The Harvesters

Νότιος Αφρική, στα ενδότερα μιας μειονοτικής αγροτικής κοινότητας που αποτελείται από λευκούς Αφρικάανερς, τους απογόνους, δηλαδή, των Ολλανδών Μπόερς. Σε αυτή την εσχατιά του κόσμου, ο χρόνος μοιάζει αγκυροβολημένος σε μια εφιαλτική εδεμική στατικότητα. Θαρρείς και άπαντες είναι σε αναμονή ενός λυτρωτικού προπατορικού αμαρτήματος, που έχει καθυστερήσει τόσο πολύ, ώστε πλέον έχει στερέψει ο τόπος από απαγορευμένους καρπούς. Σε αυτή την ηλιοκαμένη και θαμπή Γη -όπως αποτυπώνεται και από την εξουθενωτική αντηλιά της σέπιας και ωχρής φωτογραφίας της ταινία- οι προσευχές αφορούν μονάχα την ατέρμονη διαιώνιση, σε μια πορεία απαρέγκλιτα γραμμική. Το αίμα πρέπει να είναι καθαρό, το σπέρμα οφείλει να είναι δυνατό, για να αναχαιτιστούν ο αφανισμός, η αλλοίωση, η αλλαγή εποχής.

Πολύ σύντομα, μάλιστα, καταφθάνει και η ώρα του θερισμού. Στη χριστιανική παραβολή των ζιζανίων, ο καλόβουλος σπόρος φύεται μαζί με τα κακόβουλα ζωύφια και ο απεσταλμένος του θεού, με τη μορφή του θεριστή, θα περιμένει την έσχατη στιγμή προκειμένου να διαχωρίσει το Καλό και το Κακό. Θα περισυλλέξει και θα αποθηκεύσει το πρώτο, θα κόψει από τη ρίζα και ρίξει στην πυρά το δεύτερο.

Μόνο που σε αυτό τον θερισμό δεν θα αναλάβουν δράση οι θεϊκοί εντολοδόχοι, αλλά τα πρώτα αδέρφια από καταβολής κόσμου. Ο Κάιν και ο Άβελ μοιράζονται τον πιο ισχυρό δεσμό, αλλά δεν τολμούν να το ψελλίσουν: την από κοινού χλεύη του θεού, τον εμπαιγμό της μάχης για τη θέση του ενός και μοναδικού εκλεκτού σε έναν κολασμένο παράδεισο, ενάντια στον οποίο θα έπρεπε κανονικά να ενώσουν δυνάμεις. Η αληθινή πλάνη, η αληθινή τους αμαρτία είναι η αδυναμία να συναισθανθούν αυτόν τον άρρηκτο δεσμό.

Οι θεριστές του Νοτιοαφρικάνου -με ελληνικές ρίζες- Ετιέν Καλός ζουν και αγκομαχούν σε ένα σύμπαν πνιγηρό και ασάλευτο. Έναν άγριο τόπο, όπου η μοναξιά λογίζεται ως ανίατη αρρώστια, όπου η επιλογή ισοδυναμεί με θανάσιμη αμαρτία. Σε πρώτο επίπεδο, εκκινούν από την αφετηρία μιας ενδοσκοπικής ματιάς στα σπλάχνα ενός κόσμου λησμονημένου και αυτοφυούς. Εκεί όπου η η επουράνια σιωπή είναι μόνιμη και βασανιστική, παρά τις συνεχείς επικλήσεις των μονίμως γονυπετών αμαρτωλών. Πολύ σύντομα, εξελίσσονται σε μία ιδιόμορφη ιστορία ενηλικίωσης και αποτίναξης δεσμών, ωσότου καταλήξουν να υψωθούν σε μία φλεγόμενη θρησκευτική παραβολή.

Με έναν παππού σαν σαλεμένο θεό, που έχει θολώσει με τα όσα έφτιαξε στην κοσμογονία (που στην περίπτωσή μας, ταυτίζεται με την αρπαγή και όχι με τη δημιουργία), που αρνείται να πεθάνει και δεν διανοείται να αποχωριστεί τα κεκτημένα του. Με έναν πρωτόπλαστο πατέρα, φτιαγμένο στα πρότυπα ενός θεού αυστηρού, απρόσιτου, τιμωρητικού, επικριτικού, άκαμπτου. Με μια μητέρα που δεν έχει τι να δαγκώσει για να βαφτιστεί Εύα και καταλήγει μια σκοτεινή Παναγία που δεν περιμένει τον κρίνο, αλλά ψάχνει σε απόμερες μεριές της κόλασης (τα αστικά κέντρα της Νοτίου Αφρικής κάνουν τις βραζιλιάνικες φαβέλες να μοιάζουν με ξέγνοιαστο πεζόδρομο) για τον παρατημένο αμαρτωλό που πρέπει να σωθεί. Τέλος, ο Κάιν και ο Άβελ, που ανταλλάσσουν ρόλους, που πασχίζουν να εισέλθουν στον «Παράδεισο», αλλά την ίδια στιγμή τον αποστρέφονται και ψάχνουν τρόπους για να εκδιωχθούν αυτοβούλως.

Ταυτόχρονα, ένα έμμεσο και ευφυές σχόλιο για τη Νότια Αφρική, μια χώρα που παλεύει (;) να ξεπεράσει ένα σκοτάδι που έχει απλωθεί και καταπιεί τα πάντα, που είχε καταφέρει να εδραιωθεί και να διαιωνιστεί με τον ίδιο τρόπο που δικαιολογούνταν όλες οι βιβλικές συμφορές: ελέω μιας υποτιθέμενης ανώτερης δύναμης, άκριτα, ασάλευτα, ως προαιώνια αναμφισβήτητη αλήθεια. Μια ταινία που παραγνωρίστηκε ολοκληρωτικά -και πολύ αδίκως- στα βραβεία του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑