Σκηνοθεσία: Ριτές Μπάτρα
Παίζουν: Ίρφαν Kαν, Νιμράτ Καούρ, Ναγουαζουντίν Σιντίκουι
Διάρκεια: 104′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Παραδόσεις Αγάπης”
Ένα «ατύχημα» στο φημισμένο σύστημα διανομής φαγητού της Βομβάης θα φέρει κοντά δυο μοναχικούς, απελπισμένους ανθρώπους που ζητούν απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν. Η ιδιόμορφη αυτή γνωριμία θα φέρει ευχάριστες ανατροπές στις, για πολύ καιρό, καθηλωμένες ζωές τους. Το The Lunchbox είναι μια μικρή, καλόκαρδη ταινία που αληθινά αγαπάει τους ανθρώπους της. Ξετυλίγει την ιστορία της γύρω από ένα ασήμαντο λάθος που μπορεί να αλλάξει δυο «σταματημένες» ζωές και, από εκεί και πέρα, μετατρέπεται σε μια αναπάντεχη σπουδή στα μικρά και συνηθισμένα που, ανάλογα με το πώς θα τα αντιμετωπίσεις, μπορούν να οδηγήσουν είτε στην απελπισία, είτε στη λύτρωση. Ταυτόχρονα, ρίχνει το βλέμμα της και στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, κριτικάρει, σαρκάζει, στοχάζεται πάνω στο υλικό της καθημερινότητας αλλά χωρίς να απομακρύνεται ποτέ απ’ το στόχο της: να αποτελέσει, δηλαδή, ένα ιδιότυπο, σύγχρονο ρομάντζο για εκείνους που η ζωή άφησε «στην απ’ έξω».
Από τη μία έχουμε τον κύριο Φερνάντεζ, δημόσιο υπάλληλο που πρόκειται σύντομα να συνταξιοδοτηθεί. Ζει μόνος, είναι κατσούφης, λιγομίλητος και «βαρύς». Η γυναίκα του έχει πεθάνει και τίποτα δεν φαίνεται πως μπορεί να τον βγάλει από τη μιζέρια του. Από την άλλη, η Ίλα, νοικοκυρά σε απόγνωση, με τον άνδρα της απόμακρο και αδιάφορο για οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με τη δουλειά του. Προσπαθεί να του τραβήξει την προσοχή μαγειρεύοντάς του θεσπέσια εδέσματα που του στέλνει στη δουλειά, προσμένοντας τις αντιδράσεις του.
Το φαγητό, όμως, από μπέρδεμα της διανομής καταλήγει στον κύριο Φερνάντεζ κι έτσι μια ιδιαίτερη επικοινωνία με «ραβασάκια» στα κουτιά των τροφών, ξεκινάει ανάμεσά τους. Θα ανταλλάξουν απόψεις για τη ζωή, σκέψεις πάνω στις εμπειρίες τους, τρόπους θέασης του κόσμου και των ανθρώπων και σύντομα θα καταλάβουν πως, από τον λαβύρινθο απογοήτευσης και θλίψης στον οποίο βρίσκονται παγιδευμένοι, ο ένας είναι η διέξοδος του άλλου.
Όλα αυτά μας προσφέρονται σκηνοθετικά με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο, ειλικρινή και ανθρωπιστικό, χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς. Ξεκινώντας από τις εξαιρετικές ερμηνείες που, με ποτέ παραπάνω έμφαση απ’ αυτήν που χρειάζεται, πλάθουν χαρακτήρες οικείους, συμπαθητικούς και ενδιαφέροντες, μέχρι το αφοπλιστικό γλυκόπικρο χιούμορ και τις σωστές δόσεις μελαγχολίας, το The Lunchbox αναπτύσσεται πλάνο με το πλάνο, διαθέτοντας έναν έξοχο ρυθμό, μέχρι να μας απορροφήσει εντελώς στο καλοπροαίρετο παραμύθι του.
Τίποτα δεν μας επιβάλλει με το ζόρι: ούτε κανέναν χοντροκομμένο και ουρανοκατέβατο οπτιμισμό (όπως σίγουρα θα συνέβαινε σε κάποιο χολιγουντιανό αντίστοιχό του), ούτε, όμως, και κάποια λαγνεία της δυστυχίας και της παρακμής. Οι ήρωές του έχουν προβλήματα, «ζορίζονται» τόσο με τα εσωτερικά τους θέματα όσο και με τις απαιτήσεις της αδυσώπητης πραγματικότητας, αλλά σε κάποια αδιόρατη γωνιά της ύπαρξής τους, αφήνουν να λάμψει ένα φως. Το παλεύουν να γίνουν καλύτεροι ή τουλάχιστον να παίξουν με ευνοϊκότερους όρους το παιχνίδι της ζωής.
Ταυτόχρονα, το ινδικό αστικό τοπίο παρουσιάζεται χωρίς καμιά φωτογένεια, κανένα πασπάλισμα φολκλόρ εξωτισμού. Αυτό δίνει στην ταινία και πολιτικές διαστάσεις που τη διασώζουν από τη γραφικότητα μιας ινδικής απάντησης… στη Νόρα Έφρον, για παράδειγμα. Το, ας το πούμε, «ρομαντικό» του θέματος ποτέ δεν επισκιάζει τις πιο αιχμηρές πλευρές της ιστορίας κι έτσι το φιλμ έχει από κάτι να δώσει, τόσο σ’ αυτούς που αναζητούν μια συναισθηματική απόδραση όσο και σ’ εκείνους που ενδιαφέρονται για μια πιο αποστασιοποιημένη, πολιτική ανάγνωση.
Πρόκειται για ποιοτικό, αυθεντικά συγκινητικό σινεμά που σε κάνει να νιώθεις καλύτερος άνθρωπος παρακολουθώντας το, χωρίς να αποτελεί κάτι ριζοσπαστικό ή ιδιαίτερα πρωτότυπο. Σου χαρίζει, όμως, ένα πλατύ χαμόγελο που σε συντροφεύει μετά το τέλος της προβολής, κι αυτό πολλές φορές μετράει περισσότερο από την οποιαδήποτε καινοτομία.