Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Κέιτ Μπλάνσετ, Σάλι Χόκινς, Άλεκ Μπόλντγουιν, Μπόμπι Καναβάλε, Λουί Σι Κέι
Διάρκεια: 98’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Θλιμμένη Τζάσμιν”
Η ταινία Το μίσος του Ματιέ Κασοβίτς ξεκινά με τα εξής λόγια: «Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που πέφτει από έναν ουρανοξύστη με πενήντα ορόφους. Καθώς πέφτει, επαναλαμβάνει διαρκώς για να δώσει κουράγιο στον εαυτό του, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά». Περίπου την ίδια διαδρομή ακολούθησε και η Τζάσμιν, η οποία επέμενε να μασκαρεύει όλα τα ανησυχητικά σημάδια κάτω από ένα αποστειρωμένο χαμόγελο.
Σύζυγος ενός ζάπλουτου χρηματιστή-επενδυτή, η Τζάσμιν είχε εθιστεί σε έναν τρόπο ζωής αριστοκρατικό, κοσμοπολίτικο και απενοχοποιημένα αυτάρεσκο. Με γκαλά, πάρτι, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, ταξίδια, πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα. Επιπλέον, με αποδεδειγμένα καλό γούστο και υπαρκτές δυνατότητες, στοιχεία που δεν αξιοποίησε ποτέ γιατί απλούστατα αφέθηκε στο μαξιλαράκι της χλιδάτης ζωής που της προσφέρθηκε απλόχερα και δίχως κόπο. Η Τζάσμιν γλυκάθηκε και έκανε την πάπια, ακόμη και όταν οι υποψίες άρχισαν να της τριβελίζουν το μυαλό.
Η πτώση δεν ήταν απλώς άγρια, αλλά ολοκληρωτικά ανεξέλεγκτη, οδηγώντας την Τζάσμιν από το παραμύθι της high life στον εφιάλτη της κανονικής ζωής. Η συζυγική αγάπη δεν ήταν παρά μία διαρκής απάτη, ενώ ο σύζυγος-γκουρού των έξυπνων επενδύσεων αποδεικνύεται σεσημασμένος κλέφτης κι απατεώνας. Η Τζάσμιν είναι πλέον μόνη και άφραγκη, είναι ψυχικά άρρωστη και δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι αδιανόητα ταπεινωμένη. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, θα καταφύγει στην αδερφή της, μια λιγότερο όμορφη, λιγότερο προικισμένη και λιγότερο χαρισματική γυναίκα, που αρνείται να ξεστρατίσει πέρα από τη γειτονιά της μικροαστικής ζωής.
Η Τζάσμιν τη σνόμπαρε επειδικτικά για χρόνια ολόκληρα, μάλιστα ευθύνεται εμμέσως και για την κατάρρευση του γάμου της, αλλά αντί για μίσος και εκδικητικότητα, εισπράττει μονάχα κατανόηση και υπομονή. Από τις λεωφόρους της Νέας Υόρκης στις προλεταριακές κατοικίες του Σαν Φρανσίσκο και από τις λουσάτες δεξιώσεις στην ταπεινή τηλεόραση του καθιστικού, η Τζάσμιν διένυσε μια μεγάλη διαδρομή. Και σε πρώτη φάση, βρίσκει το σθένος να σταθεί στα πόδια της. Η Τζάσμιν που κανονικά λέγεται Τζάνετ και άλλαξε το όνομά της σε κάτι πιο εύηχο και κλασάτο, μαζεύει προσωρινά τα κομμάτια της, ενεργοποιώντας όλες εκείνες τις ανεξερεύνητες δυνατότητες που είχαν πέσει σε λήθαργο. Το παρελθόν, όμως, όσο δεν το κοιτάς κατάματα, βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να επιστρέψει σαν αόρατο φάντασμα.
Ο Γούντι Άλεν βυθομετρά τη σαρωτική κατάρρευση ενός ανθρώπου, που πέφτει άγριο θύμα μιας ατελείωτης και σκληρής ανταπόδοσης. Ενός ανθρώπου που έχει μεν ευθύνες για όσα του έχουν συμβεί, αλλά τιμωρείται ισοπεδωτικά από μια μοίρα που δεν συγχωρεί τα λάθη, τις παραλείψεις, τις στιγμές αδυναμίας, την ατολμία. Η Τζάσμιν έμαθε να ζει μέσα στο ψέμα και εύλογα δυσκολεύεται να προσαρμοστεί αμέσως στην αλήθεια. Ο Γούντι μάς καθοδηγεί, άλλοτε με πραότητα κι άλλοτε με βία, σε μια άγρια κατηφόρα. Δεν εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί, αλλά συγχρόνως αποφεύγει να αναλάβει τον ρόλο του κριτή. Συμπάσχουμε με την Τζάσμιν, της συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα της, εκτιμούμε βαθιά τη μεγαλειώδη της προσπάθεια, αλλά συγχρόνως οργιζόμαστε με τα τερτίπια, την ψηλομύτικη συμπεριφορά, τη χειριστική της στάση απέναντι στους ανθρώπους. Περπατάμε μαζί της από το στέρεο έδαφος στο λεπτό σχοινί και από εκεί, στο ατελείωτο κενό.
Η Κέιτ Μπλάνσετ, σε ένα ακόμη tour de force, γνωρίζει πόσο και πώς να υπερβάλλει, πότε να αφεθεί και πότε να στηλώσει τα πόδια, πότε να γίνει θελκτική και πότε απωθητική, κινούμενη πάντα στο τέμπο και την τονικότητα που απαιτεί ένας πολυσύνθετος και δαιδαλώδης χαρακτήρας. Πολλά γράφτηκαν για την ομοιότητα του χαρακτήρα της Τζάσμιν με την Μπλανς Ντυμπουά από το Λεωφορείον ο Πόθος, ένα πλάσμα σακατεμένο και απόκοσμο όπως η Θλιμένη Τζάσμιν, σε μια ιστορία ξεπεσμού βγαλμένη θαρρείς από τις σελίδες του Ευγένιου Ο’ Νηλ (ή και του Τένεσι Γουίλιαμς). Την ίδια στιγμή, όμως, δεν παύει να διατηρεί μία ατόφια γουντιαλενική στόφα. Εκεί όπου η ζωή καμουφλάρει κάθε τραγωδία σε συσκευασία φάρσας.