Reviews While We’re Young

20 Φεβρουαρίου 2017 |

While We’re Young

Σκηνοθεσία: Νόα Μπάουμπαχ

Παίζουν: Μπεν Στίλερ, Ναόμι Γουότς, Άνταμ Ντράιβερ, Αμάντα Σέιφριντ

Διάρκεια: 97′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Όσο Είμαστε Νέοι”

Ο Τζος και η Κορνήλια, παντρεμένοι, βολεμένοι, ευκατάστατοι και λιγάκι εγκλωβισμένοι στα mid 40’s τους, Νεοϋορκέζοι ντοκιμαντερίστες, βλέπουν τις ζωές τους να αναστατώνονται μετά τη γνωριμία τους με ένα ζευγάρι νεαρών χίπστερς, που τους εμπνέουν και τους ωθούν να δραπετεύσουν από τη ρουτίνα. Οι «μεγάλοι» θέλουν να ξανανιώσουν, να βρουν ξανά λίγη από την ανεμελιά που μετατρέπει τα 20’s σε παρατεταμένες διακοπές, να βουτήξουν, ει δυνατόν, στη μαρμίτα με την αισιοδοξία. Οι «μικροί», απ’ την άλλη, επιθυμούν να μάθουν δίπλα τους, να ακούσουν, να διδαχθούν. Έχουν την ορμή, αλλά τους λείπουν οι διασυνδέσεις. Διαθέτουν την επινοητικότητα σε κοιτάσματα, αλλά στερούνται τις απαραίτητες συστάσεις. Για να βρεθεί θέση και γι’ αυτούς στον κόσμο, απαιτούνται μαικήνες να τους δείξουν το δρόμο.

Οι ανάγκες των ζευγαριών είναι διαφορετικές αλλά, για λίγο, μ’ ένα μαγικό τρόπο εναρμονίζονται. Δίνοντας «κάτι αντί τινός» (quid pro quo), κάθε πλευρά πετυχαίνει τον σκοπό της. Αλλά ο, αφελής παρά τα χρόνια του, Τζος ξεχνά ότι στις ανθρώπινες σχέσεις, τίποτα δε γίνεται αν δεν υπάρχει αντάλλαγμα κι αρχίζει να φλερτάρει με την ιδέα της απόλυτης ανιδιοτέλειας, με μια αφαίρεση, δηλαδή, που σπάνια απαντάται στην πραγματική ζωή. Τι φταίει που «μεγάλωσε και μυαλό δεν έβαλε», όπως λέει κι ο σοφός λαός;


Ο Νόα Μπάουμπαχ διαθέτει μεγάλο ταλέντο στην παρατήρηση σύγχρονων ανθρώπινων συμπεριφορών και την (μισο-ειρωνική, μισο-σοβαρή) καταγραφή τους. Με το The Squid and the Whale του 2005, ένα γλυκόπικρο δράμα για τα αδιέξοδα μιας οικογένειας μορφωμένων αμερικάνων, είδε πεντακάθαρα την ιλαρότητα, την βουβή απελπισία και το παράλογο, πίσω απ’ την φτιαχτή εικόνα των κοινωνικά καταξιωμένων. Στο προπέρσινο, εξαιρετικό Frances Ha, αποθέωσε την ελαφρότητα και το μπρίο μιας ανένταχτης νεαρής γυναίκας που πηγαίνει στο πουθενά, χωρίς στόχους και προσδοκίες, απρόσβλητη σχεδόν απ’ την «αρρώστια» των πολλών (τον πόθο για επιτυχία), έτοιμη να εκπλαγεί με το καινούργιο που περιμένει σε κάθε στροφή.

Με τη νέα του ταινία, νομίζεις αρχικά ότι θέλει να φέρει αυτούς τους δυο, ολότελα διαφορετικούς, κόσμους σε επαφή για να διασκεδάσει με τον τρόπο που αλληλεπιδρούν. Συμβαίνει κι αυτό, αλλά όχι μόνο αυτό. Δεν είναι μόνο η κατάδειξη του γεγονότος ότι το παλιό επίζηλα λαχταράει να απομυζήσει λίγη ενέργεια απ’ το καινούργιο –εις άγραν αναζωογονήσεων κάθε μορφής-, που ενδιαφέρει τον Μπάουμπαχ (διαπίστωση, άλλωστε, που διαθέτει μεγάλη παράδοση στη δυτική μυθοπλασία). Ούτε η χιουμοριστική παρουσίαση των φαντασιώσεων νοσταλγίας που πλήττουν, τακτικά, τα νεολαιίστικα «κινήματα» -τους χίπστερς εν προκειμένω- σπρώχνοντάς τα να αποθησαυρίζουν ρετρό αντικείμενα και αναμνηστικά μιας εποχής που δεν έζησαν (το θέμα της ψευδαισθητικής νοσταλγίας αυτού του τύπου, το πραγματεύθηκε διεξοδικά το είδωλο του σκηνοθέτη, ο Γούντι Άλεν, με το Midnight in Paris). Φιλοδοξεί να μιλήσει και για άλλα πράγματα.

Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι το μεσήλικο ζευγάρι δεν έχει παιδιά, η διανοουμενίστικη σιγουριά –κι ο κορεσμός απ’ τα πάντα που τη συνοδεύει- του Τζος και της Κορνήλια, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την αντίστοιχη του Μπέρναρντ και της Τζόαν, του The Squid and the Whale. Ο Τζέιμι και η Ντάρμπι, από την άλλη, οι αλαφροΐσκιωτοι εικοσιπεντάρηδες, είναι βγαλμένοι κατευθείαν μέσα από το σύμπαν της Φράνσις. Θα δειχθεί το πώς ο συγχρωτισμός με το καινούργιο, τη ζωντάνια και το ανέμελο (ίσως και ανυποψίαστο) της νιότης, μπορεί να αναπτερώσει κουρασμένες υπάρξεις, αλλά στη συνέχεια το έργο θα βαθύνει και τα επίπεδά του θα πολλαπλασιαστούν. Το While We ‘re Young δεν είναι μια ταινία για το ανίκητο των απανταχού υπέροχων losers, των ευρισκόμενων έξω από στεγανά και καλούπια, όπως ήταν το Frances Ha. Ανατέμνει και τη θλιβερή ανάγκη ετεροπροσδιορισμού που δεν γνωρίζει ηλικίες.

Κινούμενος μεταξύ Γούντι Άλεν και Νιλ ΛαΜπιούτ, άλλοτε τρυφερός με τους ήρωες του κι άλλοτε λάβρος κατά της επιπολαιότητάς τους (πάντα με χιούμορ και λεπτότητα, δεν κουνάει το δάχτυλο σε κανέναν το έργο), ο Μπάουμπαχ σκηνοθετεί μια κυνική δραμεντί που παρά το «παιχνιδιάρικο» κλίμα και την ευχάριστη ατμόσφαιρα (η παρουσία του Μπεν Στίλερ συμβάλει καθοριστικά σ’ αυτό), κρύβει διαπιστώσεις διόλου αισιόδοξες. Όχι μόνο στηλιτεύοντας μια ανερμάτιστη νεότητα που, παρά τα φαινόμενα, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο «αθώα» (έχοντας κατανοήσει από νωρίς τους νόμους του συστήματος) αλλά επικρίνοντας παράλληλα, την αστόχαστη επιπολαιότητα των κομφορμιστών σαραντάρηδων που αφού έχασαν το πάθος και την ορμή τους, ζητούν «θαυμαστές», κόλακες και μαθητευόμενους για να τους μεταδώσουν, τελικά, την απογοήτευση και μόνο.

Η τραγωδία δεν είναι που γερνάμε, λέει ο Μπάουμπαχ, είναι που δεν ήμασταν καθόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτό, είναι που δεν ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε την αποτυχία. Έτσι φθονούμε τους μικρότερους, τους κατηγορούμε όχι γιατί δεν έχουν όρια ή ηθική συγκρότηση (η σκηνή της «αποκάλυψης» λίγο πριν το φινάλε, είναι ένα μικρό αριστούργημα εμπαιγμού αυτής της υποκριτικά ιδεαλιστικής στάσης), αλλά μόνο και μόνο γιατί διαθέτουν ακόμα τη λαχτάρα να ζήσουν.

Η ανάλγητη στάση του Τζος απέναντι στις αδιαπραγμάτευτες αξίες του, δεν μπορεί να μην πάρει την κωμική όψη δικαιολογίας για μια ολιγωρία που μετράει δέκα χρόνια άγονων προσπαθειών. Κάπου εκεί ο Μπάουμπαχ θα «σφάξει» με το γάντι τους απανταχού ιδεολόγους, τόσο της τέχνης όσο και της ζωής, που για ό,τι τους στέρησε η έλλειψη ταλέντου, η όποια κόπωση ή απλούστατα η μαύρη τους η μοίρα, επικαλούνται μια προσήλωση σε «ιδανικά» που δεν τους αναγνωρίζει η «ξεπουλημένη» εποχή τους.

Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην ηθογραφική σάτιρα (η ταινία είναι και μια σκωπτική γκραβούρα των «ανάποδων» καιρών μας, με τους πιτσιρικάδες χίπστερς να λατρεύουν θρησκευτικά οτιδήποτε παλιό και παρωχημένο και τους –με το στανιό μοντέρνους- μεσήλικες αστούς διψασμένους για τεχνολογικές καινοτομίες) και τον προβληματισμό πάνω στην έννοια της –κυριολεκτικής και μεταφορικής- φθοράς, το While We ‘re Young, σποραδικά, αποτυγχάνει στην προσπάθειά του να «βαρύνει» τονικά και να δώσει μια αίσθηση ήπιας μετάβασης σε λίγο πιο μελαγχολικές περιοχές. Δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι ο Γούντι Άλεν θα το έκανε καλύτερα αυτό το τελευταίο. Και πάλι, όμως, πρόκειται για μια έξυπνη, καλογραμμένη, αξιόλογη δουλειά από έναν σκηνοθέτη μάστορα στην απομυθοποίηση.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑