Stay

Σκηνοθεσία: Μάρκ Φόρστερ

Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ράιαν Γκόσλινγκ, Ναόμι Γουότς, Μπομπ Χόσκινς

Διάρκεια: 99’

Είδα το Stay για πρώτη φορά το 2006, όταν είχε μόλις κυκλοφορήσει σε DVD. Δεν το εκτίμησα πλήρως από την πρώτη φορά, αλλά μου άφησε την αδιαμφισβήτητη γεύση μίας εξαιρετικής ταινίας που θα έπρεπε κάποια στιγμή να ξαναδώ. Το δίχως άλλο, την ξαναείδα από τότε αρκετές φορές, και κάθε φορά γινόταν και καλύτερη. Μα ένα πράγμα που έχω παρατηρήσει περισσότερο από κάθε άλλο γι αυτό το αδικημένο κομψοτέχνημα είναι πως ελάχιστα άτομα γνωρίζουν έστω για την ύπαρξη του.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα της γνωριμίας. Κόσμε, από εδώ το Stay. Mία ταινία σε σκηνοθεσία Marc Forster, σκηνοθέτη γνωστότερων ταινιών όπως το περίφημο Monster’s Ball, το συγκινητικό Finding Neverland και το εξίσου γλυκό Stranger Than Fiction. Το δε σενάριο της ταινίας έρχεται δια χειρός David Benioff, για τον οποίο θα πω μόνο τρεις λέξεις: Game, Of και Thrones. Αλλά τα μεγάλα ονόματα δεν τελειώνουν εκεί, μιας και στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Ryan Gosling και Ewan Mcgregor, ενώ συμπρωταγωνιστούν οι Naomi Watts και Bob Hoskins.

Κάπου εδώ νιώθω υποχρεωμένος να παραθέσω κάποιες πληροφορίες σε ένδειξη αντικειμενικότητας, ας το κάνω λοιπόν, να το βγάλουμε από τη μέση και να προχωρήσουμε παρακάτω. Βλέπετε, παρόλο το εντυπωσιακό ανθρώπινο δυναμικό της, η ταινία που κυκλοφόρησε το 2005 υπήρξε μία τρομακτική εισπρακτική αποτυχία, με πλήρη αδυναμία να καλύψει έστω και τα μισά από τα έξοδα παραγωγής της και πολύ σύντομα αποσύρθηκε από τους κινηματογράφους. Η κριτική της αποδοχή υπήρξε, στην καλύτερη περίπτωση αρνητική, με κριτικούς όπως ο Nathan Rabin (The A.V. Club) να λένε ότι “…η ταινία δεν συνειδητοποιεί πως είναι νεκρή από την αρχή της, ένα ρομπότ που κινείται βλοσυρά και αδυνατεί να πείσει τον οποιονδήποτε.” ενώ οι πιο μετριοπαθείς ή ακόμα και συμπαθείς προς την ταινία κριτικοί όπως ο James Berandinelli (ReelViews) έγραφαν σχόλια όπως “δύσκολο να το προτείνεις σε οποιονδήποτε πέρα από το μικρό ενθουσιώδες κοινό του David Lynch που θα ρουφήξει οτιδήποτε κουβαλάει κάποια οσμή ομοιότητας με τον αγαπημένο τους δημιουργό”. Φυσικά δεν έλειψαν την περίοδο της κυκλοφορίας της ταινίας και χαρακτηρισμοί όπως “ξιπασμένη”, “γελοία”, “κενή”, “παράλογη”, “ρηχή”…

Παρόλα αυτά, αυτό που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου είναι πως ενώ η κριτική της υποδοχή υπήρξε τόσο κατακεραυνωτική, η αποδοχή της ταινίας από το κοινό δεν ήταν ποτέ τόσο κακή και δείχνει να βελτιώνεται σταθερά καθώς περνούν τα χρόνια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Rotten Tomatoes, όπου η ταινία έχει λάβει 27% από κριτικούς αλλά 71% από το κοινό, το Metacritic με 41% βάσει κριτικών αλλά 7.3/10 (ή 73%) βάσει θεατών, αλλά και το IMDB όπου λαμβάνει 6.9/10 από τους επισκέπτες της σελίδας.

Θα μπορούσα να πω πως οι λόγοι ύπαρξης της κραυγαλέας αυτής διαφοράς μεταξύ κοινού και κριτικών με ξεπερνούν, αλλά δεν θα ήταν αλήθεια. Παρόλα αυτά, δεν θα επεκταθώ περαιτέρω επί του θέματος. Αντ’ αυτού, θα προσπαθήσω να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου στην υπεράσπιση της τιμής μίας ταινίας που λατρεύω.

Κι από που αλλού να ξεκινήσει κανείς με μία τέτοια ταινία, παρά από την σκηνοθεσία της. Με τον Marc Forster να κινεί τα νήματα, οι προσδοκίες όσον αφορά τουλάχιστον το σκηνοθετικό κομμάτι είναι ανυψωμένες. Προσωπικά μπορώ να πω με ασφάλεια, έχοντας παρακολουθήσει το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, πως οι προσδοκίες μου δεν έφταναν με τίποτα στο ύψος του αποτελέσματος που παρέδωσε ο Forster. Ένα αποτέλεσμα που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το αποκορύφωμα της μέχρι στιγμής σκηνοθετικής του πορείας. Με μία εξαιρετικά υψηλής αισθητικής φωτογραφία που δημιουργεί, το ένα μετά το άλλο, καρέ που θέλεις να τα παγώσεις και να τα κορνιζάρεις, μέχρι τον προσεγμένο και έντονα επιτηδευμένο φωτισμό και ένα εκπληκτικό παιχνίδισμα των χρωματικών αποχρώσεων που έρχονται σαν πέπλο να πέσουν πάνω από τα συναισθήματα των ηρώων και να τα ενώσουν, καθώς τόσο ξεκάθαρα τα ξεχωρίζουν.

Με κινηματογραφικές λήψεις που κυμαίνονται από έντονες και ασταθείς μέχρι αργές και ισχυρά συναισθηματικές και ένα soundtrack (από τους Massive Attack και τους Asche & Spencer) που στοιχειώνει την ροή της ιστορίας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της ταινίας, ο Forster δείχνει να συνεπαίρνεται από ένα απολαυστικά δυναμικό, αν και ίσως ελαφρώς κουραστικό σε κάποιες στιγμές, στυλ σκηνοθεσίας. Ταυτόχρονα δείχνει μία παραδειγματική προσοχή στη λεπτομέρεια, την οποία χρησιμοποιεί ως θεμελιώδες στοιχείο για την κατανόηση της ιστορίας, δημιουργώντας επιτηδευμένες ασυνέχειες και σκόπιμα “λάθη” στην ροή της ταινίας (από σκηνές που επαναλαμβάνονται μέχρι διαφορές στα ρούχα των ηρώων από καρέ σε καρέ). Ο Forster πραγματικά απαιτεί με την συγκεκριμένη ταινία την απόλυτη προσοχή του οποιουδήποτε θεατή προκειμένου να του προσφέρει αυτά που θέλει.

Ό,τι άλλο όμως κι αν πει κανείς για τα τεχνικά μέρη της ταινίας, στο μυαλό μου δεν υπάρχει αμφιβολία πως αντικειμενικά το δεσπόζον χαρακτηριστικό της – κι αυτό στο οποίο ο σκηνοθέτης έδωσε το μεγαλοπρεπές ρεσιτάλ του – είναι το μοντάζ. Ένα μοντάζ υποδειγματικό, που αποτελεί κινηματογραφική παρακαταθήκη για το πως μπορεί ένα τόσο τεχνικό κομμάτι στη δημιουργία μίας ταινίας να γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος στην καλλιτεχνική αφήγηση της ιστορίας της. Σε κάθε μορφής τέχνη, το υψηλότερο επίπεδο είναι όταν ο καλλιτέχνης κάνει κτήμα του την τεχνική σε τέτοιο βαθμό που του επιτρέπει να χάσει πλήρως τη φόρμα και να κινηθεί ελεύθερα και αβίαστα. Αυτό είναι που συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, στο Stay. Το ξεκούραστα περίτεχνο μοντάζ επιτρέπει στον σκηνοθέτη να παίξει με τον χώρο και τον χρόνο της ταινίας. Να πάρει τον θεατή σε ένα μονοπάτι γεμάτο όμορφες αλληγορίες που σε συνδυασμό με την άλλοτε νευρική και άλλοτε μοναδικά μελωδική μουσική υπόκρουση, τον περνάνε από το μυαλό του ήρωα στην πραγματικότητα του κόσμου του κι από τις αναμνήσεις του στις τωρινές του εμπειρίες με μία απαράμιλλη ευκολία. Δημιουργούν έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ σκηνοθέτη και θεατή που τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται διαλόγους για να πει την ιστορία του.

Μία πραγματική απόδειξη πως ο κινηματογράφος είναι μία τέχνη, τόσο φωτογραφική όσο και ακουστική!

Δεν θα μπορούσα, φυσικά, να παραλείψω πριν κλείσω έναν έστω σύντομο σχολιασμό πάνω στις ερμηνείες της ταινίας. Καθώς μάλιστα, θα ήταν πολύ απλό γι αυτή την ταινία να “χαθεί” στην αυταρέσκεια της και να έχει ελάχιστα πράγματα να πει πέρα από τις όμορφες εικόνες που προβάλει. Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και όλη η μνημειώδης προσοχή στην κάθε τεχνική λεπτομέρεια υπηρετεί απλώς την ευρύτερη αφήγηση της ιστορίας. Μία αφήγηση που θα μπορούσε πολύ εύκολα να καταρρεύσει με τις λάθος ηθοποιίες, αφού εστιάζει ουσιαστικά γύρω από δύο και μόνο ήρωες. Επομένως ο πήχης είναι δυσθεώρητα υψηλός για τους δύο πρωταγωνιστές. Μα οι Mcgregor και Gosling (παρόλο που μπορεί να μην κόψουν την ανάσα όλων όσων δουν την ταινία με τις ερμηνείες τους) έρχονται κατά τη γνώμη μου κουτί στους ρόλους τους και δίνουν πνοή και υπόσταση στους περίπλοκους χαρακτήρες και τους καθηλωτικούς διαλόγους του David Benioff. Ενώ συμπληρώνονται εκπληκτικά από την πάντα υπέροχη Naomi Watts και τον αείμνηστο Bob Hoskins που κλέβουν την παράσταση όποτε βρίσκονται επί της οθόνης.

Εδώ, με κίνδυνο να φανώ ελιτιστής, θα δώσω μία φιλική συμβουλή σε όσους διαβάζουν αυτό το κείμενο. Πρόκειται για μία ταινία η οποία, περισσότερο από πολλές άλλες, είναι σημαντικό να βιωθεί στην πληρότητα της. Βλέπετε, είναι κοινοτυπία πως ως φωτογραφική τέχνη, είναι εύκολο ο κινηματογράφος να καταλήξει επιφανειακός όταν προσπαθεί να αποδώσει τις ενδόμυχες λειτουργίες του ανθρώπινου μυαλού. Ο Forster όμως, χρησιμοποιεί ως πραγματικός καλλιτέχνης αυτή την αδυναμία του μέσου προς όφελος του. Δημιουργεί ένα οπτικοακουστικό κράμα που συνδυάζει την ασταθή και έντονη οπτική εμπειρία, που κυμαίνεται από τα πιο σταθερά, σχεδόν ζωγραφικά πλάνα μέχρι τις τρεμάμενες point-of-view λήψεις, με το μαγευτικό soundtrack και δημιουργεί ένα puzzle από διαδραστικές αλληγορίες. Το puzzle ενός χάρτη για τα τρομακτικά νερά της οδύνης που προκύπτει από την ανθρώπινη ενοχή, της καθοριστικής στιγμής σε μία ζωή που βάφει με το δικό της χρώμα κάθε εμπειρία που προηγήθηκε. Κάθε κομμάτι αυτού του puzzle είναι εξίσου σημαντικό με το επόμενο. Η εικόνα και ο ήχος είναι το ένα συμπλήρωμα του άλλου και η ταινία καταρρέει με τον τραυματισμό οποιουδήποτε από τα δύο. Οπότε, προτείνω να μην αρκεστείτε σε κάποιο από τα “εύκολα” downloads, όπως αυτά του YiFi που θυσιάζουν τον ήχο στο βωμό της εικόνας. Νοικιάστε την ταινία σε BluRay ή DVD, αλλιώς κατεβάστε κάποιο από τα μεγαλύτερα αρχεία, με την καλή εικόνα και τον υψηλής ποιότητας ήχο και απολαύστε την ταινία σε κάποιο αξιοπρεπές Home-Cinema ιδανικά, σε μία τηλεόραση συνδεδεμένη με ένα στοιχειώδες στερεοφωνικό εναλλακτικά ή έστω, αν είναι να την δείτε στον υπολογιστή σας, χρησιμοποιήστε ένα ζευγάρι καλά ακουστικά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑