What's On Queer (2024)

21 Ιανουαρίου 2025 |

Queer (2024)

Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο

Πρωταγωνιστούν: Ντάνιελ Κρεγκ, Ντρου Στάρκι, Τζέισον Σουόρτσμαν, Λέσλι Μάνβιλ

Διάρκεια: 137΄

Πόλη του Μεξικού, αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Γουίλιαμ Λι, αρρενωπός και τσίλικος μα συγχρόνως τσαλακωμένος, κάθιδρος και ξέπνοος, περιφέρει τη μοναξιά, τη θλίψη και τον πανικό του στα καταγώγια και στις κακόφημες περιοχές. Περιτριγυρισμένος από διάφορες σκιώδεις περσόνες, εξοστρακισμένες και αυτοεξόριστες την ίδια στιγμή, σαν μια άτυπη κοινότητα απάτριδων Αμερικανών που ξεβράστηκαν σε έναν μη-τόπο φτηνιάρικης ηδονής, ο Λι μοιάζει κυριευμένος από μια ανίκητη μανία που δεν καταλαγιάζει ποτέ.

Το σαράκι και τα δαιμόνια που τον σιγοτρώνε μονάχα φαινομενικά αποτυπώνονται στις λάγνες ορμές και στην αχόρταγη σεξουαλική επιθυμία. Ο Λι δεν υποφέρει από καταπιεσμένο ομοερωτισμό, ούτε από κάποια αίσθηση απόρριψης. Αντιθέτως, ο Λι ταξιδεύει στη μοναχική επικράτεια του queerness, που έχει μεν συνδεθεί άρρηκτα με την ομοφυλοφιλία, αλλά στην πραγματικότητα εκτείνεται κάπου πολύ βαθύτερα και αχαρτογράφητα. Στην αφόρητη δυσκολία σύνδεσης και επικοινωνίας με τον περιβάλλοντα χώρο, στην αυτοκαταστροφική αντιπαλότητα ακόμη και με τον ίδιο σου τον εαυτό, στη μονίμως αταίριαστη διάθεση, στην παρέκκλιση από τη νόρμα.

Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ έγραψε τη νουβέλα Queer ως άτυπη συνέχεια του Junkie  –ο Γουίλιαμ Λι δεν είναι μόνο ο κοινός ήρωας των δύο βιβλίων, αλλά και το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μπάροουζ στην αρχική έκδοση του Junkie– αλλά κατέληξε να την εκδώσει περίπου 30 χρόνια αργότερα, όταν το όνομα και η φήμη του είχαν πλέον γιγαντωθεί. Στο Queer, ο Μπάροουζ βυθίζει το alter ego του σε μια συνθήκη σαφώς πιο βασανιστική, καθώς τον απογυμνώνει από το «προστατευτικό» κουκούλι του εθισμού και του ακαταλόγιστου.

Ο Γουίλιαμ Λι του Queer, όπως αποτυπώνεται και από τον Ντάνιελ Κρεγκ (θα επανέλθουμε αναλυτικά στην ερμηνεία του λίγο παρακάτω), σε αντίθεση με εκείνον του Junkie, υφίσταται την κατάρα της πλήρους αυτογνωσίας ακόμη και στις πιο χαμηλές του στιγμές, όπως γίνεται πέρα για πέρα αντιληπτό από την πιο συγκινητική ίσως σκηνή της ταινίας: ένα κλιμακούμενης έντασης κοντινό πλάνο, ένα λυπητερό, μίζερο και μοναχικό τριπάρισμα, χωρίς απατηλές ψευδαισθήσεις ή ανεδαφικές προσδοκίες, με ένα βλέμμα που βαλσαμώνει την αυτολύπηση.

Ο Λούκα Γκουαντανίνο, που ουδέποτε μπήκε στη διαδικασία να καμουφλάρει την έμφυτη ροπή του προς έναν κάποιο εκλεκτικισμό, τυλίγει το Queer από την πρώτη κιόλας στιγμή σε ένα κουκούλι τεχνητής καλλιέπειας, που δεν παύει να υπερτονίζει τις στουντιακές καταβολές του (η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη θρυλική Τσινετσιτά). Τα παραμορφωτικά φίλτρα, η κορεσμένη χρωματική παλέτα, τα χτυπητά φασματικά εφέ. Οι πειραγμένοι δεύτεροι ρόλοι – ο Τζέισον Σουόρτσμαν σαν μακρινός απόηχος του Άλεν Γκίνσμπεργκ και η κυριολεκτικά αγνώριστη Λέσλι Μάνβιλ σαν σαμάνος της ψυχεδέλειας. Η (φανερά συζητήσιμη) παρείσφρηση πασίγνωστων τραγουδιών με όρους φινιρισμένης βίντεο κλιπ αισθητικής στο υποβλητικό πρωτότυπο score των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος. Ο σκοπίμως φαρσικός τόνος στο τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας.

Κατά τρόπο παράδοξο αλλά όχι παράλογο, οι μπόλικες χασμωδίες στην τονικότητα και η συχνά ανοικονόμητη αφηγηματική ρότα δεν προκύπτουν τόσο από την προσφυγή του Γκουαντανίνο στην προκάτ υπερβολή όσο από το χαλινάρι που βάζει κάθε φορά που είναι να διασχίσει τα όρια: ένας φασμπιντερικός τόνος κυοφορείται ως πρόθεση κάπου στο βάθος, σαν απόμακρη ηχώ, χωρίς όμως να βγαίνει ποτέ ολοκληρωμένος στην επιφάνεια.

Ο Ντάνιελ Κρεγκ, φορτωμένος με τα γαλόνια ενός cast-against-type ρόλου (εφόσον βέβαια ταυτίσουμε τον «τύπο» του αποκλειστικά με το 007 παρελθόν του) που θα τον οδηγήσει λογικά μέχρι τις οσκαρικές υποψηφιότητες, ισορροπεί με λεπτότητα ανάμεσα στον ιστριονικό πανικό και το εσωτερικευμένο αυτομαστίγωμα, αποδίδοντας έναν άνθρωπο που ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γλιστρήσει στο απόλυτο κενό, δίχως να διολισθαίνει ποτέ στην καρικατούρα (μια παγίδα που πάντα καραδοκεί ύπουλα σε αντίστοιχες περιστάσεις).

Ωστόσο, ο αληθινά απαιτητικός ρόλος στην ταινία δεν είναι άλλος από τον Γιουτζίν Άλερτον του Ντρου Στάρκι. Φτιαγμένος από τα πιο αδιαφανή υλικά, δοτικός και απόμακρος σε ισόποσες δόσεις, χειριστικός σκακιστής (διόλου τυχαίο το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της παρτίδας σκάκι) του ερωτικού passive aggressive και «συναινετικά αποπλανημένος», ο Άλερτον –χάρη στη μετρονομημένη και αδιανόητα πειθαρχημένη ερμηνεία του Στάρκι– παραμένει μέχρι την ύστατη στιγμή ένα άλυτο ανθρώπινο αίνιγμα.

Η αναζήτηση του ψυχοτρόπου φυτού γιάχε (ευρύτερα γνωστού ως αγιαουάσκα) στα βάθη της ζούγκλας, παρότι εύλογα φαντάζει ανά στιγμές παράταιρη και ουρανοκατέβατη, κατά βάθος συμπυκνώνει το δράμα και την πλάνη που βιώνει ο κεντρικός ήρωας. Έχοντας αποδώσει ιδιότητες πανάκειας στην τηλεπάθεια που υποτιθέμενα πυροδοτεί το γιάχε, ο Λι αναζητά σε εναλλακτικούς κόσμους τη λύτρωση που αδυνατεί να βρει ολόγυρά του: είναι η στερνή του ελπίδα να «τρυπώσει» κυριολεκτικά κάτω από το δέρμα μιας συντροφικότητας και αγάπης που (θα συνεχίσουν να) του διαφεύγουν, επιβιώνοντας μονάχα ως απομεινάρια μιας εμμονής. Σε ένα αδειανό δωμάτιο. Σε ένα γερμένο σώμα. Στα φαντάσματα των κορμιών που κουρνιάζουν μαζί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑