Σκηνοθεσία: Κρεγκ Γκιλέσπι
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Έμιλι Μόρτιμερ, Πατρίσια Κλάρκσον
Διάρκεια: 106′
Ο Λαρς Λίντστρομ είναι μοναχικός, αλλά σε καμία περίπτωση γοητευτικός loner. Η η απομόνωσή του δεν υποκρύπτει ούτε περίσσεια αυτοπεποίθηση ούτε κάποια βαυκαλίζουσα μισανθρωπία. Ο Λαρς λαχταρά να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, να απλώσει χείρα φιλίας και αγάπης, απλώς δεν ξέρει τον τρόπο. Η απτική επαφή, όπως ομολογεί κάποια στιγμή και ο ίδιος, είναι ζεματιστή κι αφόρητη, σαν έγκαυμα στο δέρμα. Ο Λαρς είναι λειτουργικός στα στοιχειώδη της επιβίωσης, αλλά αδυνατεί να κάνει το βήμα παραπάνω για να φτάσει στο επίπεδο της ζωής. Είναι ικανός να εργάζεται, να πηγαίνει στην εκκλησία, να χαιρετά ανθρώπους, να φροντίζει τον εαυτό του, αλλά μόλις νυχτώσει, η μόνη επιλογή του είναι η απόσυρση στα ενδότερα.
Κι όταν μια ωραία βραδιά παρουσιάσει στον αδερφό του και την κουνιάδα του μια ουρανοκατέβατη προσκεκλημένη, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πλαστική κούκλα του σεξ, διόλου τυχαία επιλέγει να της δώσει το όνομα Bianca. Διότι πρόκειται για μια φιγούρα άσπιλη, χωρίς παρελθόν, σαν μια λυτρωτική λευκή σελίδα. Επί της ουσίας, η Bianca είναι μια κραυγή βοήθειας, ένα πρώτο θαρραλέο βήμα για να βγει από το λαγούμι στο οποίο έχει κρυφτεί. Η Bianca έχει όλα τα θέλγητρα του κόσμου για να τρυπώσει στην καρδιά του Λαρς. Μαζί της δεν αισθάνεται ντροπή ή αμηχανία, στο πλάι της δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί για τη διαφορετικότητα και την αδυναμία του. Όσο κι αν ακούγεται ειρωνικό, αυτό το παιχνίδι φτηνής ηδονής έχει ως κυριότερο ατού ότι δεν πρόκειται ποτέ να τον αγγίξει παρά τη θέλησή του. Και πολύ σύντομα, η Bianca γίνεται όχι μόνο η επίσημη αγαπημένη του Λαρς, αλλά ένα ολοζώντανο μέλος της μικρής τοπικής κοινότητας.
Το Lars and the Real Girl του Κρεγκ Γκιλέσπι θα μπορούσε να εκτροχιαστεί και να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος σε αμέτρητα σημεία της τρυφερής του διαδρομής. Να εκτραπεί προς το φαιδρό, να πασχίσει υπέρμετρα να συγκινήσει, να μην δείξει το απαιτούμενο σθένος ώστε να εμπιστευτεί μέχρι τέλους το εύρημά του, να σκοτεινιάσει απότομα, τεχνητά και εκβιαστικά το ύφος του. Κατά τρόπο, όμως, σχεδόν εντυπωσιακό, δεν συμβαίνει τίποτα από τα παραπάνω. Διότι είναι ανεπιτήδευτα ειλικρινές και σου ζητά να περπατήσεις χεράκι-χεράκι μαζί του, χωρίς κανένα άγχος να σε πείσει για τις αγνές του προθέσεις.
Τίποτα, φυσικά, δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την ερμηνεία του Ράιαν Γκόσλινγκ. Που δίνει συνεχώς την εντύπωση ενός ανθρώπου που έμαθε να περπατά σε λεπτό πάγο. Με σφιγμένα και τσιτωμένα χαμόγελα, με ένα βουβό πένθος που κουβαλά μέσα του μια κρυφή ελπίδα, με σιωπές γεμάτες θόρυβο. Χωρίς να εκτρέπεται προς το υπέρμετρα σκυθρωπό, μακριά από τη μανιερίστικη καρικατούρα.
Λίγο πριν το φινάλε, όταν o Λαρς είναι έτοιμος να αποχωριστεί τη Bianca γιατί ο πραγματικός κόσμος τού φαίνεται πλέον λιγότερο τρομακτικός, ένας από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες της ταινίας μονολογεί πως είχε καταλήξει να αγαπά την Bianca, παρόλο που ήξερε πως δεν είναι πραγματική. Κι όμως, δεν είχε καθόλου άδικο, η Bianca ήταν πραγματικά αξιαγάπητη. Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να βοηθάς μια φοβισμένη ψυχή να ριχτεί στην ανηφόρα της ζωής. Μια κούκλα από πλαστικό δέρμα και ανθρώπινη καρδιά.