Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν
Παίζουν: Μπρους Ντέρν, Γουίλ Φόρτε, Τζουν Σκουίμπ
Διάρκεια: 121’
Έτος παραγωγής: 2013
Η απόσταση και ο χρόνος είναι μεγέθη σχετικά, παρά το ότι είναι μετρήσιμα. Είναι έννοιες βιωματικές παρά την αντικειμενικότητά τους. Όπως ισχύει δηλαδή στην περίπτωση του γερό-μεθύστακα Γούντι και του, χωρίς φιλοδοξίες γιου του, Ντέιβι. Η απόσταση που χωρίζει την πόλη Μπίλινγκς στην πολιτεία της Μοντάνα από την πρωτεύουσα της Νεμπράσκα, το Λίνκολν, είναι 1.477 χιλιόμετρα και 330 μέτρα ακριβώς -τουλάχιστον, σύμφωνα με το ψάξιμο που έκανα. Για αυτούς τους δύο όμως, η απόσταση αυτή είναι η γέφυρα για κάτι πολύ σημαντικότερο.
Για τον Γούντι, είναι η τελευταία αναλαμπή ονείρου που θα έχει προτού πεθάνει. Η στερνή προσπάθεια να κυνηγήσει κάτι μέχρι τέλους. Για τον Ντέιβι, είναι μόνη ευκαιρία να ανακαλύψει γεγονότα θαμμένα στο παρελθόν. Να καταλάβει το πώς και το γιατί της ασχήμιας που έβλεπε από μικρό παιδί να τον περιβάλει. Για τους δυο μαζί, είναι ο μόνος τρόπος να έρθουν για πρώτη φορά ο ένας κοντά στον άλλο. Ένα ολότελα παράλογο road movie στην αμερικάνικη ενδοχώρα των μεσοδυτικών πολιτειών ξεκινά. Μία γλυκιά μπαλάντα δρόμου, γεμάτη ειλικρινή τρυφερότητα. Αυτή που δεν έχει ανάγκη να φαίνεται στη βιτρίνα γιατί θα εμφανιστεί τη στιγμή που πρέπει.
Ο Γούντι λοιπόν, είναι απόλυτα πεπεισμένος πως έχει κερδίσει ένα εκατομμύρια δολάρια, ενώ δεν έχει κερδίσει απολύτως τίποτα. Είναι μάλιστα τόσο πεπεισμένος που είναι ικανός να ξεκινήσει κούτσα κούτσα με τα πόδια για το Λίνκολν, προκειμένου να εισπράξει τα κέρδη του. Πιθανότατα, είναι άπληστος και φιλοχρήματος. Το κάθε άλλο, θα μας ξεκαθαριστεί αυτό εξαρχής. «Δεν ήξερα καν πως αυτό το κάθαρμα ήθελε να γίνει εκατομμυριούχος», μονολογεί η γκρινιάρα γυναίκα του. Ο Γούντι τα έχει ελαφρώς χαμένα, αλλά ταυτόχρονα, για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολύ καιρό -αν όχι και γενικά- έχει κάτι συγκεκριμένο κατά νου.
Ως τώρα, έχει δεχτεί τη ζωή περίπου όπως του ήρθε. Δεν ακολούθησε κάποιο όνειρο, δεν όρθωσε ανάστημα, δεν πάλεψε να αλλάξει τη μοίρα του. Άφησε τη φθορά, τη ματαιότητα και την απογοήτευση να τον αγκαλιάσουν. Δεν μίλησε ποτέ για όσα τον βάραιναν, δεν μοιράστηκε ποτέ τίποτα από όλα εκείνα που κρατούσε μέσα του. Λίγο πριν το τέλος, επειδή ακριβώς το συναισθάνεται, τον κυριεύει μία έκλαμψη επιθυμίας. Αποκύημα της φαντασίας, παιχνίδι του μυαλού, σημάδι γεροντικής άνοιας, πείτε το όπως θέλετε, αλλά να θυμάστε πως κάθε όνειρο ξεκινά από μία σπίθα «ψέματος». Όσο δεν μετακινούμαστε από την «αλήθεια», τόσο θα ζούμε μονάχα στο πλαίσιό που αυτή ορίζει.
Κάπου μεταξύ της αφετηρίας και του τελικού προορισμού, το αληθινό κέντρο του ταξιδιού. Η γενέτειρα και το παρελθόν. Μία εσωτερική περιπλάνηση πίσω στον χρόνο και στην απογοήτευση. Ο Αλεξάντερ Πέιν αγαπάει τους ήρωές του και τους το δείχνει αφήνοντάς τους να είναι όσο απωθητικοί θέλουν. Τους επιτρέπει να είναι όπως είναι, απλώς να υπάρχουν, χωρίς κανένα καλλωπισμό. Τους αφήνει στην ησυχία τους, να επικοινωνούν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν. Με την πλήρη έλλειψη επικοινωνίας. Τους ενθαρρύνει να βγάλουν όλη τη μικροπρέπειά και τον εκνευρισμό τους. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα μετρήσει ιδιαίτερα, τίποτα δεν θα είναι τόσο σημαντικό. Όλα παραγράφονται και όλα προσπερνιούνται σε αυτούς τους ξεχασμένους τόπους. Η βαρεμάρα, η ανία, η ομοιομορφία επιδρούν και στα αισθήματα αναπόφευκτα.
Ο Πέιν φτιάχνει πανέμορφα ασπρόμαυρα πορτρέτα ακινησίας και σιωπής που μας λένε τα πάντα. Σαν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, από τους οποίους αφαιρέθηκε το χρώμα. Με τη συνδρομή της υπέροχης φωτογραφίας του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, φτιάχνει ένα κόσμο γεμάτο συναισθηματική ξεραΐλα, όπου κατά τρόπο παράδοξο, τα πάντα είναι εξόχως συναισθηματικά. Με σφήνες χιούμορ που χαλαρώνει την ένταση και με μία κομψότητα και χάρη που συνοδεύει τα πάντα. Διότι αλλιώς, η μοναξιά και η στεναχώρια θα γίνονταν αβάσταχτες. Με την απεραντοσύνη των τοπίων και το αχανές του ορίζοντα να αλληλεπιδρούν με τα πιο λεπτά και αδιόρατα αισθήματα των ανθρώπων.
Όπως προείπαμε, ο χρόνος και η απόσταση μικραίνουν και μεγαλώνουν ανάλογα με το τι νιώθουμε. Και κάποιες φορές, μια στάλα στιγμές, λίγα μέτρα και κάποια βλέμματα μπορεί και να αναπληρώσουν για μια ολόκληρη ζωή που πέρασε χωρίς να αγγίξει.