Μεταφρασμένος τίτλος: «Δύο και δύο»
Σκηνοθεσία: Ντιέγο Κάπλαν
Παίζουν: Αντριάν Σουάρ, Κάρλα Πέτερσον, Χουλιέτα Ντίαθ, Χουάν Μινουχίν
Διάρκεια: 103΄
Ο Ντιέγο είναι ένας πετυχημένος γιατρός και ιδιοκτήτης κλινικής στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ζει 16 χρόνια με τη γυναίκα του, Εμίλια, αλλά τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά. Υπάρχει αγάπη, ναι, υπάρχει συντροφικότητα, αλλά λείπει το κάτι παραπάνω. Τα μάτια της Εμίλια έχουν τη λάμψη των σεξουαλικών απωθημένων και των φαντασιώσεων, αλλά ο Ντιέγο είναι κουμπωμένος και για να το θέσουμε όπως το θέτει και η ταινία δεν θέλει το δάχτυλό της στον πρωκτό του. Ο Ρίτσαρντ είναι ο κολλητός του Ντιέγκο και συνάδελφός του. Η σχέση του με τη γυναίκα του Μπετίνα, είναι πολύ διαφορετική και «προχωρημένη», διότι όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, από τότε που άρχισαν να κάνουν σουίνγκινγκ, δηλαδή αλλαξοκωλιές με άλλα ζευγάρια, η σεξουαλική τους ζωή τονώθηκε. Ο «συντηρητικός» Ντιέγο θα πειστεί πως για να σώσει τη σχέση του θα πρέπει να αφεθεί σε σεξουαλικές συνευρέσεις τεσσάρων ατόμων. Ενώ όμως στην αρχή το κουαρτέτο θα λειτουργήσει ευεργετικά στη σχέση του Ντιέγο με την Εμίλια, οι επιπλοκές δεν θα αργήσουν να φανούν.
Το αιώνιο ερώτημα της ρουτίνας βασάνισε και βασανίζει σχεδόν όλα τα ζευγάρια. Χάνεται ο έρωτας, η ζωή γίνεται προβλέψιμη, οι συμπεριφορές γίνονται προβλέψιμες, το σεξ γίνεται προβλέψιμο. Προφανώς τέτοιες ανασφάλειες και ανησυχίες δεν αφορούν ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν, των οποίων το βασικό μέλημα είναι να μπορέσουν να φάνε για ακόμα μια μέρα. Όσα περισσότερα αγαθά θεωρείς δεδομένα, όμως, τόσο πιο δύσκολο είναι να συγκινηθείς, τόσο πιο εύκολο να παρασυρθείς στη μονοτονία και τόσο πιο εύκολο να αναζητήσεις διεγερτικές απολαύσεις για να εξάψεις την ίδια σου τη ζωή.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι χαρακτήρες της ταινίας δεν δουλεύουν σε οικοδομές, χωράφια και ορυχεία. Δεν είναι καν υπάλληλοι γραφείου, αλλά αντιθέτως είναι ζάμπλουτοι γιατροί και επιχειρηματίες, μένουν σε σπιταρώνες και κινούνται σε κύκλους μπουρζουαζίας βγαλμένους από βραζιλιάνικη σειρά. Όπως και να έχει, η ταινία αποπειράται να δώσει μια απάντηση στο αιώνιο ερώτημα της τόνωσης του έρωτα, ερώτημα που απασχολεί όλα τα περιοδικά λάιφ στάιλ, τα εγχειρίδια σχέσεων και τις λίστες με τα δέκα πράγματα που πρέπει να κάνεις για να είσαι ευτυχισμένος. Βέβαια, όσο και αν καταπιάνεται με το θέμα της συναινετικής απιστίας με χιούμορ και όπλα τους τέσσερις φρέσκους πρωταγωνιστές, στην πραγματικότητα το μόνο άλμα που κάνει είναι επιτόπιο.
Οι ρόλοι του άντρα και της γυναίκας είναι ξεκάθαροι, η γυναίκα για ακόμα μια φορά παρουσιάζεται ως Εύα που προτάσσει το μήλο στον αγαθό Αδάμ, η γυναίκα είναι αυτή που σεληνιάζεται και ο άντρας αυτός που πατάει τα πόδια του στη γη. Όσο για το μοντέλο των παράλληλων ερωτικών συνευρέσεων με άλλα ζευγάρια, μια αστική αναβίωση της σεξουαλικής απελευθέρωσης της δεκαετίας του 70 (αυτή η δεκαετία δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα), το συμπέρασμα είναι τόσο παλιό όσο και οι πυραμίδες του Χέοπα: «στους δυο τρίτος δεν χωρεί».
Τέλος πάντων, η ταινία έχει κέφι, έχει αργεντίνικο ταπεραμέντο, μια ιδιόμορφη μίξη ισπανικής και ιταλικής κουλτούρας, έχει δροσερούς χαρακτήρες και πικάντικες καταστάσεις, χωρίς όμως την παραμικρή απεικόνιση γυμνής σάρκας (αναρωτιέμαι γιατί), έχει χιούμορ, δεν έχει ιδιαίτερη πρωτοτυπία, δεν θα αλλάξει τη ζωή κανενός, αλλά ίσως δώσει έναυσμα για λίγη πικάντικη βραδινή κουβεντούλα σε κάποιο ταπεινό παγκάκι ή σε κάποια βίλα χαμένη στο δάσος.