What's On All We Imagine as Light (2024)

23 Ιανουαρίου 2025 |

All We Imagine as Light (2024)

Σκηνοθεσία: Πέιαλ Καπάντια

Παίζουν: Κάνι Κουσρούτι, Ντίβια Πράμπα, Τσχάια Κάνταμ

Διάρκεια: 119′

Ελληνικός τίτλος: Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως

Η κάμερα της Καπάντια περιπλανιέται στη νυχτερινή Βομβάη (ή Μουμπάι, όπως είναι το διεθνές όνομά της) της εποχής των μουσώνων, εντοπίζοντας ανθρώπους που επιτελούν τις καθημερινές τους εργασίες, με το βάρος της ημέρας ζωγραφισμένο στα βλέμματα τους, ξένοι μεταξύ εκατομμυρίων ξένων, όμως συμμέτοχοι σε μια κοινή εμπειρία. Την περιπλάνησή της συνοδεύουν φωνές που μιλούν σε άλλη γλώσσα η κάθε μία, αποτυπώνοντας θραύσματα της μεταναστευτικής εμπειρίας στην ινδική μεγαλούπολη. Μέσα από δρόμους γεμάτους κίνηση, ανθρώπινη και μη, κάποια στιγμή εντοπίζει την Πράμπα στο τρένο καθώς επιστρέφει από τη δουλειά της ως νοσηλεύτρια σε ένα κεντρικό νοσοκομείο, σε άλλη μία από τις αμέτρητες καθημερινές διαδρομές από και προς ένα σπίτι που διαθέτει ελάχιστη από τη ζεστασιά της οικιακής εστίας. Πρόκειται, άλλωστε, για μια ιστορία που πηγάζει από τα αθέατα της μεγάλης πόλης, για μια γυναίκα που ζει μια ζωή σαν όλες τις άλλες. Μία ιστορία σαν τις αναρίθμητες που στριμώχνονται στα στενά διαμερίσματα της μεγαλούπολης, σαν κόσμοι ολόκληροι σε ελάχιστα τετραγωνικά.

Οι δύο κεντρικές σχέσεις που αναπτύσσει η Πράμπα είναι με ισάριθμες συναδέλφισσές της, τη νεότερη Ανού, που είναι και συγκάτοικός της, και τη μεγαλύτερή της Παρβάτι. Έχει αναλάβει άτυπο μητρικό ρόλο ως προς την πρώτη, ανησυχώντας διαρκώς για τον τρόπο με τον οποίο εκείνη διάγει τον βίο της, επικρίνοντας την συχνά για ανευθυνότητα ή και άσεμνη συμπεριφορά. Είναι, άλλωστε, μια σκληροτράχηλη γυναίκα η Πράμπα, μαθημένη στη σπαρτιάτικη ζωή, αξιοπρεπώς αντιμέτωπη με μια ριζωμένη μοναξιά που η ίδια δεν επιτρέπει να καμφθεί. Διατηρεί, βέβαια, μια διάθεση φροντίδας απέναντι σε όσους είναι κοντά της, η οποία εκφράζεται και στην απόφασή της να συνδράμει τη χήρα Παρβάτι με τα νομικά της προβλήματα. Η τελευταία είναι αντιμέτωπη με την επικείμενη απώλεια του διαμερίσματός της, καθώς όλη η οικοδομή πρόκειται να περάσει στα χέρια εταιριών που θα αναπλάσουν την ευρύτερη περιοχή και να κατεδαφιστεί, στο πλαίσιο ενός σχεδίου που προσβλέπει σε μελλοντικούς εύπορους κατοίκους που θα αντικαταστήσουν τους τωρινούς, με τις φθαρμένες ζωές και τις περιορισμένες δυνατότητές τους.

Η νυκτόβια Βομβάη της ταινίας είναι μελαγχολική, κινηματογραφημένη σε ποικίλους τόνους του μπλε που συνάδουν με την ψυχική συνθήκη της Πράμπα. Δεν είναι, όμως, ένας τόπος μονοσήμαντος. Κατά πικρή ειρωνεία, ενώ γιγαντώνεται συνεχώς και ανεξέλεγκτα, με ρυθμούς που ακόμα και για τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις φαντάζουν εξωπραγματικοί, δε διαθέτει ούτε τον ελάχιστο χώρο για μια γυναίκα σαν την Παρβάτι, προς την οποία δείχνει το πλέον σκληρό της πρόσωπο. Ταυτόχρονα, η επιβεβλημένη ανωνυμία του πλήθους της είναι αυτή που επιτρέπει στην Ανού να διεκδικήσει τον δικό της χώρο μαζί με τον σύντροφό της, ο οποίος τυγχάνει μουσουλμάνος και άρα αποτελεί μια εγγενώς κατακριτέα επιλογή για τον κοινωνικό της περίγυρο. Η Καπάντια δεν επιχειρεί να αφουγκραστεί το θορυβώδες σκηνικό της πόλης, αλλά, αντίθετα, τις όποιες σιωπές της, στις οποίες ανθούν ανθρώπινες ιστορίες που περιμένουν στωικά τον καθημερινό αχό να κατακαθίσει.

Η παρουσία των δύο γυναικών στη ζωή της Πράμπα είναι καθ’ όλα καθοριστική, αλλά τον μεγαλύτερο χώρο τον καταλαμβάνει μια μακρινή απουσία. Ο σύζυγός της ζει και εργάζεται στη Γερμανία, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η επικοινωνία μαζί του είναι παντελώς ανύπαρκτη και το κενό του δυσαναπλήρωτο. Όχι, όμως, επειδή το ζευγάρι μοιράζεται την αγάπη ή έστω τη μνήμη ενός κοινού βίου ͘ η Πράμπα δε γνωρίζει τον σύζυγό της παρά ελάχιστα, ο γάμος τους ήταν αποτέλεσμα συνοικεσίου. Τα δεσμά του γάμου, εν προκειμένω, είναι πραγματικά ψυχικά δεσμά, αλυσίδες που κρατούν την Πράμπα εκτοπισμένη από την αγάπη, την ηδονή, τη ζωή την ίδια, σαν μια χήρα που πενθεί τον ζώντα σύζυγό της εις το διηνεκές. Όταν εκείνος θα στείλει από την Ευρώπη έναν βραστήρα ρυζιού σαν δώρο, χωρίς το παραμικρό σημείωμα ή οποιαδήποτε άλλη ρητή μορφή επικοινωνίας, η Πράμπα, σε μία από τις πιο όμορφες σεκάνς της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης, θα τον αγκαλιάσει, σαν να είναι την ίδια στιγμή υποκατάστατο του απόντα συζύγου και μια θλιβερή μεταλλική υπενθύμιση ότι για εκείνη το ανθρώπινο άγγιγμα είναι μια ουτοπία. Το εκπεφρασμένο ενδιαφέρον ενός γιατρού για εκείνη, το οποίο εκείνη δε θα επιτρέψει ευδοκιμήσει, είναι το οδυνηρό επιστέγασμα αυτής της βεβαιότητας.

Η εξορία της Πράμπα από τους τόπους της οικειότητας, μαζί με τις έμφυλες επιταγές που διαρκώς καλείται να επιτελέσει και οι οποίες έχουν διαμορφώσει τη συνείδηση και την αυτοεικόνα της, είναι οι κύριοι τροφοδότες των αντιστάσεων της απέναντι στις μικρές στιγμές ελευθερίας που αντιπροσωπεύει το παράδειγμα της Ανού. Και όταν τα τείχη τους αρχίζουν να παρουσιάζουν ρωγμές, σε ένα ταξίδι των τριών γυναικών μακριά από την πόλη, η Πράμπα θα βρει την απροσδόκητη ευκαιρία για εξιλέωση από τη μακρά αφοσίωση σε ένα φάντασμα. Η δημιουργός στην τρίτη πράξη της ταινίας λούζει με φως τις γυναίκες της, τοποθετώντας τη δράση μακριά από τη βροχερή καταχνιά της πόλης, πλάι στην απέραντη θάλασσα και την απρόσκοπτη ορατότητα στον ορίζοντά της.

Στη χαμηλόφωνη αφήγησή της εμφιλοχωρούν νότες μαγικού ρεαλισμού, ενώ οι γυναίκες διαμορφώνουν μια μικρή κοινωνία που παύει να χαρακτηρίζεται από την απουσία των ανδρών και δοκιμάζουν να αφεθούν στη ζεστασιά που γεννά αυτόματα η συνύπαρξή τους. Εκεί, στην παραθαλάσσια ύπαιθρο, η πίκρα της αστικής αποξένωσης θα λυγίσει καθώς οι γυναίκες θα φροντίσουν η μια την άλλη, μακριά από απόντες ή νεκρούς συζύγους και τα ακόλουθα ψυχικά φορτία που τις βαραίνουν, και θα κερδίσουν από κοινού τον ζωτικό τους χώρο, η κάθε μία από το δικό της ηλικιακό μετερίζι. Για την Παρβάτι είναι το καταφύγιο από τον διωγμό, για την Πράμπα η ευκαιρία για αναγέννηση και για τη νεώτερη Ανού η κατανόηση της αγωνίας της για ζωή.

Η λυρική νυχτωδία της Πέιαλ Καπάντια ανιχνεύει τις οξείες αντιθέσεις της μεγάλης πολιτείας, ενός αφιλόξενου τόπου που καταναλώνει ακόρεστα τον χρόνο των ανθρώπων του και τους βυθίζει στο σκοτάδι του, αλλά τους επιτρέπει να φαντάζονται ακόμα το φως. Είναι ένα απρόσωπο χωνευτήρι προσώπων που καταφτάνουν από τις άκρες της αχανούς χώρας, μιλούν διαφορετικές γλώσσες και αλληλεπιδρούν κουβαλώντας ετερόκλητες καταβολές («ο καθένας έχει κάποιον στη Βομβάη», ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία). Το All We Imagine as Light απλώνει ένα προστατευτικό πέπλο γύρω από τους χαρακτήρες του, χωρίς να διασκεδάζει τους μύχιους φόβους τους, τις ανομολόγητες επιθυμίες τους, τα κρίματά τους, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα μέλλον που ορθώνεται λίγο πιο φωτεινό, απλώς και μόνο επειδή βρήκαν η μία την άλλη. Πράγμα καθόλου αυτονόητο σε έναν πολύβουο λαβύρινθο ψυχών σαν τη Βομβάη της ταινίας.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑