήρωές του. Η κάμερα, χωρίς ποτέ να υιοθετεί εξ ολοκλήρου το δικό τους βλέμμα, είναι πάντα δίπλα τους. Τους γραπώνει φιλικά από τον ώμο, τους κρατά το χέρι στις στιγμές απελπισίας, τους χαρίζει ένα σιωπηλό βλέμμα παρηγοριάς στο τέλος του δύσβατου δρόμου.

Οι ήρωες του Λόουτς δεν είναι οι αρχετυπικοί απόκληροι του κοινωνικού-πολιτισμικού ιστού. Δεν εμπίπτουν στον ορισμό του “damaged good”, δεν εντάσσονται σε κάποιο εξ ορισμού συγκρουσιακό περιθώριο. Είναι χειροπιαστές φιγούρες της αθέατης καθημερινότητας, με κύριο όπλο γοητείας την αφοπλιστική τους απλότητα. Δεν βρίσκονται ποτέ σε ανοιχτή σύγκρουση με την κοινωνία, αντιθέτως μοχθούν να κερδίσουν (και όχι να καβατζώσουν) μια θέση στον ήλιο. Όχι τη χλιδάτη ξαπλώστρα πλάι στο κύμα, αλλά μια αξιοπρεπή θέση στα χασομέρια της παραλίας, ίσα ίσα για να απλώσουν την ψάθα τους.

Τα τελευταία χρόνια, μέσα από την κάπως αγριωπή επέλαση της ολίγον ψυχαναγκαστικής αμφισημίας-πολυσημίας, οι ταινίες του Λόουτς, που αποδίδουν στεντόρειο ηθικό πρόσημο σε μια συγκεκριμένη πλευρά του κοινωνικού φάσματος, εύλογα θεωρήθηκαν ντεμοντέ, ξεπερασμένες και παλαιικές. Σε αυτή την απαξίωση συνετέλεσε και η κατηγορία περί επαναληψιμότητας και προβλεψιμότητας, που εσχάτως προσάπτεται σε πάμπολλους σκηνοθέτες μεγάλου διαμετρήματος (αδερφοί Νταρντέν, Γούντι Άλεν), αλλά όλως παραδόξως έχει αφήσει ανέγγιχτο το blockbuster σινεμά που δυστυχώς βρίθει από κοινοτοπίες και αναμασήματα. Οι απαιτήσεις απευθύνονται σε όσους έχουν θέσει τον πήχη ψηλά θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, αλλά όπως και να έχει, είναι μάλλον οξύμωρο να επιζητούμε τόσο μονόπατα την καινοτομία, στρεβλώνοντας παράλληλα και το ίδιο το περιεχόμενο του όρου.

Αν θέλουμε σώνει και καλά, πάντως, να σκαρώσουμε κάποιον ακριβοδίκαιο απολογισμό, όντως σε κάμποσες στιγμές της φιλμογραφίας του Λόουτς το εκ των προτέρων αποφασισμένο επιμύθιο κάπως ατονίζει την όλη διαδρομή, ενώ η χαρακτηρολογία υποκύπτει στον πειρασμό της εξιδανίκευσης. Για να το θέσουμε αλλιώς, είναι σαν να αμβλύνονται και να οξύνονται οι γωνίες προκειμένου να καταλήξει η ταινία στο τελικό ζητούμενο. Από την άλλη, όμως, πρόκειται για ένα δίκαιο και ανεκτό τίμημα για τον αδιαπραγμάτευτο, και καταπραϋντικό ουμανισμό που εκπέμπουν οι ταινίες του αειθαλούς (αισίως 82χρονου) Άγγλου δημιουργού. Ενός ανθρωπισμού πέρα για πέρα καλοδεχούμενου, ακόμη και στις πιο γλυκανάλατες ή μελοδραματικές στιγμές του.

Το διττό νόημα του πρωτότυπου τίτλου Sorry We Missed You αποτυπώνεται μονάχα εν μέρει από την ελληνική απόδοση Δυστυχώς απουσιάζατε, καθώς η μετάφραση αδυνατεί να αποδώσει το περιπαικτικό κλείσιμο ματιού της original εκδοχής. Το Sorry We Missed You φαινομενικά παραπέμπει στο μήνυμα που αφήνουν οι διανομείς δεμάτων (όπως ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας) όταν δεν βρίσκουν τον παραλήπτη, αλλά επί της ουσίας έχει την ακριβώς αντίστροφη φορά: ένα περίλυπο απολογητικό μήνυμα προς κάθε αόρατο είλωτα του new age εργασιακού τοπίου. Μια κατόπιν εορτής συγγνώμη για όσους δεν χώρεσαν στο κάδρο μιας αξιοπρεπούς ζωής.

Ο Λόουτς, αποφεύγοντας τον υστερικό διδακτισμό και την προφανή καταγγελτικότητα, δεν καταπιάνεται μονόπατα και απλουστευτικά με τη μοντέρνα εργασιακή εκμετάλλευση, αλλά σουλατσάρει στους υπόγειους παραδρόμους ενός πολύπλευρου και οικουμενικού φαινόμενου. Στο επίκεντρο της πλοκής δεν βρίσκεται ένας μεμονωμένος ήρωας, αλλά ένα πολυφωνικό οικογενειακό κουαρτέτο, σε μια υποδειγματική κατανομή του κέντρου βάρους που απλώνεται με χάρη σε τέσσερις μονάδες που συγκροτούν ένα άλλοτε συμπαγές σύνολο, που βρίσκεται πλέον ένα βήμα πριν την κατάρρευση.

Το Sorry We Missed You ρίχνει με προσήλωση και ψυχραιμία τον φακό του στην ασύλληπτη βία της αναλωσιμότητας και στο καμουφλάρισμα της εξάρτησης κάτω από τον γοητευτικό μανδύα της απατεωνίστικης υπόσχεσης του self-employment. Παράλληλα, μέσα από ζυγοσταθμισμένες συγκρούσεις και υποδειγματικά στημένες διαλογικές σκηνές (εξαιρετική η διεύθυνση ηθοποιών, μελετημένη η χρήση των κοντινών πλάνων, προσεγμένες οι γωνίες λήψης ώστε να αντανακλούν το ηθικό διακύβευμα), από τις οποίες δεν εκλείπει ποτέ μια νότα υποδόριου χιούμορ όποτε το επιτρέπει η περίσταση, ο Λόουτς μεταφέρει το εκτός των τειχών εργασιακό δράμα στο εσωτερικό της οικογενειακής εστίας.

Και δηλώνει το αυτονόητο που δυστυχώς τείνει να λησμονηθεί: τίποτα δεν μπορεί να μείνει αλώβητο, κανένα αξιακό σύστημα δεν μπορεί να σταθεί ακέραιο, όταν ασκείται αθέμιτη πίεση από όλες τις πλευρές, όταν οι διαθέσιμες επιλογές ξάφνου μοιάζουν με Συμπληγάδες. Κάποιες φορές, η μόνη επιλογή είναι ανάμεσα σε μια αιώνια ανηφόρα και μια άγρια κατηφόρα στο κενό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑