Nomadland

Σκηνοθεσία: Κλόι Ζάο

Παίζουν: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στράδερν, Λίντα Μέι, Σουάνκι

Διάρκεια: 108′

Το φαινόμενο, ιδίως τα τελευταία χρόνια, είναι κάθε άλλο παρά σπάνιο. Πολλές μικρές πόλεις της αχανούς αμερικανικής ενδοχώρας παραδίδονται στην παρακμή μόλις μπει λουκέτο στην όποια πλουτοπαραγωγική πηγή (στη συνηθέστερη περίπτωση κάποιο εργοστάσιο) τροφοδοτεί την επιβίωση μιας ολόκληρης κοινότητας. Φανταστείτε, λοιπόν, μια τέτοια πόλη, κάπου στις ερημιές της Νεβάδα, η οποία όχι απλώς φυτοζωεί μετά το κλείσιμο του τοπικού ορυχείου, αλλά σβήνεται εξ ολοκλήρου από τον χάρτη.

Διότι ακόμη και ο ταχυδρομικός κώδικας της κωμόπολης του Εμπάιρ, τρόπον τινά το δακτυλικό αποτύπωμα του κάθε τόπου, διαγράφηκε μονοκονδυλιά (όπως μας ενημερώνει η εισαγωγή της ταινίας), σαν χνάρι που το έσβησε ο άνεμος. Οι πόλεις και οι τόποι, όμως, δεν είναι μονάχα γεωγραφικές συντεταγμένες. Είναι οι κοσμηματοθήκες όπου οι άνθρωποι φυλάσσουν τις πιο πολύτιμες αναμνήσεις τους. Είναι το σημείο διασταύρωσης του βιωμένου χρόνου που επανέρχεται ολοζώντανος και του μέλλοντος που έχει ήδη μετατραπεί σε ανάμνηση. Και όσο η φλόγα της θύμησης μένει ζωντανή, οι τόποι και οι άνθρωποι συνεχίζουν να υπάρχουν.

Το Nomadland της Κλόι Ζάο, με τις αποσκευές του φορτωμένες με αμέτρητα βραβεία, προεξάρχοντος του Χρυσού Λέοντα στη Βενετία, βασίζεται στο βιβλίο Nomadland: Surviving America in the 21st Century της Αμερικανίδας δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ, ένα οδοιπορικό από ιστορίες και μαρτυρίες των νομάδων της σύγχρονης αμερικάνικης ιστορίας. Άνθρωποι σαν σκιές, με ξεχασμένη αφετηρία και αδιευκρίνιστο προορισμό, που εμφανίζονται φευγαλέα σε αυτοκινητοδρόμους, πάρκινγκ και βενζινάδικα προτού εξαφανιστούν στον ανοιχτό ορίζοντα.

Μεσήλικες και ηλικιωμένοι, εν μέρει θιασώτες ενός ελεύθερου τρόπου ζωής χωρίς δεσμεύσεις, εν μέρει ναυαγοί μιας ζωής που ξεβράστηκε στα βράχια κάποιας μεγάλης συμφοράς ή ατυχίας. Πολύ συχνά –σίγουρα πιο συχνά απ’ όσο θα ήθελε να παραδεχτεί η επίσημη βιτρίνα μιας κοινωνίας πολλών ταχυτήτων- περιπλανώμενες ψυχές που αφέθηκαν στην τύχη τους από ένα δομικό και αξιακό σύστημα που θεωρεί ότι οι παράπλευρες απώλειες και οι ανθρώπινες αστοχίες είναι μέρος του παιχνιδιού και κομμάτι του ευρύτερου παζλ.

Η Φερν, που κοντοζυγώνει τα 60 της χρόνια, πενθεί όχι μόνο για τον σύζυγο που έχασε πρόσφατα, αλλά και για μια ολόκληρη ζωή που θαρρείς εξαϋλώθηκε παρέα με το σφραγισμένο ορυχείο του Εμπάιρ. Καβάλα στο τροχόσπιτό της, στο οποίο έχει στριμώξει τα πιο πολύτιμα συναισθηματικά της υπάρχοντα, περιδιαβαίνει τους ατελείωτους δρόμους των δυτικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ, αναζητεί καταφύγιο στη διαφυγή, μετρά το εμβαδόν της ζωής σε χιλιόμετρα και όχι σε τετραγωνικά μέτρα. Αποδημώντας από μεροκάματο σε μεροκάματο και από τη μία προσωρινή εργασία στην επόμενη, η Φερν αποκηρύσσει την ταμπέλα της άστεγης: είναι «houseless», αλλά όχι «homeless». Μπορεί να μην διαθέτει σπίτι, τουλάχιστον με την πατροπαράδοτη έννοια του όρου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι στερημένη από σπιτικό.

Το ταξίδι της, αν και εξ ορισμού μοναχικό, δεν γίνεται ποτέ ερμητικό ή μαλωμένο με την ανθρώπινη επαφή. Στη διαδρομή που ακολουθεί, οι μοναξιές δίνουν κάθε τρεις και λίγο ραντεβού, λαχταρούν για παρέα, αγκαλιάζονται και ανταλλάσσουν τα νέα τους μακριά από την κοινή θέα, σε μέρη απροσπέλαστα από το απαίδευτο μάτι. Σε αυτή τη ζωή, η επιστροφή διαδέχεται τη φυγή, το περιοδικό γίνεται μόνιμο, το εφήμερο δίνει την υπόσχεση πως θα επαναλαμβάνεται παντοτινά.

Η Λίντα Μέι και η Σουάνκι (δύο από τα άτομα που μοιράζονται τις εμπειρίες τους στο βιβλίο της Μπρούντερ, ενσαρκώνοντας μια δραματοποιημένη εκδοχή του εαυτού τους στην ταινία), είναι πάντα εκεί, πρόθυμες να χαρίσουν το ανυπολόγιστο δώρο της φιλίας. Ο νιόφερτος Ντέιβ, από την άλλη (έξοχη η μειλίχια σκληράδα του Ντέιβιντ Στράδερν), εμφανίζεται στο προσκήνιο για να δείξει στη Φερν πως η ζωή κοιτά πάντα μπροστά θέλοντας και μη, πολλές φορές χωρίς καν να σου αφήνει επιλογή.

Το Nomadland, με indie κέλυφος και βαθιά ουμανιστικό ψαχνό, πατώντας και με τα δύο πόδια (ή μάλλον και με τις τέσσερις ρόδες) στην ιερή παρακαταθήκη ταινιών όπως το Badlands του Τέρενς Μάλικ, ψηλαφεί τη σπονδυλική στήλη της ψυχικής ραχοκοκαλιάς των ΗΠΑ. Την απεραντοσύνη του τοπίου, που ανατρέχει πιο μακριά και από την καταγεγραμμένη ιστορία, φτάνοντας μέχρι τις απαρχές του χρόνου (όπως υπονοούν οι σκηνές με τα απολιθώματα και τους δεινόσαυρους), που μοιάζει με υπόσχεση και παγίδα την ίδια ακριβώς στιγμή. Την αποστομωτική ομορφιά και την εκκωφαντική σιωπή των Great Plains, που κανείς δεν ξέρει αν περιέχουν όλες τις απαντήσεις ή απλώς καμουφλάρουν το δυσβάσταχτο κενό. Το Nomadland εξερευνά τις μυθολογικές διαστάσεις της Americana κληρονομιάς και τρυπώνει στον πυρήνα μιας μυστηριακής και ακατανόητης νοσταλγίας.

Την ίδια στιγμή, όμως, δεν υποκύπτει ούτε στη λύπηση ούτε στο παράπονο – η ματιά του είναι αδιαπραγμάτευτα τρυφερή και αφειδώς γενναιόδωρη. Ακριβώς όπως το γλυκό μειδίαμα και το γάργαρο γέλιο της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η οποία μεταμορφώνεται σε τσαλακωμένο βελούδο και καλπάζει προς το τρίτο Όσκαρ της καριέρας της, τρία χρόνια μετά τον θρίαμβο του Three Billboards Outside Ebbing, Missouri. Μια ερμηνεία γενναία και απαιτητική, όπου το πρόσωπό της μετατρέπεται σε χάρτη του αγνώστου και σε καθρέφτη που αντανακλά όλες τις αφανέρωτες συγκινήσεις, όπως έναν ανύποπτα σπαρακτικό μονόλογο.

Η εξομολόγηση της Σουάνκι στο μισοσκόταδο του τροχόσπιτου, όσο κι αν ακούγεται τραβηγμένο, φέρνει στο νου τον Ρούτγκερ Χάουερ στο Blade Runner. Σύμφωνοι, τα νεογνά χελιδόνια που γίνονται ένα με τον ορίζοντα του ποταμού δεν είναι φλεγόμενα διαστημόπλοια στις εσχατιές του Ωρίωνα, το τελικό επιμύθιο, όμως, παραμένει αναλλοίωτο. Η Σουάνκι, βαθιά ανθρώπινη ανάμεσα στα replicants που παράγει τούτος ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος, has seen things we (ordinary) people wouldn’t believe.

Αντιπαραβάλλοντας τους μοντέρνους νομάδες με τους χιλιοτραγουδισμένους πιονέρους της (θεοσκότεινης, παρά τις γυαλισμένες απεικονίσεις της) κατάκτησης του Φαρ Ουέστ, η Ζάο αφήνει να διαφανεί μια πικρή (και διακριτική) αντίφαση. Οι συνεχιστές και διάδοχοι μιας καθαγιασμένης και βαθύτατα αμερικάνικης παράδοσης δεν είναι άλλοι από τους απόκληρους και τους εξοστρακισμένους της σύγχρονης Αμερικής.

Οι καουμπόηδες του σήμερα είναι μεν φτωχοί και μόνοι, βρίσκουν όμως τον τρόπο να προφυλάσσονται από την ερημιά και την (ψυχική) εγκατάλειψη. Μολονότι στερημένοι από τους συνήθεις συνεκτικούς δεσμούς της κοινωνικής συνεύρεσης, δεν παύουν να αναζητούν το «εμείς» και το «μαζί» της συνύπαρξης, χτίζοντας σχέσεις και κοινότητες στο ατελείωτο πουθενά της αμερικάνικης ανοιχτωσιάς. Σε αυτό το σύμπαν, το αντίο εκλείπει σχεδόν αξιωματικά. Και ο οριστικός αποχαιρετισμός παραχωρεί τη θέση του στην ανανεωμένη υπόσχεση για το επόμενο αντάμωμα. Λίγο πιο κάτω. Στον δρόμο. Πάντα στον δρόμο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑