Reviews Hundstage (Dog Days)

6 Αυγούστου 2018 |

0

Hundstage (Dog Days)

Σκηνοθεσία: Ούλριχ Ζάιντλ

Παίζουν: Μαρία Χοφστέτερ, Γκέοργκ Φρίντριχ, Φραντσέσκα Βάις

Διάρκεια: 121

Έτος παραγωγής: 2001

Ο Αυστριακός σκηνοθέτης Ούλριχ Ζάιντλ (διαβάστε, παρεμπιπτόντως και τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο CineDogs), δεν έχει παρεκκλίνει ούτε στιγμή, σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του, από τον αγαπημένο του δρόμο: αυτόν του εκτροχιασμού από οποιαδήποτε αίσθηση «φυσιολογικότητας», επιλέγοντας σταθερά τον μονόδρομο του σοκ απέναντι σε ένα θέαμα που δεν είναι ποτέ θελκτικό για το μάτι και την ψυχή, αλλά ταυτόχρονα σε τραβά σαν πανίσχυρος μαγνήτης. Οι ταινίες του Ζάιντλ, τόσο οι μυθοπλαστικές όσο και τα ντοκιμαντέρ του (βλέπε In the Basement), γδέρνουν κάθε συναίσθημα βολής και άνεσης του θεατή. Διότι μας εγκλωβίζουν σε μια εναλλακτική και τεθλασμένη εκδοχή των πραγμάτων, η οποία δεν μοιάζει απρόσιτη και μακρινή, αλλά ανατριχιαστικά κοντινή.


Ο κόσμος του Ζάιντλ είναι γεμάτος γύμνια, ασχήμια, παράνοια, αδυναμία προσαρμογής, απόκλιση από το βασικό κοινωνικό μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς, αποθεωτική παραδοχή του ελαττωματικού, του ελλιπούς, του ακρωτηριασμένου και του σκάρτου. Ο Ζάιντλ παιχνιδίζει τόσο με την ανάγκη μας για απαρέγκλιτα μοτίβα και πλαίσια όσο και με τη λαχτάρα μας για προκαθορισμένες και εντός ορίων εκπλήξεις. Κι ακριβώς τη στιγμή που ευελπιστείς σε μια αποφόρτιση, εκείνος τραβά το σκοινί ακόμη περισσότερο, μόνο και μόνο για να σου υπενθυμίσει ότι ακόμη κι οι αντοχές σου έχουν ετεροκαθοριστεί από μια ακούραστη μηχανή παραγωγής ντροπής και αμηχανίας.

Ο Ζάιντλ μπορεί άνετα να κατηγορηθεί για προβοκατόρικη διάθεση, χωρίς οι κατηγορίες αυτές να είναι αβάσιμες. Είναι πράγματι αυθάδης και προκλητικός, αλλά την ίδια στιγμή κατορθώνει, με ένα τρόπο σχεδόν ασυναίσθητο και πέρα πέρα απροσδόκητο, να φανεί εντυπωσιακά ανθρώπινος. Διότι όσο κι αν αυτό αμφισβητεί ανοιχτά και φόρα παρτίδα κάθε χροιά συλλογικά αποδεκτού και οικείου, η σύγκρουση στην οποία μας υποβάλλει αποπνέει μονάχα μικροποσότητες ψυχαναγκασμού ή αυνανιστικής διάθεσης (ώς ένα βαθμό, αυτό είναι αναπόφευκτο).

Ο Ζάιντλ δεν φιλτράρει με καέναν κανένα καθωσπρεπισμό ή τυπικό σεβασμό τους σακατεμένους και παραμορφωμένους -ψυχικά, σωματικά και πνευματικά- ανθρώπους που παρελαύνουν μπροστά στον φακό του. Δεν τους ταχταρίζει, δεν τους παρηγορεί, επειδή κατά βάθος δεν θέλει να μας προσφέρει καμία ανακούφιση ή έκπτωση: το σύμπαν του δεν είναι μια απορυθμισμένη βερσιόν του κόσμου μας, η οποία φυτρώνει μονάχα στα τάρταρα, αλλά είναι ολόγυρά μας.

Τα πλάσματα του Ζάιντλ και οι νοσηρές τους διαθέσεις εν δυνάμει μπορούν να φυτρώσουν παντού και ο φακός του θα φανεί εξίσου σκληρός και εξίσου τρυφερός με τα πάντα και τους πάντες, ακριβώς γιατί επιδεικνύει ολοκληρωτικό σεβασμό απέναντι σε οτιδήποτε ανώμαλο, εξεζητημένο, παράδοξο και ξεχαρβαλωμένο. Η δε αψεγάδιαστη και φορτισμένη συμμετρία των πλάνων του (κάτι σαν γκροτέσκα εκδοχή των κάδρων του Γουές Άντερσον) έρχεται σε ειρωνική αντίστιξη με τα όσα βλέπουμε επί της οθόνης. Ο Ζάιντλ τοποθετεί τις προσωποποιημένες εκφάνσεις της αμετροέπειας, του κοινωνικού εξοστρακισμού και της μοναχικής αλλοκοτιάς, σε ένα καθεστώς απόλυτης τάξης, ισορροπίας και ακρίβειας.

Το μεγάλο μήκους ντεμπούτο του Ζάιντλ, με τίτλο Hundstage (Dogs Days, 2001) παραπέμπει (όπως και η ταινία Dog Day Afternoon, του Σίντνεϊ Λιούμετ), στις λεγόμενες “dog days”, τις πιο καυτές μέρες του καλοκαιριού. Η ονομασία πηγάζει από το λατινικό “dies caniculares”, το οποίο είχε προκύψει από το αρχαιοελληνικό «κύναιδες ημέρες». Οι αρχαίοι Έλληνες και μεταγενέστερα οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτούς τους χαρακτηρισμούς για τις πιο καυτές ημέρες του καλοκαιριού, την εμφάνιση των οποίων συσχέτιζαν με την ηλιακή ανατολή του Σείριου, του μεγαλύτερου αστεριού στον αστερισμό του Μεγάλου Κύνος (του μεγάλου σκύλου, δηλαδή). Σε αυτές, λοιπόν, τις «σκυλίσιες μέρες» ιδρώτα, παραλυτικής ζέστης και θολωμένου μυαλού, ο Ζάιντλ παρακολουθεί τους ήρωές του να γρυλίζουν από τρέλα και λύσσα, να βυθίζονται στη λύπη, την οργή και τις βιτσιόζικες (παντελώς ομολογημένες και ξεκάθαρες) επιθυμίες τους.

Η Κόλαση στο Hundstage μεταβαίνει ασυναίσθητα από τους Άλλους σε Εμάς, προτού εξαλειφθεί τελείως, μέσα σε ένα πνιγηρό περιβάλλον που συγχωρεί και ψέγει τα πάντα την ίδια ακριβώς στιγμή. Τα προάστια της Βιέννης κοχλάζουν, λιώνουν κι εξατμίζονται σε αυτή τη μέρα Αρμαγεδδών, που δεν λέει να περάσει. Σε μέρες σαν κι αυτοί, οι ψυχές που τριγυρνούν και αλυχτούν πάντα ψάχνουν κάτι που δεν μπορεί να βρεθεί, πάντα είναι μόνες και καταδικασμένες, χωρίς κανένα καταφύγιο υλικής ή συντροφικής δροσιάς. Το στυλ του Ζάιντλ μπορεί να είναι ακόμη άγουρο και πρωτόλειο, ενδεχομένως η ταινία να ποντάρει πάρα πολλές μάρκες στο shock factor, χωρίς όμως οι παραπάνω αδυναμίες να αναιρούν ότι αυτές οι «σκυλίσιες μέρες» κολλάνε στο μυαλό σαν καύκαλο από πληγή. Τις ξύνεις συνεχώς κι αυτές δεν επουλώνονται με τίποτα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑