Reviews Vice

29 Δεκεμβρίου 2018 |

0

Vice

Σκηνοθεσία: Άνταμ ΜακΚέι

Παίζουν: Κρίστιαν Μπέιλ, Στιβ Κάρελ, Έιμι Άνταμς, Σαμ Ρόκγουελ

Διάρκεια: 132′

Ο Ντικ Τσέινι είναι ένας τύπος που κινήθηκε παρασκηνιακά, πλησίον ή και εντός του Λευκού Οίκου για πολλές δεκαετίες. Δεν αποτέλεσε ποτέ εξιλαστήριο θύμα για τα εγκλήματα των κυβερνήσεων στις οποίες συμμετείχε. Αντιθέτως, ήταν ένας αμετανόητος θύτης που δε γνώρισε ποτέ κάποια παραδειγματική τιμωρία. Η ιστορία του είναι συνυφασμένη με τη σταδιοδρομία του κόμματος των Ρεπουμπλικανών από το 1970 και έπειτα. Σημαντικότερη θέση στην οποία βρέθηκε ήταν αυτή του σκιώδους πλανητάρχη, αντιπροέδρου και μέντορα του νεότερου Τζορτζ Μπους επί των ημερών του.

Ο θρύλος θέλει τον τρόπο με τον οποίο ο Τσέινι χειριζόταν τον βραδύνουν πρόεδρο παροιμιώδη. Στο πρόσωπο του Μπους τζούνιορ ο αναίσχυντος αντιπρόεδρος βρήκε την ιδανική βιτρίνα, έναν άνθρωπο που φέρεται σαν να μην έχει αναστολές απλώς και μόνον επειδή δεν μπορεί να αντιληφθεί τον σύνθετο χαρακτήρα των ζητημάτων που θεωρητικά διαχειρίζεται. Το πεδίο για τον μπαρουτοκαπνισμένο αντιπρόεδρο ήταν ευρύτερο από όσο θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Δυστυχώς όμως, παρεμφερώς χειριστικός είναι και ο τρόπος που ο Άνταμ ΜακΚέι εξιστορεί τα ανοσιουργήματά του.

Ο ευφυέστατος Αμερικανός καταπιάνεται με τη ζωή του Τσέινι από τα αρχικά της στάδια, όταν αυτός υπήρξε ένας περιφερόμενος loser, μία πάγια απογοήτευση για την φιλόδοξη σύζυγό του Λιν. Μέθυσος και έχοντας αποβληθεί από το Γέιλ, βρήκε την κινητήριο δύναμη της ζωής του στα λόγια ενός κυνικού -περιορισμένης εμβέλειας σε σχέση με τον ίδιο, όπως θα έδειχνε το μέλλον- ρεπουμπλικανού πολιτικού ονόματι Ντόναλντ Ράμσφελντ.

Γρήγορα οι ικανότητες του αναδείχθηκαν και κατέστη πρώτης τάξεως τσιράκι του Ραμσφλεντ, αποκομίζοντας ουσιαστικές γνώσεις για την εξέλιξή του. Κάπου εκεί έρχεται το πρώτο καταλυτικό σημείο της καριέρας του, αυτό του απέραντου ονείδους για την σύγχρονη αμερικανική ιστορία στο οποίο ο Τσέινι και ο μέντοράς του είχαν την τύχη να μην αναμειγνύονται, έχοντας αποπεμφθεί από το περιβάλλον Νίξον προ ολίγου. Το Γουοτεργκέιτ.

Είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα των αντανακλαστικών του democratic Hollywood απέναντι στην κυβέρνηση Τραμπ. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, θαρρεί κανείς πως η βαριά βιομηχανία του αμερικανικού θεάματος έχει δημιουργήσει έναν ολοκαίνουριο κώδικα: όπου προβάλλει Νίξον, μιλάει για τον Τραμπ. Άλλες φορές κομψά (Σπίλμπεργκ και The Post), άλλες φορές εντελώς φάτσα φόρα (Σπάικ Λι και BlacKkKlansman), το αμερικανικό σινεμά χρησιμοποιεί τις πρόσφατες σκοτεινές πτυχές της ρεπουμπλικανικής ιστορίας για να μιλήσει για την πιο ερεβώδη όλων, τη σημερινή. Μία περίοδο που η πολεμική έχει γιγαντωθεί, η βιομηχανία μάχεται με κάθε όπλο τον πρόεδρο, αλλά τα αποτελέσματα παραμένουν αμφιβόλου δραστικότητας. Ο λόγος είναι απλός: τούτος ο ανένδοτος αγώνας δίνεται με όρους ελιτισμού.

Οι κυβερνήσεις των ρεπουμπλικανών λοιδορούνται, όχι μεν άδικα, αλλά από μία σκοπιά ανωτερότητας και σνομπισμού, που παρασέρνει και τη λαϊκή μάζα που τις στήριξε ∙ στην πραγματικότητα, τη μάζα που στήριξε εκλογικά τον Τραμπ. Ο απώτερος στόχος θαρρεί κανείς πως είναι η συσπείρωση των δυνάμεων των δημοκρατικών, που επέδειξαν πρωτοφανή επιπολαιότητα στην μετά-Ομπάμα περίοδο.

Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την ταινία; Στο πρόσωπο του Τσέινι ο ΜακΚέι βλέπει, σχολιάζει και μέμφεται όλη την ρεπουμπλικανική ιστορία. Μία επιλογή αναμφιβόλως σκόπιμη και εύστοχη, αφού ο διαβόητος αντιπρόεδρος πληροί όλες τις προδιαγραφές. Βρίσκεται σε θέσεις ισχύος πολλά χρόνια, δεν έχει «αξιοποιηθεί» κινηματογραφικά πρωτύτερα, είναι όσο αδίστακτος χρειάζεται και συγκεντρώνει αρκετή οργή ως εμπνευστής ενός εκ των πιο μαύρων σελίδων στην αμερικανική εξωτερική πολιτική: του πολέμου στο Ιράκ.

Από το Γουοτεργκέιτ ως τα φρικαλέα Reagan economics και από την βασισμένη σε κατάφωρα ψεύδη επέμβαση στη χώρα του Σαντάμ στη σημερινή εικόνα αίσχους στο οβάλ γραφείο του πορτοκαλί πλανητάρχη, οι Ρεπουμπλικανοί είναι υπεύθυνοι για κάθε μελανό αποτύπωμα της αμερικανικής πολιτικής εντός και εκτός συνόρων. Patriot Act, βασανιστήρια, οργουελικές σχέσεις διοίκησης και διοικουμένων, διεθνής απομόνωση και υπερσυσσώρευση πλούτου στα χέρια των ισχυρών, όλα γεννήματα της αποτρόπαιης διακυβέρνησης των συντηρητικών που υπηρετούν με πάθος τους έχοντες και τους οικείους.

Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί ότι τα παραπάνω ισχύουν ∙ ο ΜακΚέι αρνείται πεισματικά να ενδώσει σε σειρήνες κινδυνολογίας, συνωμοσιολογίας και ακατάσχετης γραφικότητας για να αποδείξει το προφανές. Η ανηλεής σάτιρά του είναι προστατευμένη από τέτοιους κινδύνους. Τα προβλήματα ανακύπτουν σχετικά με όσα εξ αντιδιαστολής προβάλλονται ως πρότυπα, όχι με την καταβαράθρωση αισχρών τύπων σαν τον Τσέινι.

Σε ένα πλούσιο σε απλουστεύσεις και δίπολα subcontext, παρατηρεί κανείς μία άνευ όρων θριαμβολογία των Δημοκρατικών, μια αυτό-επιβράβευση απευθυνόμενη στους ίδιους με στόχο να θυμίσει στο κοινό τα δήθεν ιδεώδη από τα οποία εμφορείται το Κόμμα και κυρίως το τι συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι άλλοι. Το Vice, παρά τον απολαυστικό του χαρακτήρα και την αχαλίνωτη φαντασία του δημιουργού που γεννά ουκ ολίγες εξαιρετικά αστείες στιγμές, είναι δείγμα πολιτικού σινεμά μείζονος εσωστρέφειας. Οι δημοκρατικοί ηγέτες ανακηρύσσονται ήρωες δια της επιτήδειας παραλείψεως οποιασδήποτε αναφοράς στην ευθύνη τους για την πολιτική κατάντια των ΗΠΑ.

Σε μία ψύχραιμη ανάγνωση απαλλαγμένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής (άρα και εξ’ ορισμού ελλιπή), η ταινία λειτουργεί σαν μία διασκεδαστικότατη διακωμώδηση του τραγικού χαρακτήρα όσων αναφέρει. Τα κωμικά και μη ευρήματα του The Big Short είναι παρόντα και εδώ, ενώ η αφήγηση που καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής του Τσέινι είναι ισορροπημένη και διατηρεί το ενδιαφέρον δίχως κάμψεις στο ρυθμό, φανερώνοντας τα περισσότερα όπλα της στο πιο ζουμερό κεφάλαιο της καριέρας του αντιπροέδρου. Υπό τους στενούς όρους της βιογραφίας, η ταινία παρουσιάζεται εξαιρετικά πρωτότυπη και αυτό είναι απολύτως καλοδεχούμενο. Ο Τσέινι του ΜακΚέι (και του ολίγον πλαστικού αλλά εντυπωσιακού Μπέιλ) δεν είναι απλώς ένας κακός δαίμονας.

Για την ακρίβεια, ίσως να παρουσιάζεται και λιγότερο αντιπαθής και κυνικός από τον αληθινό. Είναι μία διεστραμμένη προβολή του αμερικανικού ονείρου. Ένα χαμένος τύπος που βρίσκει υπόσταση και λόγο ύπαρξης εντός ενός αδίστακτου μηχανισμού, οπαδός της άνευ όρων πολιτικής επιβίωσης και του αχαλίνωτου συγκεντρωτισμού των εξουσιών. Με επίκεντρο τη σχέση του με τη δυναμική σύζυγό του και όψεις της σχέσης του με τις κόρες του, ο Τσέινι της ταινίας είναι μία φιγούρα πλήρης στα μάτια του θεατή, που μπορεί να ψυχορραγεί μετά από ένα καρέ εμφραγμάτων αλλά η βούλησή του παραμένει σιδερένια.

Η ικανότητα του ΜακΚέι να κινηματογραφεί με ενδιαφέροντα τρόπο αυτό που στα χέρια άλλου θα προκαλούσε αφόρητη πλήξη στον θεατή είναι ήδη περίτρανα αποδεδειγμένη. Έτσι και στο συγκεκριμένο φιλμ, παρασκηνιακές κουβέντες, ανιαρές συζητήσεις εντός των τειχών και πολιτικές έννοιες αποτυπώνονται με σαρδόνιο χιούμορ, πότε γελοιοποιούμενες και πότε με την τρομακτική τους διάσταση φανερή. Εξαιρετική είναι και η διαχείριση της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου ως πολιτικού γεγονότος, με τον νου του δημιουργού στραμμένο στην ανάλγητη εκμετάλλευση της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτή ήταν άλλωστε και η περίοδος που ο Τσέινι έφτασε εγγύτερα στο προσκήνιο από ποτέ.

Με μία post credits scene που φανερώνει μία σχετική αμηχανία και την passive aggressive διάθεσή προς το κοινό που θα την κριτικάρει από οποιαδήποτε σκοπιά, ο ΜακΚέι ομολογεί τη δική του ανασφάλεια ως προς το φιλμ. Γιατί όσο ισορροπημένο είναι στους όρους της δραματουργίας του, άλλο τόσο προδήλως και τεχνηέντως χειριστικό είναι εκτός αυτών. Ένας τόσο ευφυής και ρηξικέλευθος δημιουργός σαν και αυτόν, είναι επόμενο να το αναγνωρίζει. Πάντως, για ένα κοινό που δεν επιθυμεί να συσχετίσει την ταινία με την εποχή της, η απόλαυση είναι σχεδόν βέβαιη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑