Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μάνγκολντ
Πρωταγωνιστούν: Τιμοτέ Σαλαμέ, Έντουαρντ Νόρτον, Ελ Φάνινγκ, Μόνικα Μπάρμπαρο, Σκουτ ΜακΝέρι
Διάρκεια: 140’
Ο Τζέιμς Μάνγκολντ, σεσημασμένος crowdpleaser και με πιστοποιημένη αγάπη τόσο για τα biopics γενικότερα όσο και για τις μουσικές βιογραφίες ειδικότερα (βλέπε Walk the Line), έχει τη σύνεση και φροντίδα να μας αφήσει σκόρπια μικρά σημάδια καθοδήγησης στον χάρτη του χαμένου θησαυρού. Όπως, αρχικά, όταν ο νεαρός Μπόμπ και ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής του παρακολουθούν στο σινεμά το μελόδραμα Now, Voyager (1942) του Ίρβινγκ Ράπερ, διαφωνώντας για το ζουμί της ιστορίας. Ο Μπόμπ απορρίπτει εμφατικά την ερμηνεία της soon to be αγαπητικιάς του ότι η πρωταγωνίστρια (Μπέτι Ντέιβις) επαναστάτησε για να «βρει τον αληθινό της εαυτό». Διότι στο δικό του μυαλό, o «αληθινός εαυτός» δεν είναι παρά μια φενάκη του μυαλού, ενώ η μόνη ειλικρινής αυτογνωσία είναι η συνειδητοποίηση της αδήριτης ανάγκης για συνεχή μεταμόρφωση.
Λίγο αργότερα, στο μέσο ενός καυγά όπου του ζητείται πιεστικά να βγει έστω και ελαφρά από το καβούκι της μυστικοπάθειας, ο Μπομπ εξανίσταται: το παρελθόν μας το κατασκευάζουμε οι ίδιοι, και σε καμία περίπτωση δεν έχει τη δύναμη μας ορίσει. Λίγα χρόνια μετά, την εποχή που όλοι πλέον λαχταρούν για ένα κομμάτι του Ντίλαν, εκείνος θα εξομολογηθεί σε έναν ολότελα άγνωστο (στην πραγματικότητα, στον άνθρωπο που του έδωσε την απαραίτητη σπρωξιά για να διαπράξει τη μεγαλύτερη «ιεροσυλία» της καριέρας του), από τι προσπαθεί να ξεφύγει, σε τι θέλει να μεταλλαχθεί. Σαν διπολικός κατοπτρισμός της τεχνητής εικόνας που πρόβαλλαν λαίμαργα όλοι οι υπόλοιποι σε εκείνον, ο Μπομπ Ντίλαν λαχταρούσε πάντα να γίνει το ακριβώς αντίθετο από ό,τι είχε ερήμην του αναγορευτεί, αλλάζοντας ασταμάτητα όχι απλώς δέρμα και προσωπεία, αλλά ζωές ολόκληρες στη συσκευασία που οι κοινοί θνητοι δυσκολεύονται να στριμώξουν έστω και μία.
Με πρώτη ύλη το βιβλίο Dylan Goes Electric! (2015) του μουσικού δημοσιογράφου και ιστορικού Ελάιτζα Γουόλντ, το A Complete Unknown, όπως άλλωστε προϊδεάζει και ο τίτλος του (που παραπέμπει φυσικά στο «Like a Rolling Stone»), δεν καμώνεται ότι έχει την ικανότητα ή έστω και την πρόθεση να βουτήξει στα άδυτα ενός ζωντανού θρύλου. Αντιθέτως, αναπλάθει με μπρίο τη μετεωρική εκτόξευση του Ντίλαν την πενταετία 1961-1965, με τερματικό σταθμό την ηλεκτρική βλασφημία στο ιερό φολκ έδαφος του Νιούπορτ το καλοκαίρι του 1965, πατώντας και με τα δύο πόδια σε ένα ακλόνητο disclaimer. Ο Ντίλαν θα μείνει για πάντα απρόσιτος και απροσπέλαστος, αδιαφανής και ρευστός, ένα διαχρονικό αίνιγμα για όλους εκείνους που τον λάτρεψαν και τον μίσησαν, που του απέδωσαν την ταμπέλα του ριζοσπαστικού και του ξεπουλημένου, που βίωσαν (και θέλησαν με κάποιον τρόπο να οικειοποιηθούν) τη μέθεξη ποίησης και ροκ μουσικής, που πληγώθηκαν από την σχεδόν προβλεπόμενη αμετροέπεια και ασέβεια του αγαπημένου τους μαθητευόμενου-εραστή-ινδάλματος.
Ο Τιμοτέ Σαλαμέ (που σε πείσμα των haters καλλιεργεί μεθοδικά την κοψιά ενός εκκολαπτόμενου σταρ), κατορθώνει να αποδώσει έναν μεσσία-προφήτη της μουσικής που, πασχίζοντας να μην αποκτήσει ποτέ μαθητές και ακολούθους, καταλήγει να κρύβεται πεισματικά από τον ίδιο του τον εαυτό. Θαρρείς οχυρωμένος πίσω από ένα ζευγάρι αδιαπέραστα γυαλιά ηλίου, ο Ντίλαν του Σαλαμέ διοχετεύει την εσωτερικευμένη καταπίεση σε ειρωνική επιθετικότητα και μιλά σχεδόν παραβολικά, παγιδευμένος στο μεταίχμιο ανάμεσα στη θεϊκή έμπνευση και μια ασφυκτική δημοφιλία. Στην αντίπερα όχθη, ο εσωτερικός μετρονόμος του Έντουαρντ Νόρτον αποτυπώνει με τον πιο ανεπαίσθητο τρόπο τις αθέατες διακυμάνσεις και φουρτούνες του Πιτ Σίνγκερ, ο οποίος απεικονίζεται ως ένα ανθρώπινο τοτέμ συναίνεσης, διαλόγου και εγκαρτέρησης – αληθινά πανέξυπνη η σκηνή στην οποία η ρετρό τηλεοπτική εικόνα του καλοκάγαθου μπάντζο μοιάζει προϊστορική απέναντι στον τυφώνα του Ντίλαν. Την ίδια στιγμή, οι δύο βασικοί γυναικείοι ρόλοι της Τζόαν Μπαέζ και της Σουζ Ροτόλο (που μετονομάστηκε σε Σίλβι Ρούσο ύστερα από επιθυμία του ίδιου του Ντίλαν, ως ένδειξη σεβασμού), παρότι δεν αποχωρούν στιγμή από την κεντρική σκηνή της πλοκής, παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα σχετικά ετερόφωτο και ημιτελές πλαίσιο.
Μακριά από την ευρηματική τόλμη που επέδειξε το I’m Not There (2007) του Τοντ Χέινς, αλλά και από την αύρα αρχαίας τραγωδίας που κατακλύζει το No Direction: Home (2005) του Μάρτιν Σκορσέζε, το A Complete Unknown κινείται σε πιο στέρεα και ασφαλή μονοπάτια, τα οποία όμως περιδιαβαίνει με χάρη και αυτοπεποίθηση, τοποθετώντας αταλάντευτα τη μουσική όχι μόνο στο δραματουργικό του επίκεντρο αλλά και στον υπαρξιακό του πυρήνα. Με άλλα λόγια, πλάι στις καλοκουρδισμένες μουσικές εκτελέσεις και στις απολαυστικές backstage στιγμές παραφροσύνης, αυτό που αναδύεται ως τελικό επιμύθιο είναι μια λατρευτική δέηση στη μουσική, ως μια θεότητα με χίλια πρόσωπα που δεν παύουν να εξελίσσονται, να διαδέχονται και να συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Σε μια σκηνή υποδόριου και λεπτεπίλεπτου σαρκασμού, το αλαλάζον κοινό του Νιούπορτ που τραγουδά με έκσταση το «The Times They Are a-Changin’» αδυνατεί να αντιληφθεί πως το νόημα του τραγουδιού (που δεν εξαντλείται σε ένα απλό «οι καιροί αλλάζουν» αλλά υπονοεί πως η αλλαγή είναι μια ανίκητη δύναμη που θα επιστρέφει ξανά και ξανά) θα σαρώσει μέχρι και τα δικά τους θέσφατα και στεγανά.
Στο ίδιο πνεύμα, ο στερνός αποχωρισμός ανάμεσα στον Ντίλαν και το πρώτο του είδωλο, τον πλέον ετοιμοθάνατο Γούντι Γκάθρι (ο Σκουτ ΜακΝέρι σε μια γενναία ερμηνεία που δυστυχώς θα περάσει στα ψιλά), με το συγκινητικό μπρος-πίσω της φυσαρμόνικας, μας έχει πει σιωπηλά όλα όσα είναι απαραίτητο να συναισθανθούμε. Η μουσική δεν διστάζει ποτέ να περάσει τη σκυτάλη, να αναδιπλωθεί και να κάνει χώρο για όσα και όσους καταφθάνουν με φόρα. Ούτως ή άλλως, ένα από τα βασικά θέλγητρα του A Complete Unknown εντοπίζεται όχι στην πιστή και λεπτομερή ανασύσταση μιας εποχής (αν δεν αναδείξει το σινεμά ότι η πραγματικότητα είναι μια εύθραυστη, επινοημένη και ατελής κατασκευή, ποιος θα το κάνει άλλωστε;), αλλά το γράπωμα μιας συνθήκης που δείχνει πλέον να έχει εξατμιστεί στον χρόνο. Τότε που οι κυκλοφορίες νέων δίσκων ήταν ικανές να επηρεάσουν ριζικά την καθημερινότητα των ανθρώπων και οι live εμφανίσεις των μουσικών σταρ είχαν χροιά κοσμογονίας και όχι (ενός ακόμη) άχαστου event. Τότε που η μουσική ήταν ζήτημα ύψιστης σημασίας.