Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
Παίζουν: Νίκολας Κίσκερ, Μαρλένε Καμίνσκι, Αλέξανδρος Λιακόπουλος-Μπούχολτς, Βασίλης Κουκαλάνι
Διάρκεια: 101′
Μια νύχτα με βροχή, ο Ντάνιελ, ένας Γερμανός έφηβος, καταφθάνει σε ένα απομονωμένο χωριό του Έβρου. Δεν έχει έρθει για διακοπές, ούτε για κάποιο εκπαιδευτικό ταξίδι, αλλά για να εκτίσει την ποινή του σε μια κοινότητα αγωγής ανήλικων παραβατών, που φιλοξενεί παιδιά και εφήβους από τη Γερμανία. Ο Ντάνιελ είναι μονίμως μουτρωμένος και απείθαρχος, αρνείται κάθε επικοινωνία λες και έχει πιει το αμίλητο νερό, ενώ συμπεριφέρεται επιθετικά απέναντι σε όσους προσπαθούν να τον βοηθήσουν.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, πάντως, αποκομίζουμε την αίσθηση πως ο Ντάνιελ δεν θρηνεί τη ζωή που άφησε πίσω του, αλλά τη ζωή που του έχει γλιστρήσει εδώ και καιρό από τα χέρια. Δίχως αληθινή νοσταλγία ή στέρεα σημεία αναφοράς, η μόνη έγνοια του Ντάνιελ σε αυτή τη ζωή μοιάζει να είναι το τι θα απογίνει ο σκύλος του, πίσω στο Αμβούργο. Μια πρώτη και ντελικάτη υπόνοια ότι πίσω από το σκληρό προσωπείο κρύβεται μια πληγωμένη καρδιά, που ψάχνει τρόπο να αγαπήσει μπας και αναπληρώσει για την αγάπη που δεν έλαβε ποτέ.
Στο νέο του σπιτικό, ο Ντάνιελ θα συναντήσει τον Μαξ, ένα υπάκουο και πανέξυπνο παιδί από το Βερολίνο, που λαχταρά για παρέα και επαφή, τους υπεύθυνους της μονάδας (ένα ανδρόγυνο και έναν νεαρότερο άνδρα, μεταξύ των οποίων υπάρχουν κρυφά πάθη και ένοχα μυστικά), αλλά και μπόλικα εξωτικά εμού, που εκτρέφονται στη φάρμα της κοινότητας. Ακριβώς έξω από τα όρια που ορίζει αυτός ο πεπερασμένος μικρόκοσμος, ο Ντάνιελ θα έρθει αντιμέτωπος με εικόνες και καταστάσεις πρωτόγνωρες, βίαιες και συνταρακτικές. Βήμα προς βήμα, θα ξετρυπώσει κάθε μικρό θησαυρό που κρύβει μέσα του, σκαρφαλώνοντας μια ανηφόρα αυτογνωσίας. Στη διαδρομή, θα γκρεμοτσακιστεί, θα κοντοσταθεί αμφιβάλλοντας για το πού οδεύει, θα επαναπροσδιορίσει τις καταβολές και τις συντεταγμένες του. Και θα στυλώσει το βλέμμα του στον τελικό προορισμό του εξανθρωπισμού.
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, ο σημαντικότερος Έλληνας ντοκιμαντερίστας της εποχής μας, επιστρέφει στη μυθοπλασία μετά το 2006 και την ταινία Ο γιος του φύλακα, διατηρώντας ατόφια και ακέραια όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του τα τελευταία χρόνια: την καθάρια ουμανιστική ματιά, την ικανότητα να στραγγίζει το ζουμί της ουσίας από κάθε ιστορία που ξεδιπλώνει, τη θαυμαστή αφηγηματική οικονομία, την αποφυγή οποιοδήποτε φωνακλάδικου διδακτισμού.
Το Daniel ’16 εκκινεί από μια συναρπαστική αντιστροφή της συνήθους φοράς: η Γερμανία, από τόπος εξιδανικευμένου προορισμού μετατρέπεται σε τόπο που γεννά τη φυγή και την εξορία. Ο Ντάνιελ, εξοστρακισμένος από μια ζωή κάθε άλλο παρά παραμυθένια (θα πληροφορηθούμε τα αυστηρώς απαραίτητα για το παρελθόν του με τρόπο εύστοχο και απέριττο, μα πάνω απ’ όλα πλήρως συντονισμένο με τις δραματουργικές διακλαδώσεις), θα βρεθεί ουρανοκατέβατος σε έναν άγνωστο κόσμο. Φιλόξενο και προστατευμένο εκ πρώτης όψεως, άγριο και επικίνδυνο σε απόσταση αναπνοής έξω από τα περιφραγμένα τείχη.
Το ακριτικό χωριό του Έβρου, στερνό σύνορο της Ευρώπης με την Ασία, αλλά και συμβολικό όριο ανάμεσα στο σκοτεινό παρελθόν και στην «αναμόρφωση» του Ντάνιελ, σε συνδυασμό με το τραχύ ελληνικό τοπίο, αντανακλούν μια βαθιά αίσθηση ριζώματος και ξεριζωμού την ίδια ακριβώς στιγμή. Στην πραγματικότητα, όλοι οι κεντρικοί ήρωες της ταινίας είναι με κάποιον τρόπο εκπατρισμένοι, αποκομμένοι από κάθε αίσθηση ισορροπίας, δέσμιοι των σφαλμάτων που έχουν διαπράξει και αντιμέτωποι με ένα μέλλον κάθε άλλο παρά ρόδινο. Το Daniel ’16 αποφεύγει κάθε περιττή συναισθηματική έκρηξη, χτίζοντας τις κορυφώσεις του μέσα από μελετημένες νύξεις, υπόνοιες και (κινηματογραφικά) βλέμματα. Και βρίσκει τον τρόπο να στοχεύσει στο ψαχνό, πυροδοτώντας μια ανόθευτη –και εντέλει τόσο πολύτιμη– ενσυναίσθηση.
Ο Κουτσιαμπασάκος αποφεύγει με σύνεση να διαρθρώσει την ταινία του γύρω από ένα προαποφασισμένο «μήνυμα», επιλέγοντας να χτίσει ένα σύμπαν αυθύπαρκτο και πολυεπίπεδο, όπου κάθε χαρακτήρας και κάθε υποπλοκή έχουν τον δικό τους ζωτικό χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξαιρετικά δομημένη σχέση μεταξύ των δύο νεαρών τροφίμων της κοινότητας, του Μαξ και του Ντάνιελ, η οποία κινείται σε παράλληλο ταμπλό με την περιπέτεια αφύπνισης του Ντάνιελ, λειτουργώντας ως καθρέφτης των βαθύτερων αλλαγών που φέρνουν οι μετωπικές αναμετρήσεις με τα τραύματα και τα όνειρά μας.
Οι πιο γενναιόδωρες παραδοχές και οι πιο θαρραλέες αποφάσεις δεν διατυμπανίζουν ποτέ την άφιξή τους, αλλά καταφθάνουν σιωπηλά και διακριτικά. Ο Ντάνιελ, διόλου τυχαία, προτού ξεκινήσει το ουτοπικό του ταξίδι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, θα διασταυρωθεί με ένα από τα εξωτικά εμού που έχει ξεστρατίσει από τη φάρμα. Τα εμού δεν θα γίνουν ποτέ στρουθοκάμηλοι, θα είναι πάντοτε μικρότερα, λιγότερο γρήγορα, όχι τόσο εντυπωσιακά. Θα κάνουν, όμως, ό,τι καλύτερο μπορούν, ακόμη κι αν βρίσκονται κόσμους ολάκερους μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον. Όπως και ο Ντάνιελ. Όπως και όλοι μας.