Σκηνοθεσία: Ανταμ ΜακΚέι
Παίζουν: Κρίστιαν Μπέιλ, Στιβ Καρέλ, Ράιαν Γκόσλινγκ, Μπραντ Πιτ, Μαρίσα Τομέι, Μελίσα Λίο
Διάρκεια: 131′
Σεπτέμβριος 2008. Η κρίση του κάποτε κραταιού παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος κορυφώνεται με την κατάρρευση ενός αμερικανικού κολοσσού. Η Lehman Brothers, μετά από 158 χρόνια ισχυρής παρουσίας στα χρηματοπιστωτικά τεκταινόμενα της γης των ευκαιριών αφήνεται να κηρύξει πτώχευση μπροστά στα έκπληκτα μάτια –και κάποτε δήθεν έκπληκτα– μικρών και μεγάλων παικτών του διεθνούς παιχνιδιού. Δεν ήταν η πρώτη τράπεζα που χρεοκόπησε στη νεότερη ιστορία∙ η κατάρρευσή της όμως ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αποτέλεσμα κακών ή παράτολμων τραπεζικών χειρισμών. Η σημασία της πτώσης από τον παράδεισο της 5ης τότε μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ υπερέβαινε ακόμα και τις χιλιάδες των ανθρώπων που συμπαρέσυρε μαζί της, αφού σηματοδοτούσε αυτό που έμελλε ο δυτικός κόσμος να ζήσει στο πετσί του, κατά τόπους βέβαια, το επόμενο διάστημα. Την διάψευση της ελπίδας και την αρχή του τέλους της αφθονίας.
Στο The Big Short, που αποτελεί διασκευή του ομότιτλου βιβλίου του Μάικλ Λιούις, συναντάμε μια σειρά από χαρακτήρες πέρα ως πέρα διαφορετικούς μ’ ένα μόνο σημείο τομής. Είχαν όλοι δει αυτό που μετά ονομάστηκε αυτονόητο: την παράλογη διάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας, με πρώτο και καλύτερο τον τραπεζικό της τομέα∙ και όχι επειδή ήταν ιδιοφυΐες. Το έτος 2005, που σήμερα μοιάζει οικονομικά προϊστορικό, ένας αντισυμβατικός οικονομικός αναλυτής, διαχειριστής ενός fund, παρατήρησε αυτό που όλοι βολικά προσπερνούσαν. Παράλληλα, ένας τραπεζικός υπάλληλος διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές και προσεγγίζει μια μικρή ομάδα επενδυτών ώστε να μοιραστεί μαζί της, με το αζημίωτο βέβαια, την ανακάλυψή του. Τέλος, δύο στερεοτυπικοί νεαροί losers, με οικονομικές γνώσεις, ανακαλύπτουν τυχαία το ίδιο πράγμα και αποφασίζουν να κινηθούν άμεσα προς ίδιον όφελος. Τι είδαν όλοι αυτοί; Τη μία και μοναδική τεράστια φούσκα της κτηματαγοράς, θεμέλιου τότε λίθου της αμερικανικής τραπεζικής οικονομίας. Παρατηρώντας όλοι ότι οι τραπεζικές επενδύσεις στις υποθήκες είναι ένα πτώμα που απλά δεν έχει αρχίσει να μυρίζει ακόμα, αποφασίζουν να κάνουν αυτό που θα έκανε κάθε σωστός πατριώτης. Να στοιχηματίσουν, εκμεταλλευόμενοι τα όπλα που το ίδιο το σύστημα τους δίνει και ονομάζονται swaps, εναντίον της αμερικανικής οικονομίας, ώστε να αποκομίσουν τα μέγιστα οφέλη που θα τους αποφέρουν οι αποδόσεις, σε μια εποχή που η αμφισβήτηση της κτηματαγοράς ήταν δείγμα παραφροσύνης, αποδεικνύοντας ότι το κεφάλαιο όχι μόνο δεν έχει πατρίδα, αλλά δεν έχει και κανενός είδους συνείδηση.
Όσο σταδιακά προχωρούν, αντιλαμβάνονται προς ειλικρινή έκπληξη τους ότι η σήψη της οικονομίας είναι πολύ βαθύτερη απ’ ο,τι μπορεί να πίστευαν αρχικά. Οι εταιρίες αξιολόγησης, που συνεχίζουν να αποδίδουν στις καταχρεωμένες τράπεζες τον ανώτερο βαθμό επενδυτικής ασφάλειας, όχι απλά γνώριζαν, αλλά ήταν με χέρια δεμένα, ιδανικοί παίκτες ενός αδηφάγου συστήματος που, τυφλωμένο από το κυνήγι του βραχυπρόθεσμου κέρδους, στρουθοκαμηλίζει χωρίς να υπολογίζει συνέπειες. «Δεν είναι ότι δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τα δεδομένα, αυτά είναι προφανή. Είναι απλά ηλίθιοι» δηλώνει εν είδει ύβρεως ο γιάπης που τα βάζει με το αφεντικό του, προσπαθώντας να πείσει την ομάδα να επενδύσει στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, για να έρθει η πραγματικότητα να τον διαψεύσει τραγικά. Αυτό που αρχικά φάνταζε παιδαριώδες ήταν τελικά μια ολοκληρωμένη, δεοντολογικά και ποινικά κολάσιμη, απάτη. Η φούσκα της κτηματαγοράς ήταν ορατή σε όποιον έπρεπε να είναι και οι τράπεζες έπαιζαν όντως με ασφάλεια. Σ’ ένα βαθμό, τα αξιολογικά «triple A’s» που τους απένειμαν η εταιρίας αξιολόγησης ήταν ορθά. Όχι γιατί οι κτηματικές επενδύσεις ήταν ορθολογικές αυτές καθ’ αυτές, το κάθε άλλο, αν είχε προχωρήσει σε τέτοιου τύπου ανοίγματα ένας απλός ιδιώτης θα είχε υπογράψει το διαβατήριο του προς την οικονομική κόλαση. Αυτό που η ετερόκλητη ομάδα δεν υπολόγισε είναι πως κατ’ ουσίαν οι τράπεζες ορίζουν το παιχνίδι, δεν συμμετέχουν απλώς σε αυτό. Εκεί ακριβώς που μια απλή εταιρία καταρρέει σαν κακοστημένη τράπουλα, το τραπεζικό σύστημα προστατεύει τα τέκνα του και δέχεται άνευ υποχρέωσης ανταλλάγματος τα κρατικά κεφάλαια, τα χρήματα δηλαδή του φορολογούμενου βιοπαλαιστή, προς σωτηρίαν του, επειδή είναι τόσο ισχυρό που δε μπορεί να αφεθεί στην καταστροφή. Το πολιτικό σύστημα που το ίδιο συντηρεί, ιδανικό υποχείριο, θα πατήσει επί πτωμάτων για να το διασώσει, αφού κατά το προσφάτως ιδιαίτερα προσφιλές μότο, «there is no alternative».
Όταν έγινε πια φανερό στην ομάδα ότι η διαφαινόμενη οικονομική φούσκα δεν είναι τίποτα άλλο από μια παρατραβηγμένη φάρσα του καπιταλισμού με θύματα το μόχθο της εργατικής και της μεσαίας τάξης, ο καθένας χάραξε τη δική του πορεία, ανάλογα με την προσωπική του ιστορία για την οποία γίνονται κάποιοι υπαινιγμοί καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Από απογοητευμένοι έως αηδιασμένοι, οι παράτολμοι επενδυτές έχουν μπροστά τους μια ευρεία γκάμα επιλογών. Άλλοι αποτραβιούνται εντελώς, αντιλαμβανόμενοι την καρκινογόνα διαφθορά που καλύπτει όλο το πολιτικό και οικονομικό φάσμα, άλλοι εμμένουν θυμωμένοι στην ενασχόληση με τα τραπεζικά. Όλοι όμως έχουν πια αντιληφθεί ότι η μαθηματικά και στατιστικά τεκμηριωμένη ανάγνωση του επενδυτικού κόσμου ωχριά μπροστά στην πραγματική εξουσία, που δεν είναι άλλη από αυτή του μεγάλου κεφαλαίου. Την εξουσία αυτή που τίθεται υπεράνω δημοκρατικού ελέγχου και λαϊκών συμφερόντων και το μόνο που πραγματικά την απειλεί είναι η ίδια της η απληστία.
Η αισθητική προσέγγιση του μέχρι πρότινος απασχολούμενου με κωμωδίες ΜακΚέι είναι το μεγάλο κινηματογραφικό στοίχημα. Προσπαθώντας να διακωμωδήσει την αισχρή πραγματικότητα, προσθέτει στοιχεία που απαλύνουν το βαθύ δράμα, όπως η παρουσία διάσημων γκεστ που επεξηγούν τους οικονομικούς όρους, διακόπτοντας τη ροή της ταινίας. Το όλο εγχείρημα ακροβατεί ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και το βιντεοκλίπ, υποκύπτοντας στο σύνηθες δόγμα κάθε οικονομικού ενδιαφέροντος έργου που λέει ότι επειδή το θέμα είναι επιφανειακά δυσνόητο και ίσως βαρετό, θα πρέπει το συνολικό αποτέλεσμα να μην αφήνει το θεατή να πάρει το μάτι του από το πανί. Ο ρυθμός είναι αρχικά φρενήρης και χρησιμεύει στην έξυπνη παρουσίαση της εγκληματικής εθελοτυφλίας της αμερικανικής κοινωνίας του μιλένιουμ, ενώ στη συνέχεια καταλαγιάζει και επιτρέπει στο θεατή να παρατηρήσει προσηλωμένος την εξέλιξη της βασικής πλοκής. Το δεύτερο στοίχημα του σκηνοθέτη είναι το υπέρλαμπρο καστ. Στο πεδίο των χαρακτήρων, το έργο σέβεται αρκούντως τον εαυτό του ώστε να μην επιτρέψει στους πρωταγωνιστές να περιφέρουν την ομορφιά τους α λα Συμμορία των 11. Βέβαια, οι προσωπικές ιστορίες του καθενός είναι κάπως περιθωριακές και ως εκ τούτου, όταν πρέπει να έρθουν στο προσκήνιο, η εικόνα αποπνέει κάποια προχειρότητα, αλλά σε γενικές γραμμές η δουλειά που έγινε είναι ικανοποιητική. Παραμένει όμως αβίαστα αστείο να αναλύουν ο Μπραντ Πιτ ως αηδιασμένος από τη διάρθρωση της οικονομίας φωστήρας, ο Κρίστιαν Μπέιλ ως enfant terrible των επενδύσεων και ο Ράιαν Γκόσλινγκ ως φιλόδοξος τραπεζοϋπάλληλος, την ταξική αδικία και την τραπεζική καταδυνάστευση. Πιο στιβαρή όλων είναι η ερμηνεία του Στιβ Καρέλ, που ενσαρκώνει και τον πιο πολύπλευρο χαρακτήρα, που παλεύει με τους δικούς του δαίμονες ως ηγέτης της επενδυτικής ομάδας που προσεγγίζει ο Γκόσλινγκ.
Παρότι η ταινία φλερτάρει επικίνδυνα με το ξέπλυμα μιας περίεργης κάστας ορκισμένων οπορτουνιστών της αμερικανικής οικονομίας, τελικά μένει το κατά δύναμιν πιστή στην αρχική της σκέψη. Αναγνωρίζει ότι η ιστορία που αφηγείται υπερβαίνει σαρωτικά τους ήρωες της και τους χρησιμοποιεί σαν μάτια πίσω από τις κλειδαρότρυπες με απώτερο σκοπό να καταδείξει το αδίστακτο του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, δίνοντας ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα που αποκλίνει από τη δομή του αναξιοπαθούντος πρωταγωνιστή που τελικά επιβιώνει στο σκληρό σύστημα. Οι ήρωες εδώ είναι πιόνια με ψευδαίσθηση αυτονομίας που για μία στιγμή κοίταξαν το χέρι που τους κινεί. Στον πυρήνα τους, ακόμα και αν δεν καθίσταται σαφές, είναι αντιήρωες που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν μια κρίση που δεν προκάλεσαν ούτε και μπορούσαν να αποτρέψουν. «Σορτάρω» σημαίνει επενδύω στην πτώση της αξίας συγκεκριμένων τίτλων. Οι ανωτέρω γιάνκηδες στοιχημάτισαν πάνω στο θάνατο της οικονομίας με τη γνωστή παραισθησιογόνα ελαφρότητα του σκληρού τζόγου, όταν όμως αντίκρισαν στα κλεφτά το τέρας, σάστισαν.
Το φιλμ του ΜακΚέι μοιάζει με απελπισμένη καταγγελτική κραυγή στο πρόσωπο της τραπεζικής μαφίας. Της μαφίας που σαν δεσπότης περιφέρει τη μεγαλομανία της πάνω από την εξαθλίωση που επιφέρει το οδυνηρό πέρασμά της και, σε αντίθεση με την κλασική μαφιόζικη νοοτροπία, δε γνωρίζει κανέναν ηθικό κώδικα. Μιλάει για το αδίστακτο κεφάλαιο που βλέπει περιττές ζωές, που αθροίζει τις ψυχές στο βωμό του κέρδους και αποκοιμίζει ταξικά τον λαό προσφέροντάς του φρούδες ελπίδες ανέλιξης στα διδάγματα του αμερικανικού ονείρου, για να τον γεμίσει με παράλογο μίσος κάθε είδους προκειμένου να τον κρατήσει χαμηλά, όταν κατά τη συμπλήρωση των επονείδιστων κύκλων της οικονομίας δυσκολεύεται να του παρέχει το όπιο για να τον κρατάει ζαλισμένο. Ακόμα χειρότερα, όταν οι κεφαλαιοκράτες αποτυγχάνουν να μοιράσουν μεταξύ τους την πίτα και δημιουργείται η λεγόμενη κρίση, ο μόνος που κρίνεται είναι ο καθημερινός άνθρωπος, που στέκει κατηγορούμενος ότι ζούσε πλουσιότερα από όσο άξιζε και, ξαφνικά, η λέξη «λιτότητα» του φαντάζει πιο οικεία από τη λέξη «αξιοπρέπεια». Το μόνο που απομένει είναι να αναρωτηθεί κανείς αν αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου του 21ου αιώνα. Και, ναι, δυστυχώς, αυτό είναι το σύγχρονο πρόσωπο του καπιταλισμού, καταστροφικό αλλά και αυτοκαταστροφικό.