Μεταφρασμένος τίτλος: «Η κλέφτρα των βιβλίων»
Σκηνοθεσία: Μπράιαν Πέρσιβαλ
Παίζουν: Σόφι Νέλισε, Τζέφρι Ρας, Έμιλι Γουότσον, Νίκο Λιρς
Διάρκεια: 131΄
Βρισκόμαστε στη Γερμανία λίγο πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο μαύρος Τζέσε Όουενς είναι ο πιο γρήγορος άνθρωπος στον πλανήτη και η Γερμανία ετοιμάζεται να μπουκάρει στην Πολωνία. Η μικρή Λίζελ παραδίδεται από την κομουνίστρια μητέρα της σε μια ανάδοχη οικογένεια. Διότι αν είσαι κομμουνιστής ή Εβραίος, ο θάνατος σου χτυπά την πόρτα επίμονα μέχρι να ανοίξεις. Κι αν δεν ανοίξεις, μπαίνει μέσα ούτως ή άλλως. Στο σχολείο την περιγελούν διότι είναι αγράμματη, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει τη μαγεία των βιβλίων και ας τα καίνε στις κεντρικές πλατείες με μανία. Ο πόλεμος ξεσπά και τα πράγματα αγριεύουν. Όσοι δεν πολεμούν ή δεν ανήκουν στο πολιτικό κόμμα της εξουσίας, πεινούν και φοβούνται. Η ανάδοχη οικογένεια θα φυγαδεύσει έναν Εβραίο ο οποίος θα βρει καταφύγιο στο υπόγειο του σπιτιού και θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση φιλίας με τη μικρή Λίζελ. Και οι βόμβες θα πέφτουν και θα ρημάζουν τα σπίτια και ο αγώνας για επιβίωση θα είναι σκληρός και απρόβλεπτος.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του γερμανικής καταγωγής Αυστραλού συγγραφέα Μάρκους Ζούσακ. Το συνέγραψε το 2005 σε ηλικία μόλις τριάντα ετών και βρέθηκε για σχεδόν τέσσερα χρόνια στη λίστα με τα μπεστ-σέλερς. Προφανώς ο Ζούσακ έλυσε το βιοποριστικό του πρόβλημα για την υπόλοιπή του ζωή, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει. Το πρόβλημα είναι πως οι ταινίες για το ολοκαύτωμα και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ακολουθούν τις περισσότερες φορές μια εύκολη πεπατημένη, προκαλώντας αναπόφευκτα τη συγκίνηση μέσα από τις έτσι κι αλλιώς φρικτές και οδυνηρές καταστάσεις και τις αδιανόητες φρικαλεότητες μιας ολόκληρης εποχής. Η συγκίνηση είναι εύκολη, η μουσική μελιστάλαχτη, ο αγώνας επιβίωσης συνταρακτικός και οι άνθρωποι πολύ εύκολα χωρίζονται σε καλούς και κακούς. Οι κακοί Γερμανοί είναι αυστηροί, αυταρχικοί, αδυσώπητοι, σωστά ψυχρά γουρούνια γεμάτα μίσος. Οι καλοί είναι τόσο καλοί που τους ανοίγει διάπλατα μια θέση στον παράδεισο. Δεν είναι στρατιώτες, δεν είναι μέλη του κόμματος, είναι απλοί άνθρωποι, φοβισμένοι, θαρραλέοι και έντιμοι.
Με κουράζουν οι ταινίες που δεν έχουν γκρίζες ζώνες, που ξεχνούν πως τα πράγματα είναι άσπρα και μαύρα, μόνο αν εμείς επιλέξουμε να τα βλέπουμε έτσι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτές τις ταινίες είναι πως αποτελούν την αφήγηση του νικητή και η αφήγηση του νικητή είθισται να είναι ασπρόμαυρη. Ο συγγραφέας είναι Αυστραλός (έστω κι αν είναι γερμανικής καταγωγής), ο σκηνοθέτης Βρετανός και οι βασικοί ηθοποιοί από τη Βρετανία, τις Η.Π.Α., την Αυστραλία και τον Καναδά. Οι Γερμανοί απουσιάζουν, παρόλο που είναι αυτοί οι αληθινοί πρωταγωνιστές της ιστορίας. Σε μια ατυχή επιλογή αληθοφάνειας, όλοι οι ηθοποιοί μιλούν με προσποιητή γερμανική προφορά, το οποίο θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε, αν δεν τσόνταραν αναίτια μες στο λόγο τους γερμανικές λέξεις. Η ηθικοπλαστική διάσταση της ταινίας γίνεται ξεκάθαρη ακόμα και στους πιο αφελείς: δεν πρέπει να ξεχνάμε να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, να ζούμε, να αγαπάμε και να μισούμε το φασισμό.
Προφανώς στη Γερμανία διαπράχθηκαν ανείπωτα εγκλήματα ασύλληπτης σκληρότητας, αλλά το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ο κινηματογράφος είναι ακόμα μια ταινία που δίνει απλόχερα απαντήσεις για τα πάντα. Η μαγεία της τέχνης έγκειται στη θέση ερωτημάτων. Διότι το δάχτυλο του δημιουργού καλό θα ήταν να έχει ως σκοπό να σκαλίζει την πληγή και όχι να χαϊδεύει τα καλοχτενισμένα μαλλιά του θεατή.