Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς
Παίζουν: Χάρι Ντιν Στάντον, Ναστάζια Κίνσκι, Χάντερ Κάρσον
Διάρκεια: 147′
Στην απεραντοσύνη της ερήμου, από την ουράνια οπτική ενός θεού-δημιουργού έτοιμου να παρέμβει στο απόλυτο κενό, διακρίνεται αμυδρά μια περιπλανώμενη ανθρώπινη κουκίδα. (Ξανα)γεννημένος στη μέση του πουθενά, ο Τράβις ξεπροβάλλει σαν άλλος πρωτόπλαστος, έτοιμος να επωμιστεί το προπατορικό αμάρτημα που κουβαλά μέσα του από πάντα. Αλλόκοτα ντυμένος, με ένα ταλαίπωρο κοστούμι και ένα κατακόκκινο καπελάκι-σημαδούρα, είναι λες και φόρεσε τα καλά του χρόνια πριν και διέσχισε κόσμους ολόκληρους για να μας συναντήσει.
Ο Τράβις, σαν κινηματογραφικός Άγιος Αντώνιος, μας συστήνεται ως ένας ερημίτης-ασκητής που αναμετρήθηκε μονάχος με τους προσωπικούς του δαίμονες και τις μεγάλες του αμαρτίες. Ο γιος του χώματος και της σκόνης (διόλου τυχαίο ότι αρνείται πεισματικά να επιβιβαστεί σε αεροπλάνο, μιας και είναι για πάντα δεμένος με το έδαφος και τις ρίζες των πληγών του) αναδύεται στην επιφάνεια όχι ως άσωτος υιός, αλλά ως μετανοημένος πατέρας που καλείται να αποκαταστήσει τη φυσική ροή των πραγμάτων και να εξοφλήσει το ηθικό χρέος, προτού επιστρέψει μια για πάντα στην απομόνωση και στη σιωπή.
Το Παρίσι, Τέξας (1984), που έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα από την Κρουαζέτ, σηματοδότησε τη θριαμβευτική επιστροφή του Βιμ Βέντερς έπειτα από την τραυματική εμπειρία του Hammett (1982), με το πετσοκομμένο και αναθεωρημένο σενάριο, τις άγριες έριδες με τον παραγωγό Φράνσις Φορντ Κόπολα και τη σχεδόν ατελείωτη διαδικασία ολοκλήρωσης των γυρισμάτων. Παρεμπιπτόντως, οι οδυνηρές μνήμες από αυτό το κατακρεουργημένο όραμα ζωής αποτυπώθηκαν στο εξαιρετικό -μονολότι πλήρως παραγνωρισμένο- Η κατάσταση των πραγμάτων (1982), μια προσωπική κατάθεση ψυχής που γύρισε εμβόλιμα ο Βιμ στην Πορτογαλία ενόσω περίμενε να ξεκαθαρίσει το τοπίο με το Hammett.
Στην πραγματικότητα, το Παρίσι, Τέξας είναι η πολυπόθητη στιγμή συγχώνευσης και λύτρωσης για έναν δημιουργό που ανέκαθεν πατούσε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Αμερική του Βέντερς, τόπος μαγείας και αποπλάνησης, βρισκόταν σε ανοιχτό και εκκρεμή διάλογο με το έργο του από την πρώτη κιόλας στιγμή, με πρώιμο σημείο κορύφωσης το The American Friend (1977). Απατηλή (και αποικιοκρατική) βιτρίνα κατανάλωσης και εντυπώσεων, αλλά και θαυμαστός καινούργιος κόσμος που παραμένει συναρπαστικός, μυστηριώδης και ανεξερεύνητος, η βεντερική Αμερική είναι μια συνεχής αναζήτηση και εξερεύνηση, καταδικασμένη να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Έχοντας τσακιστεί δύο χρόνια νωρίτερα από την αναμέτρηση με τα νουάρ και pulp αρχέτυπα, ο Βέντες παίρνει οριστικά τη ρεβάνς, μπολιάζοντας τις ευρωπαϊκές του καταβολές με τις αμερικανικές σειρήνες. Η κληρονομιά του ανοιχτού δρόμου, η αλληγορία του τελικού συνόρου, η θρυμματισμένη αρσενική ταυτότητα και ο επαναπροσδιορισμός των χαμένων καταγωγικών δεσμών σφιχταγκαλιάζονται σε έναν τίτλο που συμπυκνώνει τη διττή αυτή ταυτότητα.
Κι όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, το Παρίσι του Τέξας είναι ο ορισμός ενός φασματικού μη-τόπου, σαν ένα τυχαίο σημείο του ορίζοντα που μετατρέπεται ακατανόητα στον ομφαλό του κόσμου. Ο Τράβις, αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια κι έχοντας βυθιστεί προσωρινά στο ά-λογο, παλεύει να ανακαλύψει από την αρχή τις λέξεις που θα ορίσουν την επιστροφή του. Και ανατρέχει σε ένα -επινοημένο ή μη, μικρή σημασία έχει- σημείο αναφοράς. Στη δική του προσωπική αφετηρία, εκεί όπου γεννήθηκε ο έρωτας των γονιών του, άρα και ο ίδιος, σε μια περίκλειστη -ένα περιφραγμένο μικρό οικόπεδο, που απεικονίζεται στο εξ ορισμού οριοθετημένο κάδρο μιας πολαρόιντ- εδεμική ανάμνηση.
Σε αυτή την πορεία εξανθρωπισμού, επανοικειοποίησης του λόγου και αναβίωσης της χαμένης επικοινωνίας, ο Τράβις έχει ως συνοδοιπόρο την άρρητη δύναμη του σινεμά, που συνενώνει τον ήχο με την εικόνα, την πρωτόλεια ανθρώπινη έκφραση με το θαύμα της τεχνολογίας. Από το αρχικό αποκούμπι ενός φωτογραφικού στιγμιότυπου, περνάμε στα ερασιτεχνικά home films, ξεθωριασμένα χνάρια μιας αλλοτινής ευτυχίας που φαντάζει πλέον ψεύτικη, τον συναισθηματικό καταλύτη για τη μεταμόρφωση του Τράβις. Έχοντας αναλάβει την αποστολή να διασώσει το μέλλον, ο Τράβις ξεθάβει το οδυνηρό παρελθόν και επανασυνδέεται με τον μικρό του γιο με κάθε διαθέσιμο (κινηματογραφικό) τρόπο. Με βλέμματα, γελάκια, γκριμάτσες, μορφασμούς και άηχες κραυγές, περίπου όπως οι ηθοποιοί του βωβού κινηματογράφου. Μέσα από την τρυφερή επαναδιατύπωση και την απομάγευση κινηματογραφικών συμβόλων (η βόλτα πατέρα-γιου με τον Τράβις να φορά μια καρικατουρίστικη καουμπόικη στολή είναι λες και ο Μπάστερ Κίτον αντικατέστησε τον Τζον Γουέιν σε κάποια γουέστερν παρωδία). Χάρη στη μηχανική διαμεσολάβηση (γουόκι τόκι), που γίνεται ο μυστικός δίαυλος μιας κατακερματισμένης επαφής που χρειάζεται ένα τοσοδά σπρωξιματάκι για να πάρει μπρος.
Τελικός προορισμός όλων των παραπάνω μια σκηνή αναγνώρισης και επανόρθωσης, βγαλμένη από τη μήτρα και το καταστατικό του ίδιου του σινεμά, εκεί όπου το φτηνιάρικο και το ευτελές σπανίως έχουν αποτυπωθεί πιο τρυφερά, δοτικά και γενναιόδωρα. Στο παραμορφωτικό δωμάτιο ενός ελεεινού peep show, γεμάτο καθρεφτίσματα και αντικατοπτρισμούς, τα πρόσωπα και τα είδωλά τους θα γίνουν ένα. Την ίδια στιγμή, η απώλεια και η προσμονή, η ενοχή και η συγχώρεση βρίσκουν τα λόγια, τα κάδρα, τις σιωπές και τους φωτισμούς που τους αρμόζουν, σμιλεύονται στο σκαμμένο πρόσωπο του Χάρι Ντιν Στάντον και στην τσακισμένη ομορφιά της Ναστάζια Κίνσκι. Μια αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο, σαν μακρινός αντίλαλος που πλησιάζει, μια ιστορία πόνου και λάθους παλιά όσο και ο χρόνος, επώδυνη και λυτρωτική. Ένα γυάλινο διαχωριστικό στο σκοτεινό δωμάτιο, σαν μικρογραφία της αίθουσας και της οθόνης, δυο κόσμοι που εφάπτονται μένοντας για πάντα χωριστοί, δύο ξένοι που γίνονται σταδιακά εμείς και ο καθένας. Η ζωή και η διπλοτυπία της, σε μια αναπαράσταση που θα συνεχίζεται στο άπειρο.
Εξαρχής προορισμένος να αποσυρθεί περίπου όπως εμφανίστηκε, χωρίς διευκρινίσεις και περιττές κουβέντες, ο Τράβις ρίχνει μια τελευταία ματιά και ατενίζει ψηλά, εκεί όπου οι φιγούρες μητέρας και γιου θυμίζουν αστέρια που παιχνιδίζουν στο διάστημα, μακριά από τις κακοτοπιές και τις πίκρες του δικού μας κόσμου. Στη διαδρομή προς την ανυπαρξία, όμως, δεν θα είναι ολότελα μόνος. Οι παραπονιάρικες κιθάρες του Ράι Κούντερ και τα λιωμένα χρώματα του Ρόμπι Μίλερ θα ταξιδεύουν μαζί του για πάντα.