Reviews Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (Otac na službenom putu, 1985)

24 Νοεμβρίου 2024 |

Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (Otac na službenom putu, 1985)

Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα

Παίζουν: Μίκι Μανόλοβιτς, Mιριάνα Καράνοβιτς, Μουσταφά Ναντάρεβιτς

Διάρκεια: 136′

Ήδη από τον τίτλο μάς γίνεται ξεκάθαρο ότι το παιδικό βλέμμα θα πάρει τη θέση του οδηγού, σε ένα ταξίδι όπου η αθωότητα θα γίνει ένα με την κυνική σκληρότητα ενός κόσμου πνιγηρού και αδιέξοδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το παιδικό βλέμμα, αντί να καταπραΰνει και να εξωραΐσει την πραγματικότητα, καταλήγει να τη βάψει με τα πιο πικρά χρώματα, αποτυπώνοντας, χωρίς περιστροφές και φίλτρα, μια αναπάντητη απορία και μια σχεδόν υπαρξιακή έκπληξη: στο υποτιθέμενα ώριμο σύμπαν των ενηλίκων, πώς είναι δυνατόν η κακία, ο κυνισμός, η μικροπρέπεια και η εξουσία να βασιλεύουν πάνω σε τόσο φαιδρά θεμέλια; Ο Μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές, λοιπόν, ή τουλάχιστον αυτό είναι που εισπράττει ως καθησυχαστική εξήγηση ο μικρούλης Μάλικ κάθε φορά που διερωτάται για την παρατεταμένη και μυστηριώδη απουσία του πατέρα του από το σπίτι.

Ως γνωστόν, η πάγια τάση των ενήλικων να προστατεύουν τα παιδιά από οδυνηρά γεγονότα που (υποτίθεται ότι) δεν μπορούν να κατανοήσουν πολύ συχνά ανοίγει την κερκόπορτα για μια πρόωρη και τρομερά επώδυνη ενηλικίωση, σαν μια πρώτη υπόνοια ότι κάτι αφανέρωτο και ιδιαίτερα σκοτεινό κρύβεται πίσω από τις αλλοπρόσαλλες δικαιολογίες και τις ανεπαρκείς εξηγήσεις. Αυτή ακριβώς την ουτοπία-δυστοπία της παιδικής ματιάς, ενός τόπου μεταιχμιακού, άρρητου και θολού, αλλά ποτέ ολότελα επινοημένου και σίγουρα όχι ανέφελου, που κινείται ανάμεσα στην αλήθεια και την υπόσχεση, είναι που σκιαγραφεί υποδειγματικά ο Εμίρ Κουστουρίτσα στη δεύτερη ταινία της φιλμογραφίας του.

Το Ο Μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές, η πιο χαμηλόφωνη και γήινη ταινία του Σέρβου σκηνοθέτη, που έφυγε το 1985 από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα και βρέθηκε υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, ξετυλίγεται κάτω από ένα φως θαμπό και λεκιασμένο, διανθισμένο με φευγαλέες λάμψεις από την ντελιριακή έξαψη της ζωής και του θανάτου, της αγάπης και της προδοσίας. Για να το θέσουμε αλλιώς, το ξέχειλο συναίσθημα και η αφηγηματική εγκράτεια συνυπάρχουν υποδειγματικά, κυρίως χάρη στο φινιρισμένο σενάριο του (Βόσνιου ποιητή) Αμπντουλάχ Σιντράν, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ο Κουστουρίτσα και στην πρώτη του ταινία, Θυμάσαι την Ντόλι Μπελ; (1981).

Η δράση τοποθετείται αρχικά στο Σαράγιεβο της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, το καλοκαίρι του 1950, στη διάρκεια μιας πολιτικής κρίσης που αντιστρέφει τη συνηθισμένη φορά των πραγμάτων, αγγίζοντας τα όρια της παράκρουσης. Αυτή τη φορά, δεν είναι οι αντισταλινικές κουβέντες που ενδέχεται να σε στείλουν στη φυλακή, αλλά το ακριβώς αντίθετο: οι υπόνοιες φιλοσταλινικής διάθεσης. Κι αν όλα αυτά ηχούν παράδοξα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι βρισκόμαστε στον απόηχο του περιβόητου σχίσματος μεταξύ Τίτο και Στάλιν, το οποίο οδήγησε στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ, το 1948.

Ο Κουστουρίτσα, δίνοντας έμφαση στις ανεπαίσθητες λεπτομέρειες και στην καλλιέργεια μιας σφαιρικής απορρύθμισης (μέσα από μια κινηματογράφηση διακριτική και υπαινικτική, με απαλές ραφές στο μοντάζ και την αεικίνητη ματιά της κάμερας που θαρρείς συνεχώς κοντοστέκεται πίσω από τα γεγονότα και τους ανθρώπους, σαν αδιόρατος πανόπτης ρυθμιστής), αποτυπώνει έναν εγγενη και αθεράπευτο παραλογισμό.

Δίνοντας εξαρχής τον τόνο, η ευφάνταστη εναρκτήρια σκηνή απεικονίζει έναν αγρότη που καταφεύγει σε σπανιόλικους σκοπούς για να μιλήσει ελεύθερα για τους καημούς της φτωχολογιάς, δίχως να φοβάται ότι με κάποιον εξωφρενικό τρόπο θα καταλήξει να φάει το κεφάλι του. Με άλλα λόγια, σε μια συνθήκη Συμπληγάδων και ατελείωτων απαγορεύσεων, μιας και τόσο τα αμερικάνικα όσο και τα σοβιετικά τραγούδια συνιστούν τεκμήριο προδοσίας, η ευρηματικότητα και η ονειροπόληση είναι η μόνη οδός διαφυγής.

Την ίδια στιγμή, ο Κουστουρίτσα υπαινίσσεται ευφυώς την καλά κρυμμένη κοινοτοπία (κλείνοντας με βαλκανικό-παιχνιδιάρικο τρόπο το μάτι στη Χάνα Άρεντ) του κάθε λογής αυταρχισμού. Η μοίρα του πρωταγωνιστή (ο λατρεμένος Μίκι Μανόλοβιτς) σφραγίζεται όχι από κάποια γενικόλογη κατάχρηση εξουσίας ή ένα ασαφές κυνήγι φαντασμάτων, αλλά από τη ζοχάδα μιας πληγωμένης ερωμένης και τον ερωτικό φθόνο ενός ζηλιάρη συγγενούς (που τυγχάνει, παράλληλα, υψηλά ιστάμενος στον κομματικό ιστό). Το περιπαικτικό επιμύθιο είναι σαφές: οποιαδήποτε λοβοτομημένη δογματικότητα, ανεξάρτητα με το ψευδεπίγραφο ιδεολογικό ντεκόρ και τις πομπώδεις φιοριτούρες των διακηρύξεων, δεν βασίζεται ποτέ σε υψηλά και ευγενή ιδανικά, αλλά διολισθαίνει αναπόφευκτα προς τη μικροπρέπεια, τη φτήνια και τη χυδαιότητα.

Παράλληλα και ευτυχώς, αυτό το οδοιπορικό απώλειας και ατελείωτης συνθηκολόγησης δεν πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού ή της αφέλειας. Ο πατέρας του Μάλικ δεν ηρωοποιείται σε κανένα σημείο της διαδρομής (ίσα ίσα, η σχεδόν αγιάτρευτη ανειλικρίνειά του τον καθιστά αυτόματα αντιπαθή ή έστω αμφιλεγόμενο), ενώ η υποτυπώδης λύτρωση δεν καταφθάνει ουρανοκατέβατη, ως ηθικό αντιστάθμισμα της (όποιας) αδικίας.

Ο Κουστουρίτσα, στα πρώτα δείγματα γραφής μιας δεξιότητας που έμελλε να αναπτύξει μεθοδικά τα επόμενα χρόνια, χτίζει ένα ξεκούρδιστο μωσαϊκό από χαρακτήρες και καταστάσεις που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους υπόγεια και ασταμάτητα, σαν ένα ζωντανό και παλλόμενο ψηφιδωτό. Κι όμως, ακόμη και μέσα στον πιο φασαριόζικο χαμό, οι στιγμές σιωπής, περισυλλογής και βουβής έκπληξης είναι εκείνες που θα συμπυκνώσουν όλο το ζουμί και νόημα, φέρνοντας στην επιφάνεια το δομικό στοιχείο και το μυστικό συστατικό της ταινίας. Τη χαρμολύπη και τον κλαυσίγελο που διαπερνούν τη ζωή, τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων που διαπλέκονται με τη βία της επίσημης και ανεπίσημης Ιστορίας, την τραγωδία που κυοφορείται σε κάθε ξέφρενο γέλιο και γλέντι, σε κάθε ανεβοκατέβασμα του ποτηριού και σε κάθε παράνομο φιλί.

Παράλληλα, η χρόνια υπνοβασία του Μάλικ, ένα πανέξυπνο σεναριακό εύρημα που τοποθετεί τον κεντρικό ήρωα σε έναν κόσμο εξ ορισμού διφορούμενο, ανεξερεύνητο και ασαφή, θα τον οδηγήσει στην επώδυνη συνειδητοποίηση, στη διάψευση και στην αυτογνωσία, σε μια ενηλικίωση που συντελείται διακεκομμένα και φιλτράρεται συνεχώς μέσα από μια πανταχού παρούσα (αλλά σχεδόν πάντα ανολοκλήρωτη) σεξουαλικότητα. Διόλου τυχαία, εξάλλου, ο Μάλικ διακόπτει ξανά και ξανά τις ενήλικες ορμές, συνευρέσεις και περιπτύξεις στις πιο άβολες στιγμές και στις πιο αμήχανες περιστάσεις. Η διαχείριση της απουσίας, η αβάσταχτη θλίψη για τη ζωή που συνθλίβεται από αόρατες αλλά και αυτοσχέδιες παγίδες, η αδιανόητη κούραση του να προχωράς μπροστά έχοντας το κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω, ισορροπούν, έστω και τρεκλίζοντας, σε ένα σημείο απόλυτης ανισορροπίας.

Κάπως έτσι, το παράπονο εγγράφεται στο γενετικό υλικό μιας ολόκληρης γενιάς και εποχής, το ιλαρό μπλέκεται με το θανάσιμο σοβαρό και οι ενοχές, πάντα ανθεκτικές σαν σκουριά που δεν λέει να φύγει, είναι εκεί για να επικυρώσουν μια άγραφη -αν όχι και μάταιη- δικαιοσύνη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑