Με φωνή αφηγητή ντοκιμαντέρ:
«Η συναισθησία είναι μια πολύ περίεργη πάθηση, κατά την οποία ενα εξωτερικό ερέθισμα αποπροσανατολίζεται μεσα στα δαιδαλώδη νευρολογικά μονοπάτια του εγκεφάλου και καταλήγει σε λάθος κέντρο. Για παράδειγμα οι ασθενείς μπορούν να γεύονται λέξεις, να ακούνε το αγγιγμα ή να βλέπουν τους ήχους. Η συναισθησία μπορεί να εμφανιστεί και σα σύμπτωμα χρήσης LSD, Μεσκαλίνης και άλλων παραισθησιογόνων ψυχό-ενεργών, τα οποία υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή στις τάξεις των μουσικών κατα τις δεκαετίες του 60 και του 70.»
Ο γεννημένος το Μάιο του ‘69, Wes Anderson, μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από την παρακαταθήκη που μας άφησαν αυτές οι δύο δεκαετίες, όπως το λεγόμενο “Βritish Invasion” από μπάντες όπως οι Stones, οι Kinks, οι Zombies, οι Who. Οι μουσικές αυτές αποτέλεσαν το soundtrack των παιδικών βιωμάτων του σκηνοθέτη, με τη μοναδική ιδιότητα που έχει η μουσική να γραπώνεται πάνω σε αναμνήσεις, ακόμη κι αν πρόκειται για το σποτάκι της ΕΡΑσπορ και σου θυμίζει επιστροφή από κυριακάτικη εκδρομή.
Στις ταινίες του Wes Anderson, την πρώτη ύλη αποτελούν οι παιδικές αναμνήσεις που φιλτράρονται από την ενήλικη μελαγχολία. Μία μελαγχολία για ενα παρελθόν που ίσως και να μη συνέβη ποτέ. Η μουσική λοιπόν βρίσκει τον τρόπο και μπαίνει λαθραία στις ταινίες του και καταλήγει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τους. Ως απαραίτητο συστατικό για αυτό το αίσθημα μελαγχολίας που αποπνέουν και όχι απλώς ως μουσική επένδυση. Αν προσέξει κανείς τα συγκρατημένα video clip της περιόδου ή τις ενδυμασίες των μουσικών του “British Invasion”, με τα σφιχτά κοστούμια και τα πουκάμισα βιδωμένα στην καρωτίδα, εύκολα αντιλαμβάνεται την αντίθεση με τη δυναμικότητα του χαρακτήρα της μουσικής. Η μουσική εκείνης της περιόδου, ακριβώς όπως και οι πάντα ντυμένοι στην τρίχα ήρωες του Wes Anderson, ασφυκτιά και παλεύει για το breakthrough από τον καθωσπρεπισμό.
Πριν από λίγο καιρό, άκουσα στο ραδιόφωνο το κομμάτι “San Francisco” από τους Foxygen, το οποίο μου τράβηξε την προσοχή σαν κάτι το περίεργα γνώριμο και με παρακίνησε για λίγο περισσότερο ψάξιμο. Ανακάλυψα ότι πρόκειται για ένα μουσικό ντουέτο αποτελούμενο από δύο παλικάρια στα ντουζένια τους (22 ετών), τα οποία χαρακτηρίζουν το είδος της μουσικής που παίζουν με τον εξής ευφάνταστο τρόπο: ωμή «από-ΓουέςΆντερσον-ποίηση» των Stones, των Kinks, του Bowie και όλων των υπολοίπων που οι νεαροί του σήμερα χρειάζονται απεγνωσμένα. Εντυπωσιάστηκα λοιπόν, τόσο από τη συνειδητοποίηση ότι οι ταινίες του Wes Anderson μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μουσική αναφορά τόσο και από το ότι μπορούν να απηχήσουν συναισθητικά στα μουσικά ερεθίσματα των Foxygen, σ’ αυτή την αμφίδρομη σχέση ήχου και εικόνας. Λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, οι Foxygen είναι πολύ πιθανό να ήρθαν σε επαφή με τα παραπάνω ακούσματα μέσα από ταινίες όπως το “Rushmore”, όπως αυτά είχαν μιξαριστεί από το μελαγχολικό βλέμμα του Wes Anderson που είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπως εξάλλου μπορείτε να διαπιστώσετε, το video clip του “San Francisco” θυμίζει έντονα ταινία του Wes Anderson.
Μήπως οι Foxygen είναι δυο hipster που απλώς αναπαράγουν κομμάτια του όμορφου κολάζ που δημιουργεί ο αγαπημένος σκηνοθέτης των απανταχού hipster; Μπορεί. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι ταινίες όπως το “Rushmore” ή το “Τhe Royal Tenenbaums” έχουν εξαιρετικά soundtracks με τη μορφή toυ mixtape, ενώ μόνο τυχαίο δεν είναι ότι σύντομα θα κυκλοφορήσει συλλογή με τον τίτλο “Ι saved Latin”, όπου διάφοροι καλλιτέχνες, όπως ο Francis Black, η Kristin Hersch και οι Trespassers William θα διασκευάσουν το αγαπημένο τους κομμάτι από όσα έχουν επενδύσει μουσικά τις ταινίες του Wes Anderson.
Δεν χωρά πλέον καμία αμφιβολία πως ο Wes Anderson, μέσα σε όλο hype που περιβάλλει το κάθε νέο καλλιτεχνικό του πόνημα και παρά τις όποιες εμμονές του, έχει καταφέρει να δημιουργήσει με τις ταινίες του ένα τελείως προσωπικό σύμπαν, θρεπτικότατο καλλιτεχνικά για κάθε τομέα. Είτε πρόκειται για σκηνοθεσία, είτε για σκηνογραφία, είτε για μόδα, είτε, εν τέλει, και για μουσική.