What's On Arcadia (2024)

28 Ιανουαρίου 2025 |

Arcadia (2024)

Σκηνοθεσία: Γιώργος Ζώης

Πρωταγωνιστούν: Βαγγέλης Μουρίκης, Αγγελική Παπούλια, Έλενα Τοπαλίδου, Νικόλας Παπαγιάννης

Διάρκεια: 99′

Μια γυναίκα ξαπλωμένη στα πίσω καθίσματα ενός αυτοκινήτου, σχεδόν κοιμισμένη, προσπαθεί μάταια με το χέρι της να βγάλει τις γόβες που φαίνονται κολλημένες στα πόδια της. Λίγο μετά, το αμάξι σταματά ξαφνικά σε μια λασπουριά στη μέση του πουθενά, και ο άνδρας βγαίνει ζαλισμένος αποζητώντας αέρα. Σε μια μικρή λακκούβα στην άκρη στέκουν παρατημένα δυο παλιά, τσακισμένα μποτάκια. Έτσι μας υποδέχεται το Arcadia, ως μια παράδοξη αντιπαραβολή ανάμεσα στα δύο αυτά ζευγάρια παπούτσια. Το πρώτο, που δεν λέει να ξεκολλήσει από τα πόδια του ανθρώπου που τα φορά και το δεύτερο, που έχει αποκοπεί οριστικά από τη ζωή, έχοντας αφεθεί μονάχο στην άκρη του δρόμου, έρμαιο του χρόνου, της λήθης και της φθοράς.

Ένα ζευγάρι γιατρών, ο Γιάννης (Βαγγέλης Μουρίκης) και η Κατερίνα (Αγγελική Παπούλια), οδηγούν προς τον τόπο ενός τροχαίου δυστυχήματος, έξω από μια παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη που δεν κατονομάζεται ποτέ, όπου ο άνδρας θα κληθεί να αναγνωρίσει το ένα από τα θύματα. Από αυτό το φαινομενικά συμβατικό σημείο εκκίνησης, ο Γιώργος Ζώης και η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, η οποία συνυπογράφει το σενάριο, θα δημιουργήσουν σταδιακά έναν μυστηριώδη, φασματικό και μονίμως υποφωτισμένο κόσμο, για να υφάνουν τελικά μια σπουδή στον θάνατο, στον έρωτα, στο πένθος, ή ακόμα και στον ίδιο τον έρωτα ως πένθος και οιονεί θάνατο.

Σε αυτό το ασταθές έδαφος καλείται ο χαρακτήρας του Βαγγέλη Μουρίκη να διαχειριστεί μια ξαφνική απώλεια, η οποία παράλληλα είναι μια εξίσου απρόσμενη και επίπονη ερωτική ματαίωση, μιας και η ταινία προσεγγίζει τον θάνατο όχι τόσο στην ονομαστική του αξία αλλά περισσότερο συμβολικά, ως την πλέον ακραία και αμετάκλητη πράξη αποχωρισμού. Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο κεντρικός ήρωας είναι κάθε άλλο παρά μόνος. Το ξεφτισμένο παραθαλάσσιο θέρετρο στο οποίο εγκαθίσταται προσωρινά μέχρι να ξεκαθαρίσουν οι  λεπτομέρειες του τροχαίου δυστυχήματος (σαν επιστροφή στον τόπο του τραύματος και μιας διπλής ανοιχτής πληγής), βρίθει από ανθρώπους με αντίστοιχες ιστορίες, που προσπαθούν μάταια να διαχειριστούν το πένθος τους.

Το Arcadia είναι πάνω απ’ όλα μια ιστορία φαντασμάτων. Φαντασμάτων όχι μονάχα με τη συνήθη μεταφυσική χρήση του όρου, ως απρόσκλητες παρουσίες των νεκρών στον κόσμο των ζωντανών, αλλά μέσα από πιο ανοιχτή έννοια που συνδέει άρρηκτα τα δύο σύμπαντα. Εδώ, ο κάθε ζωντανός σέρνει μαζί του, χωρίς να το γνωρίζει, έναν νεκρό με τον οποίο δεν έχει κλείσει ακόμα τις συναισθηματικές του εκκρεμότητες. Αυτή η αδυναμία συμφιλίωσης με το παρελθόν, αυτό το ανείπωτο τραύμα που κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος, λαβώνει όλο και πιο βαθιά τους ζωντανούς, κάνοντάς τους να φαίνονται πιο φαντάσματα κι από τα φαντάσματα, πιο νεκροί κι από τους νεκρούς που κουβαλούν σαν βαρίδια από πίσω τους. Κάπως έτσι, η απόσταση ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και εκείνον των πεθαμένων θολώνει  – «αυτοί μας στοιχειώνουν, όχι εμείς αυτούς» λέει χαρακτηριστικά ένα από τα φαντάσματα, που η βασική τους διαφορά από τους ζωντανούς αποτυπώνεται μέσα από το πανέξυπνο εύρημα με τα παπούτσια, μια φαινομενικά μικρή αλλά τόσο δεσμευτική συνθήκη ανελευθερίας. Δεμένοι ερήμην τους με αυτά, είναι πλέον ανίκανοι να ορίσουν οι ίδιοι τον βηματισμό τους, καθώς άγονται και φέρονται ως αναμνήσεις ή ως προβολές των άλλων στο παρελθόν, στα λάθη, στις ενοχές που δεν κλείνουν τόσο εύκολα. 

Στην άκρη της μικρής πόλης βρίσκεται ένα μπαρ χαμένο στη φύση, με το χαρακτηριστικό όνομα Αρκάντια, το οποίο ίσως και να απηχεί το ποιητικό «et in arcadia ego», έναν στίχο του Βιργιλίου με νόημα αντίστοιχο του λατινικού «memento mori». Με άλλα λόγια, μια διαρκής υπενθύμιση δηλαδή πώς ο θάνατος –ή ο όποιος άλλος αποχωρισμός– είναι νομοτελειακά αναπόφευκτος, όπως αποτυπώνεται και σε αυτόν τον μυστηριακό τόπο: τη μεταιχμιακή Αρκαδία που εδρεύει στον κόσμο των Ιδεών. 

Το Αρκάντια κατοικείται εναλλάξ από ζώντες και τεθνεώτες, καθώς οι πρώτοι ξοδεύουν εκεί τις μέρες τους πασχίζοντας να ξεχάσουν, ενώ οι δεύτεροι σπεύδουν εκεί τις νύχτες και παλεύουν να λυτρωθούν,  επιστρέφοντας προσωρινά στο σώμα τους και καταφεύγοντας στον «μικρό θάνατο» του οργασμού. Οι δύο αυτές διαστάσεις, παρότι συνυπάρχουν χωρίς διακριτή απόσταση μεταξύ τους, αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να δηλώσουν η μία στην άλλη την κοινή τους ανάγκη, τον κοινό τους γόρδιο δεσμό. 

Κάπου εκεί, ο Γιώργος Ζώης μάς χαρίζει απλόχερα δύο σπουδαίες σκηνές ανθολογίας για το ελληνικό σινεμά. Η πρώτη, όταν η φωνή της Αλέκας Κανελλίδου θαρρείς εισβάλλει στην αφήγηση για να δηλώσει σπαρακτικά: «άσε με να φύγω σε παρακαλώ / όλο και πιο λίγο κάθε μέρα ζω» συμπυκνώνοντας τον διακαή πόθο της ζωής. Η δεύτερη, όταν οι πεθαμένοι αποκτούν λαλιά, εκλιπαρώντας ο ένας μετά τον άλλον «άσε με να πάω», μέσα από ένα πολυφωνικό θρηνητικό μοιρολόι, που συνυφαίνει το στοιχείο της εντοπιότητας με τους weird απόηχους της ταινίας. 

Αυτή η ανάγκη που μοιράζονται οι δύο κόσμοι, η οποία εκφράζεται στον πυρήνα της με παραπλήσιες λέξεις-διατυπώσεις («άσε με να φύγω» / «άσε με να πάω») είναι που πυροδοτεί τη συναισθηματική ένταση του ανικανοποίητου και του ατελούς. Παρά το γεγονός πως και οι δυο μεριές αποζητούν το ίδιο, είναι ανίκανες να το προσφέρουν η μία στην άλλη, καθώς εκκινούν από διαφορετική αφετηρία. Σε αυτό το πλαίσιο, γινόμαστε μάρτυρες της καταβύθισης του κεντρικού ήρωα στα προσωπικά του σκοτάδια, η οποία σε πρώτο χρόνο μοιάζει με άλμα στο κενό, αλλά σταδιακά ξεπροβάλλει ως μια γενναία απόπειρα κάθαρσης από εμμονές, εθισμούς και επιλογές που οδήγησαν τη ζωή του στην ολοκληρωτική παρεκτροπή. 

Αυτή η έντονη γλυκόπικρη αίσθηση που αφήνει πίσω του το Arcadia συνδέεται με τον υπαινιγμό ότι τα πρώτα στάδια της πολυπόθητης λύτρωσης καταφθάνουν όταν αρχίσει κανείς να βλέπει τη ζωή ως μια αλληλουχία αποχωρισμών. Χειροπιαστών και επίπονων, όπως το φευγιό ενός ανθρώπου που θα θέλαμε να κουβαλάμε για πάντα μαζί μας. Ή αμιγώς συμβολικών, μα εξίσου επώδυνων. Σαν δυο παλιά και τσακισμένα μποτάκια που στέκουν στην άκρη του δρόμου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑