To Kill a Mockingbird (1962)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μάλιγκαν

Παίζουν: Γκρέγκορι Πεκ, Μέρι Μπάνταμ, Φίλιπ Άλφορντ

Διάρκεια: 129′

To 1960, η Αμερικανίδα συγγραφέςας Χάρπερ Λι εκδίδει το παρθενικό της βιβλίο, με τίτλο To Kill a Mockingbird, το οποίο κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ την αμέσως επόμενη χρονιά και καπάρωσε σε χρόνο ρεκόρ παντοτινή θέση στα χρυσά κατάστιχα της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα της Λι αντλεί χαλαρή έμπνευση από το σύνολο των παιδικών της αναμνήσεων, καθώς και από ένα συγκεκριμένο περιστατικό ρατσιστικής βίας και προκατάληψης, που συνέβη το 1936 στη γενέτειρά της, την κωμόπολη Μόνροβιλ της Αλαμπάμα.

Η περίοπτη θέση που κατέχει το μυθιστόρημα στο συλλογικό θυμικό του αμερικανικού φιλελευθερισμού είναι μάλλον εύκολα ερμηνεύσιμη. Το αντιρατσιστικό του μήνυμα είναι κρυστάλλινο και διαυγές, σαν το παιδικό βλέμμα της αφηγήτριάς του. Παράλληλα, είναι λιτό, στιβαρό και σαφές σαν τον κεντρικό του πρωταγωνιστή, τον ιδεαλιστή και μάχιμο δικηγόρο ονόματι Atticus Finch. Το To Kill a Mockingbird καθρεφτίζει τις ελπίδες μίας κοινωνίας ότι θα μπορέσει να ορθώσει ανάστημα και να ξεφορτωθεί τους σκελετούς που κρύβει στην ντουλάπα, αρκεί να βρεθεί κάποιος γενναίος πιονέρος που θα ανάψει την αρχική σπίθα.

Ο Atticus Finch ενσαρκώνει έναν ήρωα των καιρών, οπλισμένο με θετική αύρα και φωτεινό πρόσημο, όχι με την παραδοσιακή έννοια του γεννημένου νικητή, αλλά με την ηθική υπεροχή εκείνου που ρίχνεται ολόψυχα σε έναν δίκαιο σκοπό. Σαν ένας μοναχικός καουμπόι της δικαστικής αίθουσας, που κουβαλά χαρτοφύλακα αντί για εξάσφαιρο, θα βαδίσει ενάντια στις νόρμες και στα στερεότυπα, ορμώμενος από την ταπεινότητα ενός άγραφου ηθικού νόμου: η προάσπιση της αλήθειας είναι καταστατικό στοιχείο και προαπαιτούμενο της αξιοπρέπειας στο σύμπαν του πρωταγωνιστή. Ο Atticus προσωποποιεί όλα εκείνα τα υψηλά και ευγενή ιδανικά που οφείλουν να επιβιώσουν, ακόμη κι όταν τσαλαπατούνται προσωρινά, χάρη σε μία υπέρτερη (και δυστυχώς πολλές φορές απούσα) κατηγορική προσταγή.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι αρχές της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν μεταβατική περίοδο για την Αμερική όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα και τις φυλετικές διακρίσεις.  Το φάντασμα του Μακαρθισμού έχει πλέον ατονήσει, ο παραλυτικός φόβος του πυρηνικού ολέθρου κουκουλώνει διάφορα εξαμβλώματα, μία ηλιαχτίδα αισιοδοξίας ανατέλλει δειλά και φοβισμένα. Φυσικά, τα χειρότερα έπονται. Η δολοφονία του Κένεντι. Οι κοινωνικές συγκρούσεις και ταραχές. Η εμπλοκή στο Βιετνάμ. Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Κάπως έτσι, η ριζοσπαστικοποίηση και η επαναστατική αύρα των late 60s θα γεννήσουν προσδοκίες και όνειρα, με τελικό προορισμό την απομυθοποίηση των 70s και το ξέσπασμα μιας πρωτοφανούς κοινωνικής βίας. Όλα τα παραπάνω δεν έχουν ακόμη συμβεί. Βρισκόμαστε ακόμη σε μια εποχή που αναζητά και (ίσως) βρίσκει τους άδολους μαχητές δικαιοσύνης που θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή του Atticus Finch.

H κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Λι δεν ξεστρατίζει ιδιαίτερα από το ύφος και την πλοκή του μυθιστορήματος (αποσπώντας, μάλιστα, τα πολύ έντονα εγκώμια της δημιουργού), αποδίδοντας μια ονειρώδη χροιά και εκείνη την τόσο ξεχωριστή ενήλικη παιδικότητα, που συναντούμε και στο μεγάλο αριστούργημα του κλασικού αμερικάνικου σινεμά Η νύχτα του κυνηγού. Το To Kill a Mockingbird αφηγείται ούτως ή άλλως μία ιστορία ενηλικίωσης και απώλειας της αθωότητας, με το αληθινά ενδιαφέρον στοιχείο να έγκειται στο ότι η ταινία ξεδιπλώνει αυτή την απομάγευση σαν να έχει ήδη συμβεί, περίπου σαν την a priori καταδικασμένη δικαστική μάχη που δίνει ο Atticus.

Χωρίς να ειπώνεται ποτέ τίποτα ξεκάθαρα, υπάρχουν φανεροί υπανιγμοί ότι η χαμένη αθωότητα είναι περισσότερο ένα δικό μας κατασκεύασμα για να καλλωπίσουμε μία προπατορική γύμνια, η οποία δεν λέει να καλυφθεί Προσέξτε τη σκηνή όπου η κόρη του Atticus (με το τόσο χαρακτηριστικό όνομα Scout, μιας και ανιχνεύει σαν μικρός πρόσκοπος τα δύσβατα μονοπάτια της ζωής), η οποία μας αφηγείται κατά βάση την ιστορία, σώζει τον πατέρα της από ξυλοδαρμό και τον Αφροαμερικανό κρατούμενο από λιντσάρισμα. Μία προσεκτική ματιά στο παιδικό βλέμμα αρκεί για να τρυπώσει μέσα μας η υποψία: αυτή η μελιστάλαχτη έκρηξη είναι προϊόν αυθορμητισμού ή αποτέλεσμα ενός πανέξυπνου σχεδίου;

Το To Kill a Mockingbird κινείται σε τονισμούς και αποχρώσεις παραμυθιού και όπως κάθε αυθεντικό παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του διακλαδίζεται σε πολύ σκοτεινότερες -και αθέατες- διαδρομές, θίγοντας μία ατζέντα από απαγορευμένα θέματα. Το αληθινό έγκλημα που φέρνει έναν έγχρωμο εργάτη ενώπιον της θανατικής ποινής δεν είναι άλλο από τη σεξουαλική επιθυμία που γέννησε σε μία λευκή κοπέλα. Το αρχέγονο σεξουαλικό ένστικτο, λοιπόν, η παντελώς αυθόρμητη και ανεξέλεγκτη επιθυμία, η οποία δεν μπορεί να υποταχθεί σε βλακώδεις ιδεολογίες διαχωρισμού και φυλετικής ανωτερότητας, γίνεται η αφορμή για μια μετωπική σύγκρουση με την κενότητα των ρατσιστικών αντιλήψεων, αλλά και με την πιο βαθιά ντροπή μιας κοινωνίας που καταπνίγει μέχρι και τις δικές της επιθυμίες. Παράλληλα με την κεντρική ιστορία του κατά φαντασίαν βιασμού, παρατηρούμε ότι η Scout αναγκάζεται να ξεφύγει από την παιδική θαλπωρή του αγοροκόριτσου. Πολιτικά δικαιώματα, φυλετικές διακρίσεις, ζητήματα κοινωνικού φύλου και φεμινισμός, σε μία και μόνο συσκευασία, η οποία διαθέτει μάλιστα και το μαγικό περιτύλιγμα του παιδικού point of view.

Από εκεί και έπειτα, το To Kill a Mockingbird διοχετεύει όλη του τη δυναμική σε μια διπλή κορύφωση: την πίκρα της κατάφορης αδικίας διαδέχεται το νικηφόρο επιμύθιο μιας ήττας που αποδεικνύεται διδακτική. Η σκηνή της τελικής αγόρευσης από τον αρχοντικό και άκαμπτο Γκρέγκορι Πεκ είναι φτιαγμένη από τα υλικά που χτίζουν μύθους και παραβολές. Χωρίς στόμφο ή μεγαλοστομίες, με πειθαρχημένη οργή και παθιασμένη λογική, ο στιβαρός συνήγορος θα γίνει ο ένθερμος εκφραστής ενός good old American ηρωισμού. Που δεν είναι κατασκευασμένος από  εκ γενετής γενναίους ήρωες που δεν γνωρίζουν από όρια και δυσκολίες, αλλά από γενναίες συμπεριφορές απλών ανθρώπων που υπερβαίνουν τα δικά τους δεδομένα, ορκισμένοι να υπηρετήσουν τη δεοντολογία και το καθηκόν που τους επιβάλλει η θέση τους στον κόσμο.

Σε μία αλληλουχία πλάνων σπάνια τόσο για ταινίες αντιρατσιστικού περιεχομένου όσο και για δικαστικά δράματα, αντικρίζουμε μια κλιμάκωση παράδοξα σιωπηλή και χαμηλόφωνη. Οι λευκοί νικητές απομακρύνονται δίχως θριαμβολογίες, οι μαύροι αδικημένοι σιωπούν στωικά. Όλοι και όλα δίνουν χώρο για το ταπεινό μεγαλείο της αποχώρησης του κεντρικού ήρωα. “Miss, stand up, your father’s passing’”, θα ψιθυρίσει ο μαύρος πάστορας στο αυτί της Scout και θα γίνει ο βοηθός-δάσκαλος στην ενηλικίωσή της. Ο Atticus τής έχει ήδη διδάξει τον αυτοσεβασμό της ακεραιότητας και ο μαύρος πάστορας θα της μάθει να αποδίδει τον δέοντα σεβασμό σε όποιον τον έχει κερδίσει με το σπαθί του.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι είναι μάλλον υπέρμετρα αυστηρό να κατακρινούμε το To Kill a Mockingbird για την ολίγον προσχηματική και απλοϊκή απεικόνιση των Αφροαμερικανών χαρακτήρων. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το βιβλίο και η ταινία εντάσσονται σε μια εποχή όπου η αμερικάνικη κοινωνία θεωρούσε τη σοβιετική εισβολή σαφώς πιθανότερη από μία στρατευμένη μαύρη αφύπνιση τύπου Black Panthers. Το To Kill a Mockingbird είναι παιδί μιας φιλελεύθερης (λευκής) Αμερικής που σέβεται με πάθος το αμερικάνικο Σύνταγμα και τα ιδανικά που πρεσβεύει, διαλαλώνοντας την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Σε αυτό το πνεύμα, το φινάλε της ιστορίας, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο το δεύτερο και πιο υπόκωφο subplot (στο κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ρόμπερτ Ντιβάλ), γεφυρώνει τα δύο άκρα, διατυπώνοντας μία ευχή συμφιλίωσης, ανεκτικότητας και δικαιοσύνης. Μαζί με την αιχμηρή υπόνοια ότι κάθε φορά που η επίσημη Δικαιοσύνη δεν τηρεί την υπόσχεσή της να μένει τυφλή (δηλαδή ανεπηρέαστη) απέναντι σε όσους και όσα κρίνει, τότε οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Και να διαλέγουν πάντοτε την ομορφιά αντί για την ασχήμια.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑