Μεταφρασμένος τίτλος: «Εκεί που χτυπά η καρδιά μου»
Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο
Παίζουν: Σον Πεν, Φράνσις Μακντόρμαντ, Τζουντ Χιρς, Χάρι Ντιν Στάντον
Διάρκεια: 118΄
O Τσεγιέν είναι ένας πενηντάρης πρώην αστέρας της μουσικής σκηνής, που περιφέρεται νωχελικά και φοβισμένα σ’ ένα κόσμο που φαντάζει πολύ μεγάλος γι’ αυτόν. Έχει σταματήσει να τραγουδάει εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά συνεχίζει να κυκλοφορεί με μέικ απ, κραγιόν και μπόλικο ζελέ στα μαλλιά, φέρνοντας στο νου ενστικτωδώς και αναπόφευκτα τον τραγουδιστή των The Cure, Ρόμπερτ Σμιθ. Ζει με τη γυναίκα του, η οποία είναι πυροσβέστης, σε μια έπαυλη, και περνάει το χρόνο του κάνοντας ελάχιστα πράγματα.
Η ζωή του παίρνει μια αναπάντεχη στροφή όταν πεθαίνει ο πατέρας του, με τον οποίο δεν είχε την παραμικρή επαφή για τριάντα χρόνια. Στην κηδεία, μαθαίνει πως ο Eβραίος πατέρας του, που υπήρξε κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε βαλθεί να βρει τον Γερμανό βασανιστή του, ο οποίος πλέον ζει στις ΗΠΑ με ψεύτικη ταυτότητα. Έτσι, λοιπόν, ο Τσεγιέν, με μοναδικό μπούσουλα κάποιες σκόρπιες σημειώσεις, ξεκινάει ένα ιδιόρρυθμο ταξίδι στα βάθη της Αμερικής για να ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του.
Ιδιόρρυθμο είναι το ταξίδι του, ιδιόρρυθμη η περσόνα του, ιδιόρρυθμη και η ταινία με τις πολλές παράξενες πινελιές και τους ασυνήθιστους χαρακτήρες να προσπαθούν να προσδώσουν στο τελικό αποτέλεσμα μια αύρα ιδιαιτερότητας, που παραπέμπει ελαφρώς στις ταινίες του Γουές Άντερσον. Η πισίνα που δεν γέμισε ποτέ με νερό και την χρησιμοποιούν για να παίζουν ένα παιχνίδι σαν σκουός, η ταμπέλα στην κουζίνα του σπιτιού που γράφει με μεγάλα γράμματα «Κουζίνα», ο γέρος που εφηύρε τα ροδάκια στις βαλίτσες, ο Eβραίος κυνηγός ναζί, η χαρωπή και πάντα ευδιάθετη γυναίκα του Τσεγιέν και φυσικά ο ίδιος ο πρωταγωνιστής.
Μοιάζει με ζωντανό νεκρό, η φωνή του είναι εύθραυστη, και η εσωστρέφειά του τον κάνει σχεδόν αντικοινωνικό, αν και στην πραγματικότητα επιδιώκει την επαφή με τους ανθρώπους, ενώ όποτε νιώθει στριμωγμένος, υψώνει τη φωνή του και αμέσως μετά νιώθει άσχημα, σαν παιδί που ‘χει κάνει ζημιά και το ‘χουν κατσαδιάσει. Διότι αυτό είναι ουσιαστικά: ένα αιώνιο και καταδικασμένο παιδί εγκλωβισμένο στο κουρασμένο σώμα ενός μεσήλικα.
Όσο για το κυνήγι του ναζί, η σύλληψη της ιδέας και η εκτέλεσή της, προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μια, σίγουρα προσθέτει μια περαιτέρω νότα ευχάριστης αλλοκοτιάς, αλλά από την άλλη δυσκολεύτηκα να καταλάβω αν εξυπηρετούσε κάποιον άλλο σκοπό, πέρα από το να δείξει την «ενηλικίωση» του Τσεγιέν και να προσφέρει μια αρκετά αμήχανη τελική σκηνή. Ο Σον Πεν, φυσικά, είναι αληθινά μοναδικός. Φτιάχνει μια περσόνα τόσο καρικατουρίστικη και ταυτόχρονα αληθοφανή και πειστική, που κερδίζει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο τη συμπάθεια μας.
Στις ευχάριστες εκπλήξεις προστίθεται η ολιγόλεπτη εμφάνιση του 60χρονου πλέον Ντέιβιντ Μπυρν, ηγετικής μορφής του θρυλικού συγκροτήματος Talking Heads, που υποδύεται τον εαυτό του και συνέθεσε τη μουσική της ταινίας. Και ο τίτλος, εξαλλου, είναι αναφορά στο ομώνυμο τραγούδι των Talking Heads. Είναι δύσκολο να καταλήξω πώς ένιωσα με την ταινία. Για να περιγράψω τα συναισθήματά μου, θα δανειστώ μια φράση που ο Τσεγιέν επαναλαμβάνει συχνά: «υπάρχει κάτι που δεν κολλάει εδώ πέρα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι»
.