Will Simpson: “Είναι ένας κόσμος με σκαλοπάτια”

Λίγο πριν μπει ο χειμώνας και καθώς το στερητικό μας σύνδρομο για περισσότερο Game of Thrones ετοιμάζεται να χτυπήσει κόκκινα, βρεθήκαμε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της 15ης έκθεσης Comics και Παιχνιδιών Στρατηγικής των Inkorrekt Comics Group, ΕΣΦΙΠΣ και Ένατης Διάστασης, με τίτλο Μισό Λεπτό. Εκεί ανάμεσα σε έναν καταιγισμό από ιστορίες, comics, δρώμενα και ενθουσιασμένο κόσμο, συναντήσαμε τον επίτιμο καλεσμένο της διοργάνωσης, κ.Will Simpson, καταξιωμένο σχεδιαστή comics και story-boarder της σειράς Game of Thrones.

Ο Will Simpson ξεκίνησε την καριέρα του στα βρετανικά Comics, σε σειρές του περίφημου 2000AD όπως ο Δικαστής Ντρεντ (Judge Dredd), το Rogue Trooper και το Witch World. Έχει δουλέψει επίσης σε καταξιωμένους αμερικάνικους τίτλους όπως το Hellblaser, το Vamps και το Batman. To 2000, έκανε στροφή προς την κινηματογραφική βιομηχανία όπου έχει εργαστεί ως storyboarder και concept artist σε τίτλους όπως το Βασίλειο της φωτιάς (Reign Of Fire), το City Of Ember και το Your Highness. Από το 2011 αποτελεί τον μοναδικό storyboarder της επιτυχημένης σειράς του Home Box Office (HBO), Game Of Thrones.

10841184_689495271147658_50663960_n

ΑΠ: Θα ήθελες να πεις στους αναγνώστες μας σε τι ηλικία ξεκίνησες να ασχολείσαι με τα Κόμιξ και την τέχνη γενικότερα;

ΓΣ: Πρόκειται για δύο διαφορετικά γεγονότα. Δεν ξέρω σε ποια ηλικία βρισκόμουν όταν πρωτοξεκίνησα να σχεδιάζω, ήμουν πολύ νέος. Δηλαδή η μητέρα μου λέει πως ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών όταν ξεκίνησα. Δεν ξέρω τι μπορεί να σχεδίαζα τότε, δεν ξέρω καν αν είναι αλήθεια, αλλά τα κόμιξ, α, τα κόμιξ… μοιάζουν σαν να βρίσκονταν πάντοτε μαζί μου, είναι απλά ένα απ’ αυτά τα πράγματα. Αρχικά, μου αγόραζαν οι γονείς μου χιουμοριστικά κόμιξ.

 

ΑΠ: Τα “funnies”.

ΓΣ: Τα “funnies” ναι! Υπήρχαν τότε στη Βρετανία δύο μεγάλα κόμιξ, το “Dandy” και το “Beano”, αυτά τα διαβάζαμε όλοι, αλλά σύντομα προχώρησα παρακάτω καθώς ανακάλυψα τα πολεμικά κόμιξ και, ξέρεις, κατέληξαν να μου αρέσουν, το επίπεδο της λεπτομέρειας στο σκίτσο ήταν κάτι το διαφορετικό. Φυσικά, σε αυτό το στάδιο έβλεπα ήδη πολλές ταινίες. Σαν παιδί μεγάλωσα βλέποντας ταινίες και συνεχώς ανακάλυπτα πως οτιδήποτε μου έδινε καλλιτεχνικά κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, ήταν σίγουρα η κατεύθυνση προς την οποία χαιρόμουν να πηγαίνω.  Υπήρχε τότε ένα συγκεκριμένο κόμικ σε ένα περιοδικό που μου αγόραζαν οι γονείς μου που λεγόταν “The Trigan Empire“, δημιουργός του οποίου ήταν ο Ντον Λόρενς. Οι γονείς μου αγόραζαν αυτό το περιοδικό επειδή περιείχε Ιστορικές και Επιστημονικές ιστορίες με εικόνες, προσπαθούσαν έτσι να μας περάσουν κάτι πιο επιμορφωτικό, αλλά, χα, συνήθιζα να γυρνάω με τη μία στο πίσω μέρος του περιοδικού και να διαβάζω το Trigan Empire: ήταν κατευθείαν αυτό που ήθελα να δω. Ήταν σαν μία μείξη ρωμαϊκού κόσμου και επιστημονικής φαντασίας και είχε πλήρως ζωγραφισμένα σκίτσα, επομένως έβλεπα πολύ διαφορετικά πράγματα τα οποία για εμένα ήταν κόμιξ και όλα τους με ενδιέφεραν. Επομένως, το θέμα είναι πως όταν ξεκίνησα να σχεδιάζω, να προσπαθώ να κάνω κάτι δικό μου, έτειναν να είναι προσαρμογές από τις αγαπημένες μου ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Έκανα πολλά πράγματα βασισμένα σε ιστορίες του Ρέι Μπράντμπερι γιατί απλά λάτρευα οτιδήποτε δικό του, και είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή προσπάθησα να κάνω και κάποια πράγματα όπως το “John Carter of Mars” του Έντγκαρ  Ράις Μπάροουζ. Ήταν απλώς τα πράγματα που πλημμύριζαν το μυαλό μου εκείνη την εποχή και πιστεύω πως αυτός είναι πάνω-κάτω και ο τρόπος που ξεκινούν οι περισσότεροι που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με κόμιξ.

 

Will Simpson Game of Thrones  Print Dublin Comic Con 2013

Tyrion Lannister και Bron. “The Imp and his ‘boy'”.

ΑΠ: Έχεις δοκιμάσει ποτέ να ασχοληθείς με άλλες τέχνες;

ΓΣ: Εμ, κοίτα, χα!, ξανά, πιστεύω πως είναι κάτι το περίεργο με μένα. Μεγαλώνοντας σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, μεγάλωσα με ερεθίσματα όπως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και ο Μικελάντζελο. Μου αγόραζαν τέτοια βιβλία και το μόνο που έβλεπα ήταν τέχνη, το μόνο που έβλεπα ήταν όμορφα πράγματα. Εν τέλει, κατέληξα να σχεδιάζω με λάδια και να κάνω αρκετά πορτρέτα και τοπία, αλλά επρόκειτο ακόμα για την ίδια καλλιτεχνική ικανότητα. Δεν έβλεπα τίποτα απ’ όλα αυτά ως κάτι το διαφορετικό. Ήμουν εξίσου χαρούμενος σε ένα τοπίο σχεδιάζοντας δέντρα όσο ήμουν και δημιουργώντας επιστημονική φαντασία, διαστημόπλοια και τέτοια πράγματα. Επομένως ξέρεις, νιώθω πως σε όλη μου τη ζωή κάνω στ’ αλήθεια το ίδιο πράγμα. Φυσιολογικά, κάνω από τις 08:00 μέχρι τις 19:00 την δουλειά μου στο “Game of Thrones” ή σε όποια ταινία δουλεύω και έπειτα πηγαίνω στο σπίτι το βράδυ και δουλεύω τα δικά μου πρότζεκτ, κάνοντας αυτά που θέλω να κάνω εγώ, επομένως έχω πάντα δύο ή και τρία πράγματα που τρέχουν ταυτόχρονα.

 

ΑΠ: Από τις δουλειές που έχεις κάνει μέχρι στιγμής, έχεις καμία αγαπημένη; Υπάρχει κάποιο πρότζεκτ που να ξεχωρίζει;

ΓΣ: Από κόμιξ ή ταινίες; Ή μήπως απ’ όλα;

ΑΠ: Οποιαδήποτε δουλειά σου.

ΓΣ: Ναι, λάτρευα την περίοδο που δούλευα στον “Judge Dredd”, αγάπησα επίσης και την περίοδο μου στο “Roadtripper” και φυσικά, μ’ άρεσε πάρα πολύ όταν κατάφερα να κάνω Batman, ήταν στ’ αλήθεια ένα μεγάλο βήμα για μένα. Κάνεις Batman και μετά είναι σαν να μπορείς απλά να εξαφανιστείς και μην ξαναεμφανιστείς ποτέ. Είναι απ’ τα πράγματα που σε κάνουν να σκέφτεσαι: Ναι! Έκανα Batman! Όλα είναι ΟΚ!

ΑΠ: Αρκετά ικανοποιητικό, έτσι;

ΓΣ: Ναι, είναι! Αλλά ξέρεις, μεγάλωσα διαβάζοντας όμορφα κόμιξ της Marvel και σπουδαία κόμιξ από την DC και το θέμα είναι πως πάντα υπήρχαν αυτοί οι χαρακτήρες στις ιστορίες των οποίων θα ήθελα πάρα πολύ την ευκαιρία να δουλέψω, και ο Batman είναι απλώς ένας απ’ αυτούς τους χαρακτήρες. Αν έχεις έστω και μία ευκαιρία να κάνεις Batman είναι θαρρείς και έχεις αφήσει το δικό σου, μικρό σημάδι στην ιστορία. Υποθέτω πως για μένα που ζούσα στη Βρετανία, ο Judge Dredd ήταν επίσης κάπως έτσι. Ναι, θαρρώ πως αυτές ήταν οι περίοδοι που αγάπησα. Μου άρεσε επίσης και η περίοδος που έκανα τα “Vamps”, περισσότερο διότι ήταν σαν να δημιουργούσα μία καθαρά δική μου δουλειά, επομένως ήταν πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος. Έχουν υπάρξει όμως, και κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές που κατέληξα να κάνω στον κόσμο των ταινιών. Η πρώτη μου μεγάλη ταινία ήταν το «Βασίλειο της Φωτιάς», μία ταινία για δράκους και έχει μία πολύ ξεχωριστή θέση στο μυαλό μου, ως ένα πάρα πολύ μεγάλο και σημαντικό βήμα για μένα. Κατεβαίνεις όμως το πρωί να πας στο τμήμα καλλιτεχνικής διεύθυνσης της ταινίας και έχεις τον Μάθιου ΜακKόναχι να περπατάει στον δρόμο μαζί σου και τον Κρίστιαν Μπέιλ κι εσύ απλά σκέφτεσαι «ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ! ΚΟΙΤΑ ΤΟΥΣ!», και απλά λες «Γεια!» και σου λένε κι αυτοί «Γεια!» και τους προσπερνάς και πας να κάνεις την δουλειά σου. Αυτός όμως, είναι ένας πολύ περίεργος κόσμος για μένα, γιατί είμαι κι εγώ φαν διάφορων πραγμάτων προφανώς και παρόλα αυτά, είμαι σε έναν κόσμο όπου βλέπεις από κοντά όλους αυτούς τους ανθρώπους που παρακολουθείς επί χρόνια σε πραγματικά καλές ταινίες στον κινηματογράφο, είναι στ’ αλήθεια πολύ περίεργο συναίσθημα. Το “Game of Thrones” είναι επίσης κάπως έτσι, δηλαδή για μένα είναι μία ονειρική δουλειά. Βρέθηκα να κάνω κάτι που είναι το αντίστοιχο με το να σχεδιάζω Conan. Μεγάλωσα μ’ αυτά τα πράγματα, μεγάλωσα με τα βιβλία του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ και τα εξώφυλλα του “Frazetta” κι έπειτα είδα και τις δουλειές του Μπάρι Γουίνδσορ-Σμίθ και του Τζον Μπουσέμα στο “Conan”, αυτές οι εικόνες ενέπνευσαν όλων των ειδών τις ιδέες μέσα μου. Έτσι όταν δουλεύω στο “Game of Thrones”, γίνεται ένα project που είναι σαν όλα αυτά τα στοιχεία να “πετάγονται” μέσα σε ένα μεγάλο μιξ, και είναι φανταστικό! Αυτό όμως σημαίνει επίσης πως περπατάω στο πλατό και πετυχαίνω συνεχώς ανθρώπους τους οποίους έχω θαυμάσει σε κάποιες από τις αγαπημένες μου σειρές και ταινίες. Για παράδειγμα, η μέρα που έκατσα και συζήτησα με την Λένα Χέντι ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που σκέφτηκα «Ω, ΘΕΕ ΜΟΥ! ΜΟΛΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΜΑΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΛΑΩ!»  κι αυτό ήταν κάτι το τόσο φανταστικό και συνάμα περίεργο, η ζωή μου γίνεται περίεργη. Ή όπως η στιγμή μου με την Νάταλι Πόρτμαν. Δούλευα στο “Your Highness, και κατάφερα να σκηνοθετήσω ένα μικρό κομμάτι της ταινίας διότι έτυχε να βρίσκομαι στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Έτυχε λοιπόν, να πέσω πάνω στην Νάταλι Πόρτμαν και κάθομαι απλά εκεί και σκέφτομαι «ΗΤΑΝ ΣΤΟ LEON! ΘΕΕ ΜΟΥ! ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ!». Πολύ περίεργη κατάσταση για έναν φαν, είμαι ένα fan freak!

 

2002_reign_of_fire_002

ΜακΚόναχι και Μπέιλ σε σκηνή από το “Βασίλειο της Φωτιάς

ΑΠ: Άρα, η είσοδος σου στο επάγγελμα έγινε με το “Βασίλειο της Φωτιάς”;

ΓΣ: Όχι, αυτή ήταν απλώς η πρώτη μεγάλη ταινία που έκανα. Η πρώτη ταινία στην οποία δούλεψα ήταν μία ταινία με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό που λεγόταν «Εικοσιτέσσερις Ώρες στο Λονδίνο» που νομίζω πως κυκλοφόρησε κατευθείαν σε βίντεο τότε. Ήταν όμως κάτι το πολύ ενδιαφέρον να κάνεις. Έπειτα έκανα μία ταινία που λεγόταν “Puckoon”, και ήταν μία περίεργη κωμωδία του Σπάικ Μίλιγκαν και ήταν κι αυτή μία πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία διότι ήταν η εποχή που ξεκίνησα να μαθαίνω πως είναι ένα κινηματογραφικό πλατό. Οι συνεργάτες μου έλεγαν πως ήταν μία από τις χειρότερες ταινίες στις οποίες είχαν δουλέψει ποτέ και παρόλα αυτά εγώ σκεφτόμουν απλώς «ΟΥΑΟΥ! ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ! ΛΑΤΡΕΥΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ!». Πρώτα λοιπόν είχα αυτές τις συναρπαστικές εμπειρίες και μετά έκανα το «Βασίλειο της Φωτιάς».

ΑΠ: Ας μιλήσουμε λοιπόν, για τη δουλειά του καλλιτέχνη. Πηγαίνεις πάντα σε συνέδρια για κόμιξ όπως αυτό; Πιστεύεις πως είναι σημαντικό κομμάτι της δουλειάς σου ή του επαγγέλματος γενικότερα;

ΓΣ: Εμ… , κάποτε ως δημιουργός κόμιξ πήγαινα για πάρα πολύ καιρό σε τέτοια συνέδρια, ήταν η περίοδος που έκανα όντως αρκετή δουλειά σε κόμιξ. Ήρθε όμως και μία χρονική περίοδος που δεν υπήρχε τίποτα δικό μου που να εκδίδεται, τουλάχιστον όχι σε σημαντικό βαθμό. Δούλευα τότε πολύ περισσότερο σε ταινίες, κι έτσι σταμάτησα για ένα διάστημα να πηγαίνω σε συνέδρια. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο απ’το να κυκλοφορείς άσκοπα σε ένα συνέδριο και να λες “Α, εγώ κάποτε έκανα κάτι”. Παρ’όλα αυτά ανακάλυψα πρόσφατα πως, εξ’αιτίας του “Game of Thrones”, ξεκίνησα να δέχομαι πάλι αρκετές προσκλήσεις σε τέτοια συνέδρια. Έτσι ξεκίνησα να πηγαίνω και πάλι σ’αυτά και πιστεύω πως είναι ένα σημαντικό κομμάτι του επαγγέλματος το να βρίσκεσαι σε συνέδρια και να προωθείς την δουλειά σου και να βιώνεις αυτές τις εμπειρίες, γιατί κάποτε το απολάμβανα και τώρα το απολαμβάνω ξανά. Είναι όμως μία διαφορετική εμπειρία πλέον, καθώς όποτε πηγαίνω τώρα πια τείνουν να μου ζητούν να μιλήσω τόσο για τα κόμιξ όσο και για τις ταινίες, αλλά όπως είπα και πριν είναι η ίδια δεξιοτεχνία που χρησιμοποιείται έτσι κι αλλιώς.

 

2

ΑΠ: Ως καλλιτέχνης που έχει εργαστεί τόσο σε κόμιξ όσο και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, και έχοντας κάνει τόσο επιτυχημένες δουλειές, πιστεύεις πως οι σπουδές είναι κάτι το σημαντικό για έναν καλλιτέχνη;

ΓΣ: Ίσως να είμαι και το χειρότερο άτομο για να ρωτήσεις κάτι τέτοιο. Έκανα έναν προπαρασκευαστικό χρόνο στο κολέγιο και έπειτα εξαφανίστηκα και ξεκίνησα να ζωγραφίζω μόνος μου. Ζωγράφιζα τοπία και πορτραίτα. Με ενδιέφερε πολύ περισσότερο το να κάνω τη δική μου δουλειά και πίστευα τότε πως αυτό ήταν ένα πεδίο των Καλών Τεχνών, και σχεδόν δεν κατανοούσα γιατί δεν μου επιτρεπόταν να κάνω όλα όσα ήθελα να κάνω και με τον τρόπο που ήθελα να τα κάνω. Στο μυαλό μου, βλέπεις, οι καλές τέχνες έχουν να κάνουν με την ελευθερία και με την άρση κάθε περιορισμού, την δυνατότητα να κάνει ο καθένας το δικό του, αλλά το πρόβλημα είναι πως αν αυτό που θες να κάνεις είναι τα κόμιξ, τότε σε κάνουν στην άκρη. Τα κόμιξ δεν είναι αυτό το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να κάνεις τότε, αλλά η αφηρημένη τέχνη σε φτάνει μόνο μέχρι ένα σημείο. Επομένως, βρέθηκα με την ανάγκη να φύγω, να πάω να ανακαλύψω ποιος ήμουν ως καλλιτέχνης, αυτό ήταν υπερβολικά σημαντικό για μένα ώστε να επιτρέψω στον εαυτό μου να συνεχίσει να κάνει κάτι στο οποίο δεν ήταν ειλικρινής. Έτσι έφυγα και ασχολήθηκα με την τέχνη που ήθελα να ασχοληθώ. Έκανα τοπία, έκανα πορτρέτα και συνέχισα να κάνω κόμιξ. Προσπαθούσα συνεχώς τότε να βρω τον δρόμο μου σ’ αυτό το υπέροχο μέσον. Ξέρεις, τα κόμιξ είναι συναρπαστικά γιατί ο καθένας πρέπει να βρει το δικό του στυλ δουλειάς. Αυτό είναι το σημαντικότερο κομμάτι αυτού που κάνουμε και μόλις το βρούμε πρέπει να πείσουμε τους αναγνώστες να δεχτούν πως η δική μας οπτική του κόσμου ή “ενός κόσμου” είναι αποδεκτή και πως είναι μία οπτική που τους προκαλεί να την εξετάσουν. Ένα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό των κόμιξ είναι πως πρέπει να είσαι ένας ολοκληρωμένος και πολύπλευρος καλλιτέχνης. Πρέπει να μπορείς να σχεδιάσεις οτιδήποτε βρίσκεται μέσα σε ένα σενάριο που σου δίνει κάποιος. Μία πολυτέλεια που απολαμβάνουν οι άνθρωποι των καλών τεχνών τις περισσότερες φορές, είναι πως σχεδιάζουν και ζωγραφίζουν οτιδήποτε θέλουν να σχεδιάσουν ή να ζωγραφίσουν. Που είναι η πρόκληση όμως σ’ αυτό; Πρέπει να προκαλείς τον εαυτό σου συνεχώς και ένα από τα σπουδαία χαρακτηριστικά των κόμιξ είναι πως αναγκάζεσαι να προκαλέσεις συνεχώς τον εαυτό σου, και σχεδόν αηδιάζεις όταν κάτι δεν είναι όπως το θες, όταν απλά “δεν δουλεύει”, όταν το αμάξι είναι λιγότερο πιστευτό στο μάτι από τον άνθρωπο για παράδειγμα. Τα άλογα, ας πούμε, είναι δύσκολο να τα σχεδιάσεις αλλά υπάρχουν ιστορίες που για να τις κάνεις πρέπει να μάθεις να τα σχεδιάζεις και μ’ αρέσει, θαρρώ, το ποιος με οδήγησαν τα κόμιξ να γίνω. Κάποιος που δεν θα φοβόταν να σχεδιάσει το οτιδήποτε.

ΑΠ: Καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος, ας συζητήσουμε λιγάκι για το “Game of Thrones”. Πως είναι το να δουλεύει κάποιος σε μία τόσοκαταξιωμένη σειρά; Είναι θαρρώ η ερώτηση της ημέρας!

ΓΣ: (γελάει δυνατά) Ξέρεις τι; Είναι στ’ αλήθεια περίεργο, διότι αν σκεπτόμουν συνεχώς την καταξίωση της σειράς, το πιθανότερο είναι πως δεν θα μπορούσα να δουλεύω σ’ αυτή. Το νόημα είναι πως είναι και πάλι απλώς μία δουλειά, και είναι μία δουλειά που αγαπώ να κάνω. Αγαπάω να είμαι ένα μέρος αυτού του κόσμου και κατά κάποιο τρόπο με κυρίευσε, καθώς όταν ακόμα δούλευα στο πιλοτικό στάδιο της σειράς έκανα αρκετό concept art και έκανα και όλα τα storyboards για το πιλοτικό επεισόδιο της σειράς. Έτσι σχεδίασα τόσα πολλά πράγματα που κατέληξαν να είναι κομμάτι της. Επομένως, υπάρχει μία μεγάλη σφραγίδα της δουλειάς μου εξαρχής πάνω στην σειρά κι αυτό με κάνει νιώθω πάρα πολύ έντονα κομμάτι αυτής. Επίσης οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι είναι φανταστικοί. Απολαμβάνω πάρα πολύ την όλη εμπειρία, κάθε μέρα πηγαίνω και είμαι ενθουσιασμένος με την δουλειά που κάνω, μπορεί να κουράζομαι αλλά παραμένω ενθουσιασμένος. Είναι μία απ’ αυτές τις προκλήσεις στις οποίες καλείσαι να ανταποκριθείς, καθώς είσαι απόλυτα συνειδητοποιημένος πως τα σχέδια που κάνεις θα είναι πολύ σημαντικά στην αποδόμηση της κάθε σκηνής. Είναι όμως τόσο καταπληκτικό το συναίσθημα που έχεις όταν βλέπεις την σειρά και αυτό που σχεδίασες λειτουργεί σωστά στην οθόνη, και μπορείς να αναγνωρίσεις το κομμάτι σου σ’ αυτό που βλέπεις, τον τρόπο με τον οποίο βοήθησες να συμβούν οι σκηνές που παίζουν. Α! Για μένα είναι η καλύτερη δουλειά στον κόσμο, πέρα από την σκηνοθεσία δηλαδή.

 

ΑΠ: Αυτό με οδηγεί ωραία στην επόμενη μου ερώτηση. Έχεις δοκιμάσει ή σκεφτεί να δοκιμάσεις ποτέ να εμπλακείς σε κάποιο άλλο επίπεδο της κινηματογραφικής διαδικασίας;

ΓΣ: Αυτό είναι όλο το θέμα όταν κάνεις κάποιο απ’ αυτά τα πράγματα. Νομίζω πως εξαιτίας του ότι μπορείς να ελέγχεις τον κόσμο του κόμιξ στο οποίο δουλεύεις, θέλεις να ελέγχεις και τις κινηματογραφικές δουλειές στις οποίες παίρνεις μέρος. Κάτι που μου συνέβη όταν δούλευα με τον αδερφό μου στο “Rogue Rocket” (Εταιρία παραγωγής κινουμένων σχεδίων), ήταν πως μου έρχονταν συνεχώς όλο και περισσότερες ευθύνες, και εν τέλει κατέληξα να γράφω. Σε εκείνο το στάδιο δεν ήξερα καν ακόμα πως μπορούσα να γράψω, είχα περάσει τόσο καιρό δουλεύοντας με συγγραφείς στα κόμιξ που είχα κάνει, αλλά βρέθηκα σ’ αυτή τη θέση όπου έγραφα σενάρια τα οποία γινόντουσαν δεκτά για τα πρότζεκτ πάνω στα οποία δουλεύαμε και μετά αυτό με οδήγησε στο να γράψω και κάποια σενάρια για ταινίες. Από τότε έχω γράψει πολλά προσχέδια που έφτασαν όλο και πιο κοντά στα τελικά στάδια παραγωγής. Ήμουν μάλιστα, σε έναν διαγωνισμό με μία Κινηματογραφική Επιτροπή από την Βόρειο Ιρλανδία, ο οποίος είχε 500 διαγωνιζόμενους περίπου, και έφτασα μέχρι την τελική πεντάδα με ένα από τα σενάρια μου, και ήταν αρκετά ωραίο που έφτασα τόσο μακριά. Ένα από τα καλύτερα πράγματα που αποκόμισα ήταν πως ενθαρρύνθηκα να συνεχίσω να ασχολούμαι περισσότερο με αυτή την πλευρά των πραγμάτων, έτσι έφτιαξα μία ταινία μικρού μήκους και έκανα και διάφορες διαφημίσεις και κάποια μουσικά βίντεο, και το ενδιαφέρον είναι πως όλα αυτά προέκυψαν από τον κόσμο των κόμιξ στον οποίο βρισκόμουν, διότι κατέληξα να δημιουργώ αυτά τα πράγματα και να κάνω το storyboard και να καταλαβαίνω ακριβώς τι ήθελα να δω στην οθόνη και έτσι απλά να τα γυρνάω. Έτσι, αυτό θα ήταν και το επόμενο μέρος στο οποίο θα ήθελα να οδηγηθώ με την δουλειά μου, να σκηνοθετήσω τη δική μου ταινία μεγάλου μήκους, γιατί και πάλι, πρόκειται απλώς για ένα πολύ μεγάλο κόμιξ.

 

king-robert-baratheon-robert-baratheon-king-of-westeros-concept-art-got-s2

Ο Robert Baratheon κραδαίνει την πολεμική του Σφύρα πάνω από τον νεκρό Rhaegar Targaryen

 ΑΠ: Ε βέβαια.

 ΓΣ: (γελάει)

ΑΠ: Επομένως, όσον αφορά την δημιουργική ελευθερία του καλλιτέχνη, ποιος απ’ όλους τους χώρους στους οποίους έχεις δουλέψει, τα Κόμιξ, ο κινηματογράφος ή η τηλεόραση θα έλεγες πως είναι καλύτερος;

ΓΣ: Πρέπει να πω, μάλλον τα κόμιξ, γιατί πιστεύω πως ο οποιοσδήποτε έχει περισσότερη ελευθερία να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο, η ιστορία είναι δική του και μπορεί να το κάνει με πάρα πολύ λίγα χρήματα, κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, δουλεύοντας επί ώρες. Δεν θα έχει σημαντική κοινωνική ζω αλλά θα ζει την ζωή του καλλιτέχνη, θα δουλεύει την ιστορία του και πιστεύω πως όταν όλα όσα κάνει κάποιος σε μία ιστορία είναι δικά του, αυτό μπορεί να του προσφέρει μία απόλυτη αυτοπραγμάτωση και αυτό είναι ένα μοναδικά υπέροχο συναίσθημα. Είναι διαφορετικό όταν κάποιος δουλεύει στον κινηματογράφο και έχει κι έναν καλό μισθό και τα λοιπά. Γιατί όσο περισσότερα χρήματα εμπλέκονται, τόσο καταλήγει κανείς σε έναν κόσμο με περισσότερο έλεγχο πάνω του. Έχω δουλέψει και με τους δύο τρόπους, και προφανώς ο καθένας θέλει να βγάζει χρήματα, είναι ωραίο να νιώθει κανείς πως η δουλειά του αναγνωρίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά προσωπικά θα προτιμούσα να κάνω την δουλειά που μ’ αρέσει να κάνω. Αυτή τη στιγμή δουλεύω σε μία ιστορία με βρικόλακες που αποτελείται από έξι μέρη και την οποία δουλεύω αποκλειστικά στον δικό μου χρόνο γιατί ασχολούμαι μ’ αυτή στο ενδιάμεσο από τις εργασίες μου στον κινηματογράφο. Την απολαμβάνω πραγματικά όμως, γιατί και πάλι, είμαι εγώ και ο κόσμος τον οποίο δημιουργώ, και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος όταν το κάνω αυτό. Μ’ αρέσει να γράφω τις ιστορίες όσο μ’ αρέσει και να τις σχεδιάζω, επομένως πρόκειται για έναν πολύ πιο ελεύθερο κόσμο. Οι περισσότερες κινηματογραφικές δουλειές που περιλαμβάνουν χρήματα, περιλαμβάνουν επίσης και άλλες ιδέες που έρχονται από άλλους ανθρώπους και κάποιες φορές δεν είναι ολοκληρωτικά δικό σου το αποτέλεσμα, επομένως ξέρεις εξαρχής πως μπαίνεις σε έναν κόσμο συμβιβασμών. Όταν κάνεις ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού απαιτούνται λιγότεροι συμβιβασμοί και όταν κάνεις δικές σου ταινίες μικρού μήκους συνήθως μπορείς απλά να κάνεις τις κινηματογραφικές ιστορίες που θες. Αλλά και πάλι υπάρχουν προβλήματα όπως το να βρεις τους ηθοποιούς που θες, υπάρχουν παραπάνω παράμετροι που παίζουν ρόλο κι έτσι όλα καταλήγουν μία μετάφραση της αρχικής ιδέας, η μετάφραση του ηθοποιού ή η μετάφραση του παραγωγού ή του οποιουδήποτε. Καταλήγει να είναι ένας διαφορετικός αγώνας, αλλά το αγαπώ κι αυτό ξέρεις, βρίσκω πως τελικά πρόκειται για μία πλευρά των πραγμάτων που την απολαμβάνω στ’ αλήθεια. Ξοδεύω βέβαια, αρκετό χρόνο δημιουργώντας δικά μου πράγματα, είτε αυτά είναι κόμιξ είτε ξεχωριστά έργα. Είχα τέσσερις εκθέσεις τα τελευταία δύο χρόνια που είχαν να κάνουν τόσο με την δουλειά που κάνω στον κινηματογράφο όσο και με την δική μου δουλειά. Ταυτόχρονα έχω και ένα τεράστιο project με αγγέλους που δουλεύω εδώ και καιρό, δεν ξέρω από που προέκυψε, δεν είναι τίποτα το θρησκευτικό, αυτό είναι σίγουρο, είναι απλά η ανάμιξη μου σε κάτι το φιλοσοφικό και κατέληξε να γίνεται ένα αρκετά μεγάλο καλλιτεχνικό βιβλίο. Το σημαντικό είναι πάντως πως πρόκειται για την δουλειά που κάνω τα βράδια όταν γυρνάω σπίτι από την δουλειά μου και κάθομαι και απλώς χάνομαι μέσα σ’ αυτή. Κάτι ακόμα που μ’ αρέσει σ’ αυτό που κάνουμε ως τέχνη είναι πως μπορούμε να παράγουμε τις δικές μας δημιουργίες συνεχώς, δηλαδή μπορεί να κάθεσαι απλώς σε ένα καφέ με ένα τετράδιο και να δημιουργήσεις μία αρχική ιδέα που θα σε κρατήσει για το υπόλοιπο του χρόνου. Είναι κάτι το φανταστικό! Είναι μία καταπληκτική μορφή έκφρασης και αν μπορέσουμε να παλέψουμε το χρηματικό πρόβλημα για να μπορούμε κάπως να ζούμε, εάν ας πούμε βρούμε κάποιον που απλώς να μας πετάει χρήματα (γελάει), τότε πρόκειται για έναν φοβερό τρόπο να ζει κανείς. Όλα μπορούν να γίνουν σκαλοπάτια, παράγεις την αρχική δουλειά και αν είναι καλή σου ζητούν να κάνεις κι άλλα κομμάτια του κόσμου σου, και δουλεύεις περισσότερο στην ιδέα που θέλεις και εξερευνάς περισσότερο τους χαρακτήρες που δημιουργείς και συνεχώς ανανεώνεις την τέχνη σου και προκαλείσαι ξανά και ξανά για όλο και καλύτερα σχέδια, και όσο περισσότερες σελίδες κάνεις τόσο περισσότερο μαθαίνεις και τόσο καλύτερος γίνεσαι. Για μένα, αυτός είναι ένας κόσμος στον οποίο αγαπώ να ζω.

10834295_689495237814328_1016933696_o

 

ΑΠ: Τώρα, ως τελευταία ερώτηση για σήμερα, στην ομιλία σου πριν δύο μέρες, ανέφερες πως καθώς μεγάλωνες σου φαίνονταν ένας απρόσιτος κόσμος το να μπορεί κανείς να δουλεύει στα Κόμιξ, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, και πως ποτέ σου δεν περίμενες πως θα κατέληγες να δουλεύεις κι εσύ εκεί. Τελικά όμως έφτασες αυτόν τον απρόσιτο κόσμο. Θα έλεγες πως ο κόσμος αυτός είναι προσιτός και για ένα νεαρό καλλιτέχνη εδώ στην Ελλάδα;

ΓΣ: Θεέ μου, ναι! Τα πάντα είναι προσιτά σε όλους πλέον. Είναι απλά θέμα του να εξασκείται κάποιος αρκετά, και να κατανοεί τι είναι αυτό που απαιτείται από αυτόν. Ο χώρος του κινηματογράφου όμως είναι ένας κόσμος όπου ο οποιοσδήποτε που θέλει να μπει σ’ αυτόν μπορεί να το κάνει και έχει μία ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι καλός σε κάτι. Μπορεί να είναι σε έναν πολύ μικρό ρόλο, και εάν το καταφέρει, θα έχει και μία δεύτερη ευκαιρία και μετά μία τρίτη και ούτω καθεξής. Είναι στ’ αλήθεια ένας κόσμος με σκαλοπάτια και το θέμα είναι πως οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να καταλήξει σ’ αυτό τον κόσμο. Βέβαια, ενώ μπορούμε όλοι να εισχωρήσουμε στο κομμάτι που θα μας άρεσε να βρισκόμαστε, πρέπει να είναι κανείς σκληρός και διατεθειμένος να δουλεύει γελοιωδώς πολλές ώρες και να επενδύει στ’ αλήθεια τον εαυτό του σ’ αυτή τη δουλειά. Αυτό το κομμάτι δεν είναι για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που πίστευα πως θα ήταν πραγματικά πολύ καλοί στον κινηματογράφο, αλλά απέτυχαν διότι δεν μπορούσαν να αντέξουν την πίεση – και υπάρχει άφθονη πίεση. Ξέρω πως εδώ στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν φτιάξει τις δικές τους ταινίες, δεν ξέρω πως τις οργανώνουν, αλλά απλώς τις φτιάχνουν. Έχοντας επισκεφτεί το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, μίλησα με πολλούς νέους δημιουργούς που έκαναν ταινίες τότε, και αυτή η εμπειρία μου παρείχε μεγάλη έμπνευση γιατί με έκανε να θέλω να κάνω περισσότερα δικά μου πράγματα. Προσπαθώ να οργανώνω τις δικές μου ταινίες μικρού μήκους έτσι ώστε να έχουν τον ελάχιστο δυνατό αριθμό χαρακτήρων και να μπορώ να τις φτιάχνω πιο εύκολα. Μεγάλο μέρος της δουλειάς που γίνεται σε τέτοιες ταινίες τείνει να είναι βασισμένο σε χάρες, σε ανθρώπους που κάνουν ό, τι κάνουν απλώς από ενδιαφέρον. Πιστεύω λοιπόν, πως αυτό είναι ένα κομμάτι που ο οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να το κάνει. Οι κάμερες σήμερα, οι ψηφιακές, μας έχουν φέρει σε ένα σημείο όπου μπορούμε να γυρίσουμε ταινίες σε υψηλής ευκρίνειας βίντεο, όπως αυτό που έχουν οι περισσότερες Canon. Είναι φανταστικό! Έχω δει δουλειές από φοιτητές που με ενέπνευσαν και ήταν ένα πολύ ανατριχιαστικό συναίσθημα το να είσαι επαγγελματίας του χώρου και να παράγεις μεγάλες ταινίες και να βλέπεις φοιτητές να κάνουν τόσο καλή δουλειά που να συνειδητοποιείς πως “Πρέπει να φάω μία κλοτσιά και να βγω έξω να φτιάξω κάτι!”. Διότι έχεις όλες αυτές τις ιδέες και το μόνο πράγμα που σε σταματάει είναι ο εαυτός σου. Αγαπάω αυτό που κάνω, αγαπώ τη δουλειά μου από τότε που ξεκίνησα να φτιάχνω κόμιξ, και είναι θαρρείς και ολόκληρη η ζωή μου είναι τόσο μπλεγμένη μέσα στην δουλειά μου, που ό, τι κι αν πέρασα, τα πάνω και τα κάτω, τις περιόδους χωρίς χρήματα ή τις περιόδους που το στρες ήταν έντονο, κάθε μέρα μπορούσα να πάω στο τετράδιο μου και μπορούσα να αλλάξω τη μέρα μου, την εβδομάδα μου, μπορούσα να αλλάξω τη χρονιά μου και όλο βασίζονταν στο τι μπορούσα να βγάλω από μέσα μου. Μπορεί κάποιος να ασχοληθεί με το σκίτσο ή μπορεί να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και εγώ δεν βλέπω καμία σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εμπνέονται να το κάνουν και απλά χρειάζεται να τους βρεις πιστεύω. Είναι όπως οι συνεργασίες στα κόμιξ, μ’ αρέσει να κάνω όλη την δουλειά από μόνος μου, απλά μ’ αρέσει, θέλω να είμαι σίγουρος πως όλα τα σημάδια ενός έργου είναι δικά μου. Η παραδοσιακή οδός, όμως, όπου άλλος κάνει «μολύβωμα» και άλλος μελάνωμα, η οποία μας ήρθε από την Αμερική είναι επίσης μία προσέγγιση της δουλειάς μέσω της οποίας κερδίζεις πολύ καλές συνεργασίες και κάποιοι άνθρωποι είναι πιο καλοί σε κάποια πράγματα από άλλους και κάποιες φορές αυτό είναι καλό και η δουλειά τελειώνει στον μισό χρόνο έτσι. Αυτό που θέλω να πω είναι πως είναι τόσα πολλά αυτά που μπορούν να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας σ’ αυτούς τους δύο κόσμους και πως αυτό το συναίσθημα το να θέλεις να βγεις έξω και να αφήσεις το σημάδι σου σε κάτι είναι αυτό που μας ενώνει, και πιστεύω πως αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο.

ΑΠ: Σας ευχαριστώ πολύ!

ΓΣ: Εγώ σας ευχαριστώ!

* Φωτογραφίες Αλέξανδρου Παπαγιάγκου και Will Simpson: Λυδία Δούκα




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑