56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Another four movies to remember

Δύο φίλες κολλητές κι άσπονδες συγχρόνως. Αλληλοεξαρτώμενες και αλληλοσπαρασσόμενες. Με αμοιβαιότητα σε όλη την κλίμακα των αισθημάτων, από την αγάπη ως το βαθύ μίσος που συνδέει δύο ανθρώπους που έχουν παραέρθει κοντά. Ορισμένες φορές, η απόσταση λειτουργεί ως ευεργεσία κι η εγγύτητα ως μέγγενη. O Άλεξ Ρος Πέρι εγκλωβίζει στο Queen of Earth την Ελίζαμπεθ Μος και την Κάθριν Γουότερστον (μεγάλη μας λατρεία από το Inherent Vice) σε ένα απομονωμένο εξοχικό, μα πάνω απ’ όλα, σε μία συνθήκη εγκλεισμού και μηδενικής διαφυγής. Σε μία τραμπάλα ανταγωνισμού, πικρίας και κατρακύλας. Το πρόσφατο παρελθόν είναι εκεί για να στοιχειώσει ακόμη περισσότερο, παρά για να μας ανακουφίσει, μέσα από flashbacks και μία συνεχή διαδοχή του τώρα και του πέρσι. Για δύο σερί χρονιές, οι δύο φίλες διαμένουν στον ίδιο χώρο, με κοινό παρονομαστή το σιγοβράζον κλίμα, αλλά με τους συσχετισμούς δύναμης να αλλάζουν. Μέσα από ένα μοντάζ κλιμακούμενης έντασης κι από γωνίες λήψης που αποτυπώνουν την εξουσία και την ψυχολογική βία, οι δύο φίλες βυθίζονται σε ένα καθεστώς απόκοσμης παράνοιας. Ένα ιδιότυπο θρίλερ, με μία αίσθηση παράλογης και αναίτιας απειλής να αιωρείται, φτιαγμένο από αμερικάνικη indie μαγιά και δανεισμένο στοιχεία από την Persona και το Repulsion. Με τις υπερβολές του, την αυταρέσκειά του, το ανακυκλούμενο μοτίβο του, αλλά με μία γοητεία πέραγια πέρα καθηλωτική.

Η Σιωπή. Η σιωπή ως κυματοθραύστης των λέξεων που εκστομίζονται με στόμφο, αλλά καταλήγουν να μην σημαίνουν και πολλά. Η σιωπή ως μέσο αντίστασης. Ως άρνηση συμμετοχής στον όψιμο παραλογισμό του λόγου. Η σιωπή ως επιλογή απόσυρσης, ως στάση άμυνας απέναντι στην επιθετικότητα της ζωής και των ανθρώπων. Ο Γιώργος Γκικαπέππας, τρία χρόνια μετά το αξιόλογο ντεμπούτο του (Η πόλη των παιδιών), πατάει σε ένα ενδιαφέρον εύρημα – τέχνασμα και φτιάχνει μία ταινία κλειστού χώρου, αλλά πάνω απ’ όλα περίκλειστου ψυχισμού. Μία σοπράνο που χάνει εθελούσια, έστω και ασυνείδητα, τη φωνή της κι επιστρέφει στο ολόαδειο πατρικό σπίτι. Όλα θα πρέπει να καθαριστούν, να μπουν σε μία τάξη από την αρχή. Το Silent εκτυλίσσεται ως μία παρέλαση διαδοχικών αναμετρήσεων της κεντρικής ηρωίδας με τους σημαντικότερους ανθρώπους στη ζωή της, με την (έξυπνα δοσμένη) παρεμβολή ορισμένων flashbacks που μας παραπέμπουν στην αρχή της αφωνίας. Και κατά κάποιο τρόπο ολότελα συμβατό με τον τίτλο και το θέμα της, η ταινία λειτουργεί υποδειγματικά σε κάποιες από τις βαρυσήμαντες σιωπές της. Όπως όταν η βουβή σοπράνο ψαχουλεύει τις χορδές του εσωτερικού του πιάνου και τον λαιμό της, εξετάζοντας δηλαδή τα ίδια της τα σωθικά. Όπως όταν αναμετράται σιωπηλά με τη μητέρα της, την κυριότερη ‘αντίπαλό’ της δηλαδή, χωρίς λέξεις, αλλά μόνο με βλέμματα και περιεκτικές σιωπές. Καθ’ οδόν προς μία έκρηξη δομημένη κι όχι υπέρμετρα μελοδραματική, το Silent ανά στιγμές υποφέρει από συγκρούσεις αναιμικές και ασθενείς κι ένα σημειολογικό πλαίσιο (ο γαλλικός Μάης του ’68) με ελλιπές φορτίο, διατηρεί όμως ζωντανό κι ακέραιο το αμιγώς κινηματογραφικό του εύρημα.

56o 2
Έχουμε πολύ συχνά ανάγκη από το όνειρο. Από το παραμύθι, από το δέλεαρ, από την υπόσχεση. Από τον Θησαυρό. Ιδίως όταν είσαι ένας υπάλληλος σε μία μουντή γκρίζα δουλειά γραφείου και διαβάζεις ιστορίες του Ρομπέν των Δασών στον πιτσιρικά γιο σου κυρίως επειδή ονειροπολείς εσύ μ’ αυτές, σίγουρα δεν θα πεις όχι σε ένα ουρανοκατέβατο κυνήγι θησαυρού. Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, από τους στρατιώτες πρώτης γραμμής του προελαύνοντος σύγχρονου ρουμάνικου σινεμά, φτιάχνει μία ταινία από τα πιο απλά και ταπεινά υλικά, προσδίδοντάς τους ιδιότητες πολύτιμων λίθων. Με χιούμορ έξυπνο και πολύ συχνά καυστικό για το παρελθόν, το παρόν, αλλά και το μέλλον της χώρας του. Με αγκυροβολημένη κάμερα σε διαλογικές σκηνές ενορχηστρωμένες με ακρίβεια. Με συχνή χρήση του εκτός κάδρου ήχου και πεδίου. Με μία γνώριμη, αν έχει παρακολουθήσει κανείς τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, ειρωνεία για τις θολές γραμμές που ισχύουν στα πάντα στη σύγχρονη ρουμάνικη κοινωνία. Με χρώματα μουντά, γκρίζα, συννεφιασμένα, σαν τη ζωή των ηρώων, ως τη στιγμή του ηλιόλουστου φινάλε. Και μιας που φτάσαμε εδώ, με ένα φινάλε που φροντίσει να σε αποζημιώσει, ακριβώς τη στιγμή που ένιωθες ότι χρειάζεσαι κάτι παραπάνω. Μία ανατροπή γλυκύτατου, και σε καμία περίπτωση γλυκανάλατου, ουμανισμού.

Ένας δυσπροσάρμοστος έφηβος που σε λίγο θα αποφοιτήσει από το σχολείο. Ένας πιστός φίλος, τον οποίο δεν αποκαλεί φίλο επειδή φοβάται τη σύνδεση με τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι της ίδιας ηλικίας που πεθαίνει. Αυτή είναι η τριπλέτα βάσης στο Me and Earl and the Dying Girl, η οποία θα ξεδιπλωθεί σε ένα τριπλό άξονα. Σε μία ιστορία απότομης ενηλικίωσης. Σε ένα φόρο τιμής στο σινεμά και στην ποπ κουλτούρα. Σε μία ρομαντική teen κομεντί που κοιτάζει κατάματα τον πόνο και του βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα. Το πρόβλημα είναι ότι ο Αλφόνσο Γκόμεζ – Ρεχόν, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, φορτώνει με τόσο υπερβολικό τρόπο και τους τρεις αυτούς άξονες, σε σημείο που η ταινία μπατάρει από το βάρος μίας επιδειξιμανίας που ξεφεύγει από τα όρια της άποψης, της οπτικής ή του ταλέντου. «Μα το κοινό τη λάτρεψε, χαρίζοντάς της το Βραβείο Κοινού στους Ανοιχτούς Ορίζοντες κι εσύ λέγε ό,τι θες», μπορείτε να μου αντιτάξετε και καλά θα κάνετε. Είναι απολύτως λογικό η ταινία να γίνει αρεστή, ιδίως σε ένα νεανικό κοινό, λόγω του ότι κυλά αβίαστα, λόγω των άπειρων αναφορών της, λόγω των υποτιθέμενα προβληματικών της χαρακτήρων, που είναι κατά βάθος τρομερά κουλ και μορφωμένοι και ουδεμία σχέση έχουν με παρίες ή underdogs σχολικού περιβάλλοντος. Εν ολίγοις λοιπόν, τα πάντα, μα κυριολεκτικά τα πάντα, στην ταινία, από τα περίεργα ευρυγώνια πλάνα, τα απότομα cuts, την εκφορά του λόγου, τις σινεφίλ παραπομπές, τη φωτογραφία και την πλοκή πασχίζουν να βροντοφωνάξουν ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μία ακόμη indie ευαισθητούλικη ταινία του σωρού. Κι ενώ εξυπακούεται πως οι αστείες στιγμές αφθονούν και πως δεν λείπουν τα έξυπνα ευρήματα (όπως οι ερασιτεχνικές ταινίες που γυρίζουν τα δύο αγόρια, που είναι απολαυστικές), το συνολικό πόνημα είναι εγκλωβισμένο σε μία μέση κατάσταση. Μακριά από ένα, στην εντέλεια δομημένο και πειθαρχημένο, σύμπαν όπως του Γουές Άντερσον, αλλά εξίσου μακριά από μία πιο πρόχειρη κατασκευή, που θα απέπνεε ανεξαρτησία στα όλα της (ας μην ξεχνάμε ότι το “indie” βγαίνει από εκεί, από τη λέξη independence). Κάπως έτσι, μπαίνουμε στην τελική ευθεία της ταινίας, όπου ο Γκόμεζ – Ρεχόν απασφαλίζει την περόνη του δράματος (κατά τρόπο επίσης υπερβολικό). Στο σημείο δηλαδή, όπου θα ήθελα να πιάσω τον εαυτό μου συγκινημένο, αλλά διαπίστωνα πως είχα ήδη απομακρυνθεί υπερβολικά από τους ήρωες…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑