RABBIT HOLE

Σκηνοθεσία: Τζον Κάμερον Μίτσελ

Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Άαρον Έκχαρτ, Νταϊάν Γουίστ, Μάιλς Τέλερ, Σάντρα Σο

Διάρκεια: 91΄

Μεταφρασμένος τίτλος: “Απώλεια”

Ο Τζον Κάμερον Μίτσελ σκηνοθετεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το καταπληκτικό μανιφέστο μιας τρανσέξουαλ τραγουδίστριας πανκ μουσικής στο «Hedwig and the angry inch» και το πιο αδύναμο και κραυγαλέο «Shortbus». Αυτή τη φορά μεταφέρει στο πανί το ομώνυμο βραβευμένο θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Λίντσεϊ Αμπέρ, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, και καταπιάνεται με περισσή ευαισθησία με ένα θέμα δύσπεπτο αλλά και καθολικής αποδοχής, αυτό της απώλειας. Από την πρώτη κιόλας σκηνή αποσαφηνίζεται το μοτίβο που θα ακολουθήσει ακατάπαυστα μέχρι το τέλος. Η Μπέκα, μια γυναίκα μεσήλικας με σφιγμένα χαρακτηριστικά, είναι γονατιστή στον κήπο της και σκαλίζει το χώμα. Τα χρώματα ξεθωριασμένα, ξεπλυμένα, κρύα. Μια γειτόνισσα την πλησιάζει και καλεί αυτήν και το σύζυγό της το βράδυ για μπάρμπεκιου. Της μιλάει με προσοχή και αμηχανία, λες και η Μπέκα είναι τρελή. Η Μπέκα αρνείται με προσποιητή ευγένεια και η γειτόνισσα άθελά της πατάει και συνθλίβει ένα λουλούδι στον κήπο… Συνήθως στον κινηματογράφο πριν την απώλεια έχουμε τον πρόλογο της ευημερίας και της ευτυχίας. Τότε που όλα –μάλλον – ήταν καλά. Αυτήν τη φορά, μπαίνουμε στην άβυσσο με τη μία. Έχουν περάσει οχτώ μήνες από τότε που η Μπέκα και ο Χάουι έχασαν τον τετράχρονο γιο τους σ’ ένα τραγικό δυστύχημα. Έκτοτε περιφέρονται νεκροί-ζωντανοί σ’ ένα κόσμο φυσιολογικών ανθρώπων που ασχολούνται με πάθος με τα ασήμαντα και σημαντικά πράγματα της καθημερινότητας, και φαντάσματα τους στοιχειώνουν σε κάθε βήμα. Το σπίτι πάλλεται από την ένταση των αναμνήσεων, στο αυτοκίνητο ο Χάουι κρατάει το παιδικό κάθισμα, η Μπέκα σαν τρελή προσπαθεί να φωνάξει πως δεν είναι τρελή και απ’ τα βλέμματα όλων προβάλλεται σαν σε ταινία το τραγικό συμβάν του παρελθόντος. Προσπαθούν από κάτι να πιαστούν, να κοιτάξουν μπροστά, αλλά είναι μπλεγμένοι στον ιστό της απώλειας κι όσο κάνουν πως κινούνται, ο ιστός δεν τους λυπάται και τους σφίγγει με μανία. Και είναι εκπληκτικό πώς ο θρήνος μοιάζει με κολλητική αρρώστια πάνω τους, πώς ο κοινωνικός περίγυρος των τέλειων φυσιολογικών ανθρώπων (βάλτε ελεύθερα στις λέξεις όσα εισαγωγικά θέλετε) τους συμπεριφέρεται λες και κουβαλάνε ένα στίγμα, το Στίγμα, μια ψυχολογική λέπρα που θα τους κατασπαράξει όλους. Σ’ αυτόν τον τέλειο κόσμο με τα ξεθωριασμένα χρώματα η Μπέκα και ο Χάουι προσπαθούν να βρούνε το πλασίμπο τους. Το πολύχρωμο χαπάκι της ηρεμίας. Για τους περισσότερους είναι το χαπάκι της πίστης στα Θεία, για άλλους είναι το χαπάκι της μετεμψύχωσης, για άλλους των παράλληλων κόσμων, του ποτού, της μαριχουάνας, του σεξ, του αθλητικού οπαδισμού, των επιφανειακών κοινωνικών σχέσεων, των μπάρμπεκιου και των ομάδων ψυχολογικής υποστήριξης. Και οι δυο τους βουτάνε τα χέρια στη σακούλα και δοκιμάζουν μερικά πλασίμπο με τυχαία σειρά. Όμως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και ο θάνατος δεν καταπολεμάται με πλασίμπο… Κάτι που επιβεβαιώνεται στα αποκαλυπτικά λόγια της γιαγιάς, αλλά και στο φινάλε της ταινίας, σε μια αληθινά εξαίσια τελική σκηνή, από τις πιο υπέροχες που μπορώ να θυμηθώ τα τελευταία χρόνια… Και μέσα σ’ όλη τη θλίψη της απώλειας, εμείς, οι λάτρεις του σινεμά, θα έπρεπε να νιώθουμε τυχεροί που μέσα σε τόσους λίγους μήνες, έχουν έρθει στην πόλη μας τόσες όμορφες ταινίες.

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.

Δείτε σχετικά: εδώ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑