Μία άμαξα που διασχίζει ένα πάλλευκο χιονισμένο τοπίο. Ένας εσταυρωμένος, καλυμμένος με χιόνι, που στέκει στη μέση του πουθενά. Η κάμερα στροβιλίζεται σαν νιφάδα, χορεύει στον αέρα. Μας αποκαλύπτει σταδιακά τον κοκαλωμένο και απελπιστικά μοναχικό εσταυρωμένο και πλησιάζει υπομονετικά την άμαξα. Το παιχνιδιάρικο, αλλά κι απειλητικό, μουσικό θέμα του Ένιο Μορικόνε απλώνεται στο κενό και το αγκαλιάζει. Πορτοκαλί τίτλοι έναρξης λερώνουν το λευκό φόντο. Ναι, πρόκειται σαφώς για την όγδοη ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο.
Η οποία ξεδιπλώνει τις χάρες και τις εμμονές της, μέσα από μία πρωταρχική και βασική αντίθεση. Η αληθινή θύελλα δεν είναι η προφανής, αυτή που λυσσομανά και ουρλιάζει έξω. Είναι αυτή που θα ξεσπάσει εντός των τεσσάρων τοίχων του υποτιθέμενου καταφύγιου. Η πόρτα είναι σαραβαλιασμένη, θέλει πάντα δυο καρφωμένες σανίδες για να κλείσει και μια κλοτσιά για να ανοίξει (πολύ εύστροφο εύρημα), αλλά το κακό δεν θα τρυπώσει από εκεί. Το κακό φωλιάζει στο εσωτερικό, είναι προϋπάρχον και βαθύ. Δεν έχει ανάγκη από τρύπες και διαρροές.
Ο Ταραντίνο κινηματογραφεί σε σινεμασκόπ 70mm, όχι για να καταπιεί μία απεραντοσύνη, αλλά για να ανοίξει διάπλατα το κάδρο σε έναν εγκλεισμό. Να διευρύνει τις διαστάσεις του χώρου σε ένα περιοριστικά κλειστό πεδίο, όπου εκτυλίσσεται με μανιασμένο ρυθμό ένα ατελείωτο θέατρο του παραλόγου. Η αλήθεια είναι πως οι Μισητοί οκτώ βρίσκουν τον αγαπητό Κουέντιν μάλλον στο peak της αυτοπεποίθησης – φιλαυτίας του. Είναι συνειδητοποιημένα και εμφατικά ανοικονόμητος. Είναι παραδομένος άνευ περιοριστικών όρων σε ένα βερμπαλιστικό καταιγισμό. Είναι αθεράπευτα σινεφίλ, στολίζοντας την ταινία του με ατελείωτες αναφορές κι αμέτρητους φόρους τιμής. Είναι διατεθειμένος να σπαταλήσει χρόνο, διαλόγους, ολόκληρα κεφάλαια της μακροσκελούς ταινίας του, προκειμένου να απολαύσει ο ίδιος από πρώτο χέρι τους ήρωές του, τους οποίους κοιτά και ξανακοιτά με λατρεία στα μάτια.
Είναι αιματοβαμμένος και ηδονοβλεπτικά αιμοδιψής, καθώς όπως έχει πολλάκις πει, “η βία είναι το διασκεδαστικότερο πράγμα σε μία ταινία”. Είναι φαφλατάς, είναι αναμφίβολα επιδειξιμανής και ψυχαναγκαστικά στιλιζαρισμένος, αλλά κατορθώνει να μην κουράσει, για ένα και μόνο λόγο. Γιατί είναι φορέας και ταυτόχρονα αιχμάλωτος ενός χειμαρρώδους ταλέντου. Στον ρυθμό, στην εικονοπλασία, στη χαρακτηρολογία, στις ατάκες και στο χιούμορ που είναι πλέον πατενταρισμένα “ταραντινικά” και αναγνωρίσιμα από χιλιόμετρα, στον σαρκασμό, στον εγωισμό μίας φόρμας κι εντός στησίματος, που μας βγάζουν επιδεικτικά γλώσσα και δηλώνουν “σε όσους αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε”.
Αν υπάρχει πάντως ένας κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται αυτή η καταραμένη κομπανία δολοφόνων, επικηρυγμένων, συμμοριτών και σφαγέων του αμερικάνικου εμφυλίου, είναι ένας ανελέητος καγχασμός. Ο Ταραντίνο ήδη από τις δύο τελευταίες του ταινίες, το Inglourious Basterds (2009) και το Django Unchained (2012), καταδεικνύει την πρόθεση να (ξανά)γράψει την Ιστορία με τους δικούς του σινεφίλ όρους. Στο μεν πρώτο, προσδίδει θεϊκές διαστάσεις στην τέχνη του σινεμά, εμπλουτίζοντάς την με ικανότητες αναστροφής του ιστορικού ρου (ο κόσμος αλλάζει εντός μίας σκοτεινής αίθουσας, οι μυστικοί πράκτορες έχουν ως κυριότερο ατού τη σινεφιλία τους, οι μπομπίνες μετατρέπονται σε φονικό όπλο), ενώ στο δεύτερο αντιστρέφει τη φορά της στρόφιγγας κι αφήνει τη βία να ξεσπάσει αλύπητη στη δουλοκτητική Αμερική (θελκτικότατα στο μάτι, αλλά κάπως στα κουτουρού νοηματικά, αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη). Αυτή τη φορά, ο Ταραντίνο εγκλωβίζει εντός ενός δωματίου τη σύγχρονη Ιστορία του αμερικάνικου έθνους και γελά στα μούτρα της.
Μέσα από μία κατ᾽ επίφαση whodunit δομή, την κλασική και αγαπημένη του τομή της πλοκής σε κεφάλαια και καλοκουρδισμένα flashbacks και ενορχηστρωμένες επαναλήψεις, επιθυμεί να πετύχει τον απόλυτο ευτελισμό της κυρίαρχης ιστορικής αφήγησης. Η συμφιλίωση, μοιάζει να μας λέει ο Ταραντίνο μπορεί να υπάρξει μονάχα σε ένα περίγυρο λουσμένο από αίμα, κρεμάλες και πτώματα, όντας επί της ουσίας μία σκέτη καρικατούρα. Η λουστραρισμένη επίσημη Ιστορία αποτελείται από καλλωπισμένους και αναληθείς μύθους (όπως το γράμμα του Λίνκολν, σε ένα ακόμη πολύ έξυπνο σεναριακό εύρημα). Στον αντίποδα, η αληθινή Ιστορία είναι γραμμένη με ανεξέλεγκτο ατομικισμό, με μία έωλη και βάναυση απονομή δικαιοσύνης, με μία ανενδοίαστη σπατάλη των αθώων, με ένα αγιάτρευτο ρατσισμό, με πίδακες αίματος και κραυγές πόνου και μία παντελώς ψευδεπίγραφη αίσθηση δικαίωσης, ηθικής και αρετής.
Όλα τα παραπάνω είναι καμωμένα και ειπωμένα με πλεόνασμα στιλ και καλαισθησίας, με αστείρευτο κέφι (ναι, είναι υπέροχο να νιώθεις ότι ένας σκηνοθέτης διασκεδάζει γυρίζοντας μια ταινία) και με μία ασύλληπτη αίσθηση ρυθμού, που κατορθώνει να απαλύνει την όποια έλλειψη φειδούς, αλλά δεν μπορεί να αμβλύνει την εντύπωση πως όλα τα παραπάνω είναι μαγευτικές νύξεις κι όχι ολοκληρωμένες αρθρώσεις. Διότι κάτι μοιάζει να λείπει και αυτό το κάτι δεν είναι τίποτα άλλο από εκείνη η μαγική αίσθηση, που εν τέλει συνιστά την απώτερη επιθυμία και του ιδίου του Ταραντίνο και την οποία είχε πετύχει στο παρελθόν. Η αίσθηση ότι βλέπουμε μία ταινία που επιφορτίζει τον εαυτό της με την ιερή αποστολή να εκφράσει μία ουσία που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια και να αποτυπωθεί με εικόνες. Εδώ, διαπιστώνουμε την ευγενή επιθυμία, διαπιστώνουμε το άπατο ταλέντο, αλλά δεν βιώνουμε αυτή την αίσθηση. Μολαταύτα, αυτό που βιώνουμε είναι σαφώς αρκετό.