Reviews 127 Hours

3 Φεβρουαρίου 2011 |

127 Hours

Σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ

Παίζουν: Τζέιμς Φράνκο

Διάρκεια: 94’

Μεταφρασμένος τίτλος: “127 ώρες”

Ο Ντάνι Μπόιλ έχει βρει τη συνταγή της επιτυχίας και δεν προτίθεται να την εγκαταλείψει ελαφρά τη καρδία, καταλήγοντας με έξι οσκαρικές υποψηφιότητες στο σακούλι του και μπόλικη δημοσιότητα. Επιλέγει άκρως στοχευμένα να μεταφέρει επί οθόνης την αληθινή ηρωική ιστορία του νεαρού αναρριχητή Άρον Ράλστον, ο οποίος παγιδεύτηκε για 127 ώρες σε ένα απόκρημνο φαράγγι στη Γιούτα των ΗΠΑ, με τρόπο αδιανόητο και συνάμα εφιαλτικό, ενώ ο μόνος διαθέσιμος τρόπος διαφυγής προϋπέθετε να θυσιάσει το χέρι του. Ευθύς εξαρχής, οι προθέσεις και το μοτίβο γίνονται σαφή και ξεκάθαρα. Η εναλλαγή των πλάνων, η μουσική επένδυση, τα χρώματα, οι κινήσεις της κάμερας, η όλη αισθητική προσέγγιση, θυμίζουν αρχικά σπιντάτο βίντεο κλιπ του MTV. Λίαν συντόμως μάλιστα, η εναρκτήρια κινηματογράφηση καταλήγει να φέρνει στο νου διαφήμιση κάποιου χρωματιστού ισοτονικού ποτού ή αναψυκτικού, με εκείνη της PEPSI με τον Αντρέ Αγκάσι να αποτελεί μάλλον το κοντινότερο πρότυπο. Μετά λοιπόν την εισαγωγή κατά την οποία: α)ενημερωθήκαμε για τη μοιραία παράλειψη που θα αποδειχθεί καθοριστική β)πληροφορηθήκαμε εν τάχει για τις πηγές των μελλοντικών μελοδραματικών τύψεων και γ)πειστήκαμε να συμπαθήσουμε όσο περισσότερο γίνεται τον ήρωά μας μη τυχόν και παραλείψουμε να ταυτιστούμε απόλυτα μαζί του, καταφθάνει η στιγμή της προδιαγεγραμμένης ανατροπής που έχει ως σκοπό να πυροδοτήσει το κυρίως στάδιο της δραματουργικής εξέλιξης.

Δεδομένου ότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων τόσο ότι πρόκειται για μία αληθινή ιστορία όσο και την έκβασή της, το ζητούμενο έγκειται στη δημιουργική της αξιοποίηση και όχι στην εκβιαστική προβολή του συγκινητικού της περιεχομένου. Στις πρώτες στιγμές υπάρχουν ορισμένες θετικές υπόνοιες πως ίσως παρακολουθήσουμε ένα ιδιότυπο δράμα ασφυκτικά κλειστών χώρων, με τους τοίχους να αντικαθίστανται από ορεινούς όγκους. Υπάρχουν και κάποιες φρούδες ελπίδες πως θα αφουγκραστούμε μία εσωτερικότητα, υποδόριες δυνάμεις που αναδύονται σε ακραίες περιστάσεις, μία εναλλαγή ανάμεσα στην αποδοχή του μοιραίου και τη λυσσαλέα πάλη για την αποφυγή του, την κινηματογράφηση μίας ασυνήθιστης καθημερινότητας που σαρώνεται από την απειλή ενός βασανιστικού τέλους, στοιχεία που είτε απουσιάζουν ολικά είτε εμφανίζονται σπάνια.

Η εύλογη εμφάνιση αναμοχλεύσεων και ονειροπολήσεων δεν περιβάλλεται ούτε από την απαιτούμενη στιβαρότητα ούτε από καλλιτεχνική τόλμη, καταλήγοντας να απογυμνώνει στην ουσία την εικόνα από οποιαδήποτε ουσιαστική συγκινησιακή φόρτιση. Προϊόντος σε του χρόνου και της κλιμάκωσης της έντασης, η μεταφυσική προσέγγιση της αιτιότητας αγγίζει επίπεδα αποφθεγμάτων Πάολο Κοέλιο από την ανάποδη, ενώ τα φτηνά προφητικά οράματα που επανενεργοποιούν την ελπίδα και το μαχητικό πνεύμα μάλλον αφαιρούν παρά προσθέτουν βάθος. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Μπόιλ αποτυπώνεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο στο σημείο της κορύφωσης, της επώδυνης και κατά κυριολεξία ακρωτηριασμένης απελευθέρωσης. Με την κάλυψη ενός μανδύα ρεαλισμού, ο Μπόιλ επιδιώκει εξόφθαλμα την συναισθηματική μας ταραχή, προσπαθεί να απαγάγει ή τουλάχιστον να υποκλέψει την ψυχική μας ταύτιση. Είναι μάλιστα τόσο μεγάλο το άγχος του, που προσθέτει στην ηχητική μπάντα εκκωφαντικούς ήχους πριονιού σε περίπτωση που δεν έχουμε αντιληφθεί πως βλέπουμε το πετσόκομμα ενός χεριού, ενώ μας δείχνει κάθε περιττό βήμα της διάσωσης για να ολοκληρώσει καταλλήλως τον αντί-κινηματογραφικό του παιάνα.

Έχει πολλάκις αποδειχτεί πως σε ακραίες καταστάσεις και συνθήκες ο άνθρωπος επιστρατεύει ψυχικά αποθέματα που δεν γνώριζε πως κατέχει, υπερβαίνει και επεκτείνει αφάνταστα τα όρια θραύσης του, πραγματοποιεί τα δικά του αυθεντικά γήινα θαύματα, πολύ μακρύτερα από τη φαντασία οποιουδήποτε κινηματογραφικού σεναρίου, το οποίο θέλοντας και μη ωχριά μπροστά στην αυταπόδεικτα αληθινή ζωή. Αντιστοίχως, ο κινηματογράφος οπτικοποιεί το ανεπαίσθητο, ενώνει τον κόσμο με τη δική μας αντίληψη περί αυτού, αγγίζει το αδύνατο με το δικό του μοναδικό τρόπο, δίχως να έχει ανάγκη από «πραγματικά» δεκανίκια και «αυθεντικές» παρακαταθήκες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑