Σκηνοθεσία: Πατρίσιο Γκουσμάν
Διάρκεια: 90’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Νοσταλγώντας το φως»
Έτος παραγωγής: 2011
Έρημος Ατακάμα, στα βόρεια της Χιλής, σε υψόμετρο 3.000 μέτρων, τόπος συνάθροισης για αστρονόμους από ολόκληρο τον πλανήτη. Μέσα από τον φακό ενός γιγάντιου τηλεσκόπιου, οι επιστήμονες εξερευνούν τα μυστικά του ουρανού. Στην Ατακάμα, η ατμόσφαιρα είναι τόσο κρυστάλλινη και διαυγής που κάνει τον κόσμο μας να μοιάζει άγνος και αμόλυντος. Παρατηρώντας κανείς τα αστέρια, σε αυτή τη μυσταγωγική εσχατιά της Γης, νιώθει πως μπορεί να εντοπίσει την αφετηρία και το φινάλε του σύμπαντος, να αγγίξει την αστερόσκονη από την οποία φτιάχτηκαν όλα και στην οποία θα καταλήξουν τα πάντα. Λες και τα μυστήρια της ύπαρξης έχουν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, πρόθυμα να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε όλα τα προαιώνια και άλυτα ερωτήματα.
Στην έρημο Ατακάμα, δεν συναντά κανείς μονάχα αστρονόμους. Ευδοκιμούν, επίσης, οι γεωλόγοι, οι οποίοι διαβάζουν στα πετρώματα και στο χαρακωμένο έδαφος την ιστορία της εξελικτικής πορείας του ανθρώπινου είδους. Το μέρος βρίθει, επίσης, από αρχαιολόγους και ανθρωπολόγους, οι οποίοι μελετούν τα ευρήματα χαμένων πολιτισμών και αλλοτινών εποχών, που αναδύονται στο φως μέσα από τη σκόνη του χρόνου. Μαζί τους, όμως, έρχονται στην επιφάνεια και διάσπαρτοι καλοδιατηρημένοι ανθρώπινοι σκελετοί, που ξετρυπώνουν από τα πιο πυκνά σκοτάδια. Οι κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου Ατακάμα ευνοούν τη μουμιοποίηση των πτωμάτων που δεν βρήκαν χώρο στα επίσημα κιτάπια της Ιστορίας, που θάφτηκαν εκεί για να βυθιστούν στη λησμονιά, να μείνουν μακριά από την κοινή θέα.
Οι ιθαγενείς που σφαγιάστηκαν ανηλεώς από τους κονκισταδόρες. Οι ανθρακωρύχοι που άφησαν την τελευταία τους πνοή εργαζόμενοι σε φρικτές κι απάνθρωπες συνθήκες. Οι αγνοούμενοι ενός χυδαίου καθεστώτος που τυλίχτηκαν σε ένα σάβανο σιωπής. Παραδίπλα, μαζί με τους αστρονόμους, τους γεωλόγους και τους αρχαιολόγους, περιφέρονται και κάποιες -αταίριαστες στη γενική εικόνα- ηλικιωμένες γυναίκες. Είναι οι σύζυγοι, οι αδερφές και οι μητέρες των θυμάτων της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ. Σε αυτό το απόκοσμο τοπίο απεραντοσύνης, στη γη των ψιθύρων και του ανέμου, το εκτυφλωτικό φως μπλέκεται με το πιο βαθύ έρεβος.
Ο Χιλιανός ντοκιμαντερίστας Πατρίσιο Γκουσμάν αποτελεί μία sui generis περίπτωση κινηματογραφιστή. Όχι επειδή τα ντοκιμαντέρ του δεν βασίζονται στη στείρα καταγραφή γεγονότων, ούτε αποπνέουν ατμόσφαιρα ρεπορτάζ, ακροβατώντας ανάμεσα στην τεκμηρίωση και στη μυθοπλασία. Αλλά επειδή το έργο του υφαίνει ένα αδιόρατο νήμα που συνδέει το υπερβατικό με το χειροπιαστό, το ανοίκειο με το προσιτό, το μεγαλειώδες με το ταπεινό. Το Νοσταλγώντας το φως (2011), σε αντίθεση με το (μεταγένεστερό του, παρά το ότι βγήκε νωρίτερα στις ελληνικές αίθουσες) Μαργαριταρένιο κουμπί (2015), εκκινεί από ένα τόπο άνυδρο και όχι από την αγκαλιά του νερού, όμως ο τελικός προορισμός παραμένει ο ίδιος. Η μήτρα και ο πυρήνας, τα κενά ανάμεσα στις κουκίδες, η χαρτογράφηση του χάους, η προέλευση της φρίκης.
Ο Γκουσμάν δεν καταφεύγει σε κάποια κοινότυπη πολιτική καταγγελία, ούτε αρκείται σε πατενταρισμένες συναισθηματικές επικλήσεις. Αντίθετα, μέσα από μία δύσβατη διαδρομή που συνδέει τους μακρινούς γαλαξίες με το αιματοβαμμένο χώμα, διατρέχει την Ιστορία και μελετά εξονυχιστικά κάθε της χνάρι, μπουσουλώντας στη σκόνη και ατενίζοντας τα αστέρια. Αφουγκράζεται ένα πένθος καταδικασμένο να μείνει ανολοκλήρωτο και λειψό, στοχάζεται για τον πόνο και την απώλεια, διερωτάται πώς συμβαδίζει η ομορφιά του κόσμου με την ασχήμια και τη χυδαιότητα των ατιμώρητων εγκλημάτων, απορεί απέναντι στην εφευρετικότητα που επιδεικνύει ο άνθρωπος κάθε φορά που διολισθαίνει στη βία, πλάθει ένα μέλλον που ανατρέχει στο παρελθόν για να βρει κάθαρση και λύτρωση. Πάνω απ’ όλα, ξορκίζει τη λήθη και προσκαλεί τη συλλογική και ατομική μνήμη: το αβάσταχτο κι οδυνηρό της φορτίο, τη φευγαλέα της φύση, το αθάνατο αλλά και εύθραυστο υλικό της. Και μας βυθίζει σε ένα παραμύθι στυγνού και μαγικού ρεαλισμού. Εκεί όπου τα όνειρα και οι εφιάλτες μαθαίνουν να πορεύονται μαζί.