Σκηνοθεσία: Βάλτερ Σάλες
Πρωταγωνιστούν: Φερνάντα Τόρες, Σέλτον Μέγιο, Φερνάντα Μοντενέγκρο
Διάρκεια: 136′
Ένα από τα χαρακτηριστικά της συμβατικής ιστοριογραφίας είναι να αψηφά την επίδραση των καθοριστικών γεγονότων στη διαμόρφωση των προσωπικών αφηγήσεων, προσπερνώντας κάπως υποτιμητικά την αλληλεξάρτηση του συλλογικού και το ατομικού, τη διαπλοκή της μεγάλης Ιστορίας με τις μικρές ιστορίες του κάθε ανθρώπου. Αυτό το σφάλμα έρχονται συχνά πυκνά να διορθώσουν η λογοτεχνική και κινηματογραφική αφήγηση όταν ρίχνουν τα δίχτυα τους στην Ιστορία. Κι αυτό γιατί η ελευθερία που διαθέτουν στον τρόπο που διηγούνται το ξεδίπλωμα των γεγονότων τούς επιτρέπει με μεγαλύτερη άνεση να προσεγγίσουν τον άρρηκτο δεσμό ανάμεσα στις ευρείες κοινωνικοπολιτικές κοσμογονίες με τα ιδιωτικά ορόσημα μιας οικογένειας. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά και το I’m Still Here, όπου ο πολύπειρος Βραζιλιάνος σκηνοθέτης επιστρέφει έπειτα από σιωπή 12 ετών για να τιμήσει τη μνήμη του βουλευτή και αγωνιστή Ρούμπενς Πάιβα, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν μετά τη σύλληψή του τον Ιανουάριο του 1971 από μέλη της Αεροπορίας της Βραζιλίας, με το όνομά του να προστίθεται στη μεγάλη λίστα των «εξαφανισμένων» του στρατιωτικού καθεστώτος.
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Μαρσέλο Ρούμπενς Πάιβα, νεότερου γιού του Ρούμπενς με την αφήγηση να εστιάζει στη Γιουνίς, τη σύζυγο του βουλευτή, η οποία, έπειτα από την εξαφάνισή του, καλείται στην ουσία να επανεφεύρει τον εαυτό της, καθώς προσπαθεί να διαχειριστεί τα όσα συμβαίνουν. Ο αγώνας της πρωταγωνίστριας και το ανένδοτο πείσμα της να μάθει την αλήθεια για τη μοίρα του άνδρα της ίσως στην αρχή φαντάζουν μια ολότελα χαμένη υπόθεση, μια μοναχική επανάσταση καταδικασμένη να πέσει στο κενό, όσο όμως η ταινία μάς βυθίζει στον ζόφο ενός ασφυκτικού καθεστώτος που δεν λογοδοτεί πουθενά, τόσο η προσωπική στάση της Γιουνίς μοιάζει να εξυψώνεται ως κάτι υπέρτερο και ιερότερο από μια προσωπική επιλογή: ένα υπόδειγμα στάσης και τοποθέτησης απέναντι στην Ιστορία, ικανό να αφήσει το κοινωνικό του αποτύπωμα και να γίνει εργαλείο διεκδίκησης και φορέας ιστορικής μνήμης.

Ο Σάλες χωρίζει υφολογικά το έργο του σε δύο διακριτά μέρη, με κεντρικό σημείο αναφοράς τη σύλληψη του Πάιβα. Στο πρώτο ξεδιπλώνει τη ζωή πριν την τραγωδία. Καλοκαίρι στις αχανείς παραλίες του Ρίο ντε Τζανέιρο, πάρτι, μπιτς βόλεϊ, βρεγμένα μαλλιά, σπίτι πάνω στο κύμα, παγωτά, η μικρή κόρη που βγάζει το πρώτο της δόντι, η μεγαλύτερη που γιορτάζει την είσοδο στην ενήλικη ζωή. Στιγμές που καταγράφονται σε φωτογραφίες και φιλμ super 8, οι οποίες ξάφνου ενδύονται με μια πικρή αποστολή, μακριά από τη ρομαντική προδιάθεση. Διότι κανείς δεν φαντάζεται ότι σε λίγο καιρό οι φωτογραφίες αυτές θα είναι το μόνο τεκμήριο μιας ζωής που χάθηκε ανεπιστρεπτί, μιας ευτυχίας που χτυπήθηκε και διαρρήχθηκε εν μια νυκτί. Μια ακράδαντη υλική απόδειξη πώς ο «εξαφανισμένος» ήταν κάποτε άνθρωπος με σάρκα και οστά, με το δικό του χαμόγελο, τις δικές του γκριμάτσες, τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο να περπατά.
Πριν ο Ρούμπενς μετατραπεί σε ένα ακόμα ψηφίο του αθροίσματος των «εξαφανισμένων», πριν το καθεστώς αποφασίσει πως η ύπαρξη του πρέπει να βυθιστεί οριστικά στη λήθη, το φθαρτό υλικό του φιλμ κατάφερε να διασώσει κάποιες στιγμές ενόσω αυτός ο άνθρωπος ήταν ακόμα εκεί. Κάπως έτσι η ίδια η διαδικασία ακόμα και της πιο αδέξιας ή ερασιτεχνικής κινηματογράφησης εξυψώνεται από τον Σάλες ως μια ουσιαστική πράξη διαφύλαξης της μνήμης. Τα σημάδια ωστόσο είναι εκεί: ένα στρατιωτικό ελικόπτερο που πετάει απειλητικά πάνω από τη θάλασσα την ώρα που η Γιουνίς κολυμπά και ατενίζει τον ουρανό, δυο μεταγωγικά που περνούν από την παραλιακή γεμάτα στρατιώτες λίγο πριν ο πατέρας θάψει στην άμμο το δοντάκι της κόρης του. Σημάδια, θραύσματα και σκόρπια προμηνύματα που υποδηλώνουν πώς ο κλοιός γίνεται ολοένα πιο σφιχτός.

Ένα απόγευμα, ενω το ζευγάρι παίζει αμέριμνο τάβλι στο σαλόνι, άντρες αγνώστων λοιπών στοιχείων εισβάλλουν στο σπίτι και αρπάζουν τον Ρούμπενς για ανάκριση, ενώ δυο-τρεις από αυτούς μένουν στο σπίτι να επιτηρούν την οικογένεια. Στις επίμονες ερωτήσεις της Γιουνίς για το ποιόν και την ταυτότητά τους, η μόνη απάντηση που θα εισπράξει είναι το χυδαία ειρωνικό «με τη παραψυχολογία». Από εκείνο το σημείο θραύσης και έπειτα, το ύφος της αφήγησης αλλάζει διαρκώς, ενόσω γινόμαστε μάρτυρες των ψυχολογικών μεταπτώσεων της Γιουνίς και των παιδιών της, που βλέπουν την ζωή τους να ανατρέπεται όχι με έναν κρότο αλλά με έναν παρατεταμένο λυγμό, καθώς βυθίζονται στο μαρτύριο της μάταιης ελπίδας. Κάπου εδώ, η Φερνάντα Τόρες παίρνει τα ηνία της αφήγησης ενσωματώνοντας οργανικά όλες τις οριακές ψυχικές καταστάσεις που βιώνει ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος σε ένα βασανιστικό μεταίχμιο ανάμεσα στη σταδιακή συμφιλίωση με τη σκληρή αλήθεια και την άρνησή της να ενδώσει στις επιταγές ενός καθεστώτος που της επιτάσσει να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να σκαλίζει την αλήθεια.
Μια κομβική σκηνή, με πολλαπλούς συμβολισμούς, καταφθάνει όταν η Γιουνίς πληροφορείται πως ο άντρας της είναι νεκρός. Αφότου ξεσπάσει σε λυγμούς, θα σκουπίσει τα δάκρυά της και, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, θα πάρει τα παιδιά της για παγωτό. Ο προορισμός τους μας είναι ήδη γνωστός, αφού το ίδιο μαγαζί είχε επισκεφθεί η τότε ανέμελη οικογένεια και στην αρχή της ταινίας. Ωστόσο, ενώ ο χώρος, το περιβάλλον και τα όσα διαδραματίζονται εκεί παραμένουν φαινομενικά απαράλλαχτα, στην πραγματικότητα τα πάντα είναι διαφορετικά, με τη δεύτερη σκηνή να συμπυκνώνει τα συλλογικά και ατομικά τραύματα, θαρρείς χωρίζοντας μια ολόκληρη χώρα στα δύο, στα λίγα τετραγωνικά του μαγαζιού. Σε αυτό το άλλοτε χαρωπό οικογενειακό τελετουργικό συνυπάρχουν δύο Βραζιλίες: εκείνη που φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εξαφανίστηκε δίχως ίχνη, παρέα με αυτή που στέκει ακόμη αλώβητη μπροστά στη θηριωδία και στον πόνο.

Λίγο αργότερα, η Γιουνίς παίρνει την απόφαση να γραφτεί στη Νομική, θέλοντας ξεκινήσει η ίδια μια προσωπική έρευνα για τη τύχη του συζύγου της. Ενώ θα περίμενε κανείς πως οι φήμες για τον θάνατό του θα κλόνιζαν τον αγώνα της, αντίθετα εκείνες τον θρέφουν και τον κάνουν να θεριέψει. Η Γιουνίς, πέρα από μια οριστική απάντηση, απαιτεί και για τον δικό της νεκρό έναν λυτρωτικό αποχαιρετισμό: ένα σώμα, μια κηδεία, ένα πένθος που δεν μείνει ανολοκλήρωτο και ατελές, έναν θρήνο χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους. Όσο η τύχη του Ρούμπενς παραμένει άγνωστη, όσο δεν επιβεβαιώνεται επίσημα ο θάνατός του, ακόμα κι αν οι ελπίδες είναι κατά βάση ουτοπικές, οι εκκρεμότητες θα παραμείνουν ανοιχτές, αφήνοντας μιαν ανεπούλωτη πληγή που καθιστά αδύνατο έστω και ένα μικρό βήμα προς τα εμπρός.
«Πότε τον έθαψες;», θα ρωτήσει δεκαετίες μετά μία από τις κόρες του Ρούμπενς τον νεότερο αδελφό της. «Έναν με ενάμιση χρόνο μετά» θα αποκριθεί εκείνος, συνοψίζοντας την οδυνηρή, μακρόσυρτη ψυχική οδύνη στην οποία υποβάλλονταν οι οικείοι των εξαφανισμένων, την «παραψυχολογία» όπως την είχε αποκαλέσει η γλώσσα της εξουσίας ήδη από τη πρώτη νύχτα της σύλληψης. Θα χρειαστεί να περάσουν 25 ολόκληρα χρόνια μέχρι η Γιουνίς –που ασχολείται πλέον με την υπεράσπιση των αυτόχθονων πληθυσμών ως δικηγόρος– να πάρει στα χέρια της αυτό για το οποίο αγωνίστηκε: τη λύτρωση ενός θανάτου. Βρισκόμαστε στο 1996 και η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί προ πολλού . «Δεν πιστεύετε πως είναι άχρηστο να ασχολούμαστε με το παρελθόν;», θα τη ρωτήσει μια δημοσιογράφος. «Το κάθε άλλο», θα απαντήσει εκείνη λακωνικά. Πράγματι, η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη.