Σκηνοθεσία: Μπράιαν Σίνγκερ
Παίζουν: Ραμί Μαλέκ, Μπεν Χάρντι, Μάικ Μάιερς
Διάρκεια: 134′
Συνομιλώντας κατά καιρούς με διάφορα άτομα που αναλαμβάνουν το φιλόδοξο εγχείρημα της μουσικής επιμέλειας και δισκοθέτησης σε χοροεσπερίδες, λίγο πολύ όλοι παραδέχονται πως έχουν δύο ειδών κομμάτια πάντα διαθέσιμα στη φαρέτρα τους. Ένα για όταν τους καλέσει η φύση (άνθρωποι είναι κι αυτοί) κι ένα για όταν η φάση δείχνει να βαλτώνει και χρειάζεται επειγόντως ένα κομμάτι «απινιδωτή». Κι αν για την πρώτη κατηγορία το κριτήριο είναι απλώς η διάρκεια του κομματιού, ανάλογα με το μέγεθος της κύστης του καθενός, για την δεύτερη χρειάζεται να διαλέξει κανείς σοφά. Και σ’αυτή τη συζήτηση είναι που το όνομα μιας μπάντας επανέρχεται αρκετά συχνα. Οι Queen (…ίσως και η Madonna).
H μουσική των Queen είναι ακαταμάχητα πιασάρικη, ικανή να παρασύρει τον οποιοδήποτε να πάρει μέρος σε ένα ευδαιμονικό πανηγύρι με τον πιο ενστικτώδη τρόπο. Χτυπώντας, ας πούμε, δυο φορές τα πόδια στο πάτωμα, με έναν κρότο χειρός, περιμένοντας μια στιγμή και επαναλαμβάνοντας την ίδια απλή διαδικασία. Ασταμάτητοι δημιουργοί μουσικών ύμνων, ικανοί να εκφράσουν με τόσο δυναμικό τρόπο το συλλογικό αίσθημα, διασχίζοντας θαρραλέα πέρα από τα στεγανά των μουσικών ειδών, οι Queen δεν δίστασαν να πειραματιστούν και να προκαλέσουν κάθε λογής φονταμενταλισμό. Και, φυσικά, πολλά οφείλονται στον μοναδικο Freddie Mercury, έναν πραγματικά χαρισματικό frontman, ένα φυσικό φαινόμενο, που εμφανίζεται με συχνότητα μία φορά κάθε εικοσαετία και σαρώνει τα πάντα στο διάβα του. Και δυστυχώς κάπου εδώ, στη μουσική επένδυση δηλαδή, τελειώνουν τα θετικά στοιχεία της ταινίας.
Το Bohemian Rhapsody δεν καταφέρνει να ξεφύγει από την παγίδα, στην οποία πέφτουν συνήθως τα περισσότερα μουσικά biopics, να μην είναι απλώς δηλαδή ενα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με γερές δόσεις μουσικής. Να μην είναι εν τέλει ετερόφωτο, συντηρώντας έναν μύθο από τον οποίο ταυτόχρονα τρέφεται, χωρίς να κοιτάξει πέρα απ’ αυτόν. Μια παράθεση εμβληματικών στιγμών στην ιστορία της μπάντας με έναν εξωραϊσμένο, καλογυαλισμένο τρόπο, με την πορεία προς τη δόξα να εμφανίζεται στρωμένη με ροδοπέταλα και την επιτυχία δεδομένη, κάτι το οποίο, φυσικά, πέρα από το ότι είναι ανακριβές (οι Queen δυσκολεύτηκαν πολυ να βρουν δισκογραφική για τον πρώτο τους δισκο, σε αντιθεση με ό,τι παρουσιάζεται στην ταινία), στην ουσία αφαιρεί και στραγγίζει ουσιώδη κομμάτια από το ζουμί μιας πληθωρικής προσωπικότητας, όπως ο Mercury.
Και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν εννοούμε επ’ ουδενί ότι η ταινία θα έπρεπε να ανασύρει υλικό από tabloids και να γεμίσει με σκοτεινές ή πικάντικες λεπτομέρειες από την προσωπική ζωή του Freddie Mercury. Αναφερόμαστε στις «ενδιάμεσες στιγμές», όπως αναφέρει και ο πρωταγωνιστής στη σκηνή όπου απεικονίζεται η πρώτη συνάντηση του Mercury με τον μετέπειτα σύντροφό του Jim Hutton, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές ειλικρίνειας της ταινίας, όπου προσπαθεί να σκάψει λίγο παραπάνω από την συνολικά επιδερμική προσέγγιση της προσωπικότητας ενός μύθου.
Η μεγαλύτερη αστοχία της ταινίας έρχεται, πάντως, με την κορύφωσή της, στην τελευταία σκηνή. Ο Bryan Singer ζουμάρει, ως επιλογικό κρεσέντο, στην περίφημη συναυλία των Queen, στο πλαίσιο του Live Aid, το 1985. Πρώτον γιατί αποτελεί μεν μια περίτεχνη αναπαράσταση του αληθινού γεγονότος, που όμως, ταυτόχρονα, είναι αποκλειστικά και μόνο αυτό: μια πιστή διπλοτυπία της πιο προβεβλημένης στιγμή στην ιστορία του συγκροτήματος, σε στιγμές που απλώς νιώθεις ότι χαζεύεις μια εξελιγμένη μορφή των όσων έχεις ήδη δει στο Youtube. Κι αυτό, εννοείται, δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, διότι ενώ μέχρι εκείνο το σημείο η ταινία αραδιάζει τα γεγονότα σε χρονολογική σειρά, σε αυτή την περίπτωση ο Singer αποφασίζει να προβεί σε μία βολική, εύκολη και ολίγον βέβηλη αυθαιρεσία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ταινία πριν το συγκεκριμένο live, o Mercury έχει πρόσφατα διαγνωστεί με AIDS, έχει καταφέρει να επανενώσει τη μπάντα που είχε προηγουμένως διαλυθεί και έχει αποκαταστήσει την προβληματική σχέση που είχε με την οικογένειά του. Με τη λεπτομέρεια, όμως, πως ΤΙΠΟΤΑ από αυτά δεν είναι ακριβές ή αληθές. Η μπάντα δεν είχε διαλυθεί και ο Mercury δεν είχε διαγνωστεί οροθετικός, μέχρι το 1987. Όπως είναι φυσικό, όλα τα παραπάνω προσδίδουν ΤΕΛΕΙΩΣ διαφορετικό νόημα στους στίχους ‘I’ve paid my dues’, όταν τραγουδάει το We are the champions, με το οποίο έκλεισε η συναυλια και με το οποίο κλείνει και η ταινία, αναγκάζοντας, σχεδόν με το ζόρι, πολλά ματάκια να δακρύσουν.
Θα ήταν ωστόσο άδικο να μη σταθούμε στον Rami Malek, ο οποίος συστήθηκε στο ευρύ κοινό με το τηλεοπτικό Mr.Robot και εδώ δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία, σε σημείο που σε ορισμένες στιγμές νιώθεις ότι δεν υποδύεται τον Mercury, αλλά ότι είναι όντως ο Mercury. Η ταινία εν τέλει δύσκολα θα απογοητεύσει τους fans της μπάντας που θα χορτάσουν από τη μουσική επένδυση, όσους περνάνε ώρα βλέποντας βίντεο με live στο youtube και γενικά είναι φτιαγμένη… για όλη την οικογένεια. Είναι γενικά αυτό ακριβώς που περιμένεις ότι θα δεις. Μπόλικη μουσική, αστείες διαφωνίες μεταξύ των μελών του συγκροτήματος, καταξίωση και εξιλέωση. Είναι προβλέψιμη και γεμάτη από κλισέ. Και για αυτό τον λόγο, πιθανότατα, ο Freddie Mercury θα την έβρισκε αφόρητα βαρετή.