Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Παίζουν: Σον Πεν, Τιμ Ρόμπινς, Κέβιν Μπέικον, Λόρα Λίνεϊ, Μάρσια Γκέι Χάρντεν
Διάρκεια: 137’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Σκοτεινό ποτάμι»
Έτος παραγωγής: 2003
O Τζίμι, ο Ντέιβ και ο Σον. Τρία μικρά αγόρια, τρεις αχώριστοι παιδικοί φίλοι, σε μία γειτονιά της Βοστόνης. Αυτή η γειτονιά δεν είναι ένας απλός μικρόκοσμος που μεγενθύνει τα όσα διαδραματίζονται εντός του. Είναι ένα αυθύπαρκτο σύμπαν, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Και στην καρδιά αυτού του σύμπαντος κυλάει ένα Σκοτεινό ποτάμι. Το νερά του δεν μπορούν να ξεπλύνουν τις αμαρτίες των ανθρώπων, αλλά μπορούν να τις παρασύρουν μακριά. Εκεί όπου δεν είναι πια ορατές, εκεί όπου μπορούν να υποπέσουν στη λήθη, αρά να πάψουν να αληθινές, όπως δηλώνει και η ετυμολογία της λέξης. O Τζίμι, ο Ντέιβ και ο Σον είδαν την αθωότητά τους να εξαφανίζεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτά που χρειάστηκαν για να ανοίξει μία πόρτα αυτοκινήτου και να εισέλθει ο Ντέιβ στην Κόλαση, πριν καλά καλά μάθει ότι δεν υπάρχει μόνο Παράδεισος.
Η παιδικότητα είναι μονάκριβη ακριβώς επειδή δεν μπορεί να (κατα)νοηθεί σε παρόντα χρόνο. Βιώνεται μόνο ως νοσταλγική ανάμνηση, ως φιλτραρισμένη θύμηση μίας αλλοτινής ασφάλειας που δεν γίνεται να ανασυσταθεί. Το πρώτο ψήγμα νοσταλγίας είναι η πρώτη νότα του ρέκβιεμ της παιδικότητας. Ο Ντέιβ είναι λυτρωμένος από αυτή την a priori ανικανοποίητη λαχτάρα της Επιστροφής –η σοφία της ετυμολογίας, που λέγαμε και προηγουμένως. Η μόνη επιστροφή που τον περιμένει είναι η επανάληψη της φρίκης. Ο Τιμ Ρόμπινς, με τους ώμους ζαρωμένους και το βλέμμα μονίμως καρφωμένο σε κάποιο φάντασμα που εμείς αδυνατούμε να διακρίνουμε, σέρνει τα βήματά του, κουβαλά απρόθυμα την ύπαρξή του. Είναι νεκρός από τότε, απλώς το ενήλικο σώμα του αρνείται ακόμη να αποδεχτεί την πραγματικότητα.
Ο Κλιντ Ίστγουντ φτιάχνει στο Σκοτεινό ποτάμι μία αναποδογυρισμένη αρχαιοελληνική τραγωδία, όπου η Ύβρις, η Νέμεσις και η Κάθαρσις γουρλώνουν έκπληκτες μπροστά στο ανεστραμμένο είδωλό τους. Βρισκόμαστε στην πίσω όψη του καθρέφτη, εκεί όπου η Μοίρα μοιάζει πιο αναπόδραστη από ποτέ, ίσως επειδή είναι πλήρως αφημένη στα χέρια των ανθρώπων. Που πλανιούνται, σφάλλουν, αμαρτάνουν, λαθεύουν, καταστρέφουν και αυτοκαταστρέφονται συστηματικά και αμείωτα. Που δείχνουν καταδικασμένοι να υποδύονται τον ίδιο ρόλο, να φοράνε την ίδια μάσκα ξανά και ξανά, μέχρι να επέλθει το οριστικό και μη αναστρέψιμο πλήγμα. Η μόνη νίκη που ίσως να τους επιφυλάσσεται είναι η ειλικρινής αποδοχή αυτής της διαδρομής. Η σιωπηλή πιστοποίηση της άρνησης ανάληψης της ευθύνης.
Ως είθισται σε μία ταινία του Κλιντ, ένα περιστατικό φονικής αγριότητας θέτει την ιστορία σε κίνηση. Μία δολοφονία που μοιάζει ανεξήγητη, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, και λυσσαλέα αποζητά εκδίκηση και τιμωρία. Σε δεύτερο επίπεδο, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ουρανοκατέβατο σε ένα κόσμο που γεννιέται, θεριεύει, εξελίσσεται και αποσυντίθεται σε ένα αμνιακό υγρό βίας. Η βία στο Σκοτεινό ποτάμι είναι αποτέλεσμα αιτιοκρατίας και ντετερμινισμού, την ίδια ακριβώς στιγμή. Οι άνθρωποι αγνοούν τι τους οδηγεί στην αγκαλιά της, αλλά έχουν συγχρόνως πλήρη συναίσθηση ότι κάτι τους διαφεύγει. Είναι παγιδευμένοι σε μία τραμπάλα οικειοθελούς και άνωθεν τύφλωσης. Ουδείς, λοιπόν, δεν ξεφεύγει από το ριζικό του, ιδίως από το ριζικό που έχει γράψει ο ίδιος για τον εαυτό του, χωρίς να θυμάται όμως το πώς και το πότε.
Ο Κλιντ, με τέμπο που θα ζήλευε μετρονόμος και αλλεπάλληλες μικρές εκρήξεις που μας αφήνουν λίγο σακατεμένους, αλλά πάντοτε όρθιους, μας οδηγεί σε ένα φινάλε αδιανόητης κορύφωσης. Μία μέρα γιορτινή, μια παρέλαση με εμβατήρια και χαμόγελα. Μία ατμόσφαιρα που λαχταρά για δικαίωση και επιβράβευση. Κι όμως, το Σκοτεινό ποτάμι είναι σαν να έχει τρυπώσει στο υπνοδωμάτιο του Τζίμι (Σον Πεν), ο οποίος αδυνατεί να μας κοιτάξει κατάματα. Μασά τα λόγια του, αμφιταλαντεύεται, βασανίζεται, αμφιβάλλει. Έχει ανάγκη να κατηγορήσει τον εαυτό του ή μάλλον έχει ανάγκη από κάποιον που θα τον αποτρέψει ακριβώς από αυτό. Ωσότου τα κομμάτια μπουν αμετάκλητα στη θέση τους από ένα συζυγικό μονόλογο μακιαβελικού πραγματισμού.
Ο βασιλιάς δεν χρίστηκε βασιλιάς για να διστάζει. Για να περπατά με το κεφάλι να λοξοκοιτάζει προς τα πίσω. Ο βασιλιάς θα πράξει αυτό που αρμόζει σε κάθε περίσταση. Θα φανεί άδικος, σκληρός και αδίστακτος όποτε το επιτάσσουν οι συνθήκες. Δεν θα μεμψιμοιρήσει περί δικαίου και αδίκου. Δεν θα χάσει χρόνο ασχολούμενος με το παρελθόν που δεν μπορεί να ξαναγραφτεί. Δεν θα τιμωρηθεί, ούτε θα συντριβεί. Θα κυλήσει στα ίδια κρίματα, θα χάσει από τους ίδιους δαίμονες και θα προχωρήσει μπροστά. Και θα αφήσει όλους τους υπόλοιπους στη Μοίρα τους. Αυτούς που λαχταρούσαν να χαθούν, στη λύτρωση του χαμού. Αυτούς που επέδειξαν ασυγχώρητη έλλειψη αφοσίωσης, στη δίνη των ενοχών. Αυτούς που δεν λέρωσαν τα χέρια τους, αλλά έκαναν τα στραβά μάτια, σε ένα βλέμμα συνενοχής. Και η ζωή θα συνεχιστεί και θα τελειώσει όπως επέλεξε η ίδια κι όπως επέλεξαν κι αυτοί που τη ζουν.