Σκηνοθεσία: Βάλτερ Σάλες
Παίζουν: Σαμ Ράιλι, Γκάρετ Χέντλαντ, Κρίστεν Στιούαρτ
Διάρκεια: 124’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Στον δρόμο»
Τον Αύγουστο του 1948, ο Τζακ Κέρουακ έγραφε στο προσωπικό του ημερολόγιο για μία ιδέα που του είχε σφηνωθεί επίμονα στο μυαλό. Ένα μυθιστόρημα με τον λιτό αλλά ιδιαίτερα περιγραφικό τίτλο «On the Road». Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο Κέρουακ άντλησε έμπνευση από τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες που αποκόμισε από επτά έτη συνεχών περιπλανήσεων και μετακινήσεων στην αμερικανική ενδοχώρα. Η συγγραφή του θρυλικού ημί-αυτοβιογραφικού του μυθιστορήματος ολοκληρώθηκε το 1951, η έκδοσή του όμως έμελλε να καθυστερήσει άλλα έξι χρόνια. Το «On the Road», μία ελεγεία στην ανεξέλεγκτη γοητεία του δρόμου και της φυγής, θεωρήθηκε κορωνίδα και «βίβλος» της beat generation. Μία ιστορία για νέους ανθρώπους που πνιγόμενοι από τον ασφυκτικό συντηρητισμό της εποχής επέλεξαν να ζουν σε μία ομίχλη παραισθήσεων, εξαρτήσεων, καταχρήσεων και ηδονισμού. Οι Τζακ Κέρουακ, Νιλ Κάσαντι, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Ουίλιαμ Μπάροουζ και οι λοιποί τους φίλοι και συνοδοιπόροι, σίγουρα μπορούν να περηφανεύονται ότι όρθωσαν ανάστημα άρνησης κάθε είδους κομφορμισμού και με καμάρι φόρεσαν τη σκούφια του τρελού και του απροσάρμοστου.
Ο ίδιος ο Κέρουακ, όντας σεσημασμένος σινεφίλ, είχε από πολύ νωρίς οραματιστεί την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματός του. Με το που βγήκε μάλιστα στην κυκλοφορία το «On the Road», είχε αποστείλει γράμμα στον Μάρλον Μπράντο προτείνοντάς του να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου, χωρίς όμως να λάβει ποτέ απάντηση. Τα δικαιώματα του βιβλίου αγοράστηκαν τελικά το 1979 από τον Φράνσις Φόρντ Κόπολα, ο οποίος όμως ποτέ δεν κατόρθωσε να γράψει κάποιο σενάριο που να τον ικανοποιεί. Το φίδι από την τρύπα κλήθηκε τελικά να βγάλει ο Βάλτερ Σάλες, αποδεχόμενος την πρό(σ)κληση του Κόπολα να αναλάβει να φέρει σε πέρας μία πραγματικά πολύ δύσκολη αποστολή. Διότι η κινηματογραφική μεταφορά του «On the Road» ανέκαθεν θεωρούταν ένα κινηματογραφικό project υψηλού κινδύνου, εξαιτίας της ακραία ντελιριακής και θραυσματικής φύσης του μυθιστορήματος. Ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης πάντως, είχε πολλά και αξιομνημόνευτα γαλόνια στο βιογραφικό του προκειμένου να λάβει το τιμητικό αυτό χρίσμα. Ο Σάλες έχει διαπρέψει πολλάκις στο είδος των road movies, πολύ νωρίτερα μάλιστα από το ευρείας απήχησης «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», του 2004. Αρχικά, με το τραχύ και μελαγχολικό «Ξένη γη» (Foreign Land / Terra Estrangeira, 1995) και λίγο αργότερα, με το τρυφερό και γλυκό «Κεντρικός σταθμός» (Central Station / Central do Brasil, 1998).
Πράγματι, οι αρχικές σκηνές δίνουν ελπίδες πως ο Σάλες θα ρουφήξει ως το μεδούλι τις ιστορίες των ανθρώπων που ρούφηξαν ως το μεδούλι τη ζωή. Μετά από μικρές δόσεις ιδρωμένης τζαζ, μεθυσμένου ή/και μαστουρωμένου παραληρήματος, πριαπισμού για ζωή και σάρκα, είμαστε έτοιμοι να ξανοιχτούμε στον αχανή και απέραντο «δρόμο». Δυστυχώς όμως, με το βγαίνει η ταινία στον δρόμο, παθαίνει λάστιχο και δεν κουβαλά καν μαζί της ρεζέρβα. Οι στάσεις και οι προορισμοί μοιάζουν περισσότερα με μηχανιστικά tags στο Facebook, κάτι σαν «καρτ-ποσταλικές» αφηγήσεις ενός συναρπαστικού ταξιδιού, του οποίου τη γοητεία δεν καταφέρνει να αποδώσει ο αφηγητής. Όσο διαρκούν το ταξίδι και η περιπλάνηση, πιάνουμε τους εαυτούς μας μεν να χαζεύουμε από το παράθυρο αλλά όχι και να χάσκουμε μαγεμένοι, με ανοιχτό το στόμα. Ο δρόμος, μία έννοια ούτως ή άλλως ισοπεδωτικά σαγηνευτική, αντί να βρίσκει την κορύφωσή της, εξασθενεί, ξεθωριάζει και σχεδόν καταλήγει να χάνεται.
Το στοιχείο πάντως που λείπει κραυγαλέα από την ταινία είναι η τόσο ενδιαφέρουσα στο μυθιστόρημα ανθρωπό-γεωγραφία. Η Αμερική των πολλαπλών όψεων και αντιφάσεων. Η Αμερική την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου, γεμάτη τσακισμένες ψυχές που δεν τους ξέρουν πού πατούν και πού βρίσκονται. Η Αμερική στην οποία μαίνεται μία λυσσαλέα μάχη μεταξύ δύο κόσμων. Ο παλιός κόσμος που παλεύει να σκοτώσει το έμβρυο του νέου που κυοφορείται μέσα του. Ο νέος κόσμος που κλωτσά και θέλει να τρυπήσει την κοιλιά του παλιού που τον καταπιέζει. Αν σας φαίνονται ενδιαφέροντα όλα τα παραπάνω, δείτε καλύτερα το πρόσφατο «The Master» του Πολ Τόμας Άντερσον, διότι στο «On the Road» δεν πρόκειται να τα βρείτε. Ένα παθιασμένο ταξιδιωτικό ημερολόγιο είναι ίσως η πολυτιμότερη κινηματογραφική ύλη. Αρκεί να ταιριάξει με μία σκηνοθεσία εξίσου παθιασμένη. Αντί επιλόγου, θα κλείσουμε με τη διασημότερη ίσως ρήση του βιβλίου του Κέρουακ. Μάλλον την έχετε διαβάσει ή την έχετε ακούσει κάπου, κάπως, κάποτε. Δεν πειράζει, επανάληψις μήτηρ πάσης μαθήσεως. «Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται ή δεν λένε κοινότυπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά…»
Υγ: ψέματα, αντί επιλόγου, θα κλείσουμε με την τελική τοποθέτηση για την Κρίστεν Στιούαρτ διότι πολλοί πιστοί αναγνώστες μας έχουν ζητήσει να λάβουμε μία οριστική θέση. Είναι ή δεν είναι σέξι τελικά; Η τελική ετυμηγορία σύσσωμης της συντακτικής ομάδας του site (ή τουλάχιστον η δική μου) είναι η εξής. Σε δεξιώσεις, γκαλά, τελετές, πρεμιέρες, συνεντεύξεις, δεν μας κάνει την παραμικρή εντύπωση. Όπως όμως εμφανίζεται στο «On the Road», δηλαδή ξοδεμένη, ταλαιπωρημένη, εξαντλημένη, ξεπλυμένη, χλομή και παρατημένη, ομολογούμε πως είναι από αρκετά ως και πολύ σεξουαλική. Αυτά.