High Fidelity (2000)

Σκηνοθεσία: Στίβεν Φρίαρς

Παίζουν: Τζον Κιούζακ, Ίμπεν Χάιλε, Τζακ Μπλακ, Τιμ Ρόμπινς, Κάθριν Ζίτα Τζόουνς

Διάρκεια: 113’

Έτος παραγωγής: 2000

Books, records, films – these things matter. Call me shallow but it’s the fuckin’ truth

Rob Gordon

Πασχίζοντας να εξηγήσεις γιατί δεν μπορείς να αντισταθείς στο High Fidelity, όσα χρόνια κι αν περάσουν: σαν να παλεύεις να βρεις επιστημονικά επιχειρήματα για να αποδείξεις ότι είναι όμορφο το ηλιοβασίλεμα. Διότι η μέρα που θα γυρίσουμε την πλάτη στο High Fidelity θα σημάνει ένα οδυνηρό τέλος δίχως την υπόσχεση μιας νέας αρχής. Διότι ο Ρομπ Γκόρντον θα έχει πάντα ανάγκη από ένα πιστό ακροατήριο για να μας εξομολογηθεί τα πάντα, οπλισμένος με σοκαριστική αυτογνωσία και ειλικρίνεια.

Για να ξαλαφρώσει και να ξαναβρεί τη χαμένη του ισορροπία. Για να τα βγάλει πέρα με τους γραφικούς και απροσάρμοστους, αιώνια πιστούς αλλά και ανυπόφορα εκνευριστικούς, φίλους του. Για να ξαναζήσει από την αρχή τις κατά φαντασίαν συντριβές που φαντάζουν βουνά και τους μικρούς ασήμαντους θριάμβους που χαρίζουν στη ζωή το αλάτι που (ενίοτε) της λείπει. Για να αποδεχτεί τις αδυναμίες του, να αυτομαστιγωθεί προσπαθώντας παράλληλα να νιώσει γοητευτικός και καταραμένος ήρωας, να μπλέξει τον σαρκασμό με τη φιγούρα, να κατακρίνει αλλά και να κανακέψει τον πληγωμένο εαυτό του.

Πάνω απ’ όλα, για να βάλει μια υποτυπώδη τάξη στη ζωή του. Όχι, δεν θα την τακτοποίησει ποτέ τόσο επιμελώς όσο τους δίσκους του, αλλά σίγουρα μπορεί να βρει τον τρόπο και το κουράγιο για να τη στρώσει λίγο καλύτερα. Εξάλλου, κατά βάθος, δεν υπάρχει λόγος για τόσο άγχος. Η ζωή θα παραμείνει αταξινόμητη, οι μνήμες ακατάταχτες, η ελπίδα και οι φαντασιώσεις ανίκητες και απροσπέλαστες απέναντι στον χρόνο που κυλά αλύπητα και στους ανθρώπους που μας περιβάλλουν (και μας νοιάζονται).

Ο Στίβεν Φρίαρς μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Νικ Χόρνμπι και χτυπά φλέβα. Φτιάχνει ένα εγχειρίδιο ανάλαφρης υπαρξιακής αναζήτησης, διάσπαρτο με ερωτικές ανασφάλειες, offbeat χιούμορ, γοητευτικές ιδιορρυθμίες (από αυτές που όλοι υπερασπίζονται στον εαυτό τους, αλλά δύσκολα ανέχονται στους άλλους), ασυγκράτητη μουσικοφιλία, αγάπη για τις εμμονές και και ονειρώδη αναπόληση.

To High Fidelity, ιδίως για όσους από εμάς το πέτυχαν σε τρυφερά νιάτα την εποχή που βγήκε στις αίθουσες, θυμίζει ημερολόγιο καταστρώματος της δικής μας ζωής, που μας υπενθυμίζει ότι οι μικροπρέπειες και ανασφάλειές μας παραμένουν εντυπωσιακά αγιάτρευτες παρά το πέρας του χρόνου. Παράλληλα, το High Fidelity διαθέτει πολλά -και πέρα για πέρα φανερά- αφηγηματικά και υφολογικά θέλγητρα. Μια on-camera αναδρομή που δεν γίνεται να μη σε συνεπάρει. Μια σχεδόν μαγική περιήγηση σε χίλια δυο μουσικά γούστα και ρεύματα από διάφορους weirdoes, για τους οποίους η μουσική σημαίνει πολλά περισσότερα από ένα χόμπι ή μια ενασχόληση. Μια αμεσότητα που δεν μοιάζει σε κανένα σημείο τεχνητή ή εκβιαστική, που δεν εκτροχιάζεται ποτέ στην παγίδα του μιμητισμού.

Το High Fidelity είναι τρυφερό και ζεστό, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση υπερβολικά γλυκανάλατο. Ναι, δεν θα υπάρξει ποτέ η σαρωτική και τέλεια αγάπη, αλλά υπάρχει η ανάγκη να βρίσκουμε καταφύγιο ο ένας στον άλλο κι αυτό δεν θα είναι ποτέ ασήμαντο ή αμελητέο. Το High Fidelity πιάνει τον σφυγμό της σύγχυσης των 30 something και διεισδύει άψογα στην ανδρική οπτική των πραγμάτων, χωρίς να γίνεται σε κανένα σημείο φαλλοκρατικό. Η ανδρική ψυχοσύνθεση απεικονίζεται τρεμάμενη και σε πλήρη σύγχυση, φορτωμένη με κουσούρια και συμπλέγματα. Από την αχόρταγη ανάγκη για επιβεβαίωση μέχρι τη σχεδόν έμφυτη τάση για κουκούλωμα και μικρό-εξαπάτηση και την παιδιάστικη ποζεριά που καταλήγει καρικατούρα μόλις τα πράγματα ζορίσουν.

Αντί επιλόγου, όπως αρμόζει στην περίσταση, ακολουθεί το top-5 με τις αγαπημένες μας στιγμές από την ταινία:

1. Προφανώς, η ασταμάτητη και απολαυστική διαδικασία με τις top-5 λίστες από κυριολεκτικά το οτιδήποτε. Top-5 χωρισμοί του Ρομπ Γκόρντον, top-5 πράγματα που του λείπουν στη Λόρα, top-5 ονειρεμένες δουλειές, top-5 τραγούδια για το πρωί της Δευτέρας, top-5 μουσικά «εγκλήματα» με δράστη τον Στίβι Γουόντερ και πάει λέγοντας.
2. Η κοτσίδα και η όλη περσόνα του Ίαν, τον οποίο υποδύεται ο Τιμ Ρόμπινς. Κυρίως, όμως, η κοτσίδα.
3. Η σκηνή όπου ο Ρομπ φαντασιώνεται πώς θα τσαλαπατήσει τον Ίαν και η αντιπαραβολή με το απόλυτα τίποτα που κάνει στην πραγματικότητα.
4. Η ανάλυση του Ρομπ για την κάποτε ιερή τέχνη του mix-tape.
5. Το Let’s get it on του Μάρβιν Γκέι σε διασκευή Τζακ Μπλακ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑