What's On The Kindergarten Teacher

14 Φεβρουαρίου 2019 |

0

The Kindergarten Teacher

Σκηνοθεσία: Σάρα Κολάντζελο

Παίζει: Μάγκι Τζίλενχαλ

Διάρκεια: 96′

Ελληνικός τίτλος: “Η Νηπιαγωγός”

Η Λίσα είναι μία νηπιαγωγός που ζει μία ήσυχη μεσοαστική οικογενειακή ζωή. Αντιπαλεύει την εκκωφαντική κενότητα της καθημερινότητάς της λαμβάνοντας μέρος σε μαθήματα ποίησης για ενήλικες. Όταν ακούει για πρώτη φορά τον πεντάχρονο Τζίμι να συνθέτει συνειρμικά ένα ποίημα, σαγηνεύεται από τη δύναμη των λέξεων που εκφωνεί το παιδί. Ερασιτέχνης –ετυμολογικά– ποιήτρια και η ίδια, αποφασίζει να προωθήσει το ταλέντο του παιδιού και να το θέσει υπό την προστασία της. Μία προστασία όμως που καθίσταται επεμβατική και φορτική και συνοδεύεται από μία λογοκλοπή ˙ ως σπουδάστρια του ποιητικού λόγου, η Λίσα παρουσιάζει στην τάξη της τα ποιήματα του παιδιού σαν δικά της.

Ριμέικ της προ πενταετίας ισραηλινής ταινίας που κυκλοφόρησε διεθνώς με τον ίδιο τίτλο, το φιλμ της Σάρα Κολάντζελο επικεντρώνεται σε έναν εξαιρετικά σύνθετο γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο και αφήνει πολύ αφηγηματικό χώρο στην Μάγκι Τζίλενχαλ τον οποίο αυτή γεμίζει στο έπακρο. Η Λίσα είναι μία γυναίκα που βουλιάζει εκεί που όλοι της τονίζουν ότι θα έπρεπε να επιπλέει. Έχει καλό εισόδημα και δύο παιδιά, όμορφο σπίτι και ατάραχη ζωή. Λατρεύει την τέχνη, καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες στην ποίηση, αδυνατεί όμως να παράξει κάτι που η ίδια ή και κάποιος άλλος βρίσκει αξιοσημείωτο. Είναι ένας άνθρωπος που ταλανίζεται από τη τυραννία της απουσίας ταλέντου.

Όταν εντοπίζει την ποιητική φλέβα στον μικρό Τζίμι, η εσωτερικά εκπορευόμενη δυστυχία της έρχεται στην επιφάνεια. Η ανικανοποίητη καρδιά της δε μπορεί να συνεχίσει να υποκρίνεται ότι χτυπάει κανονικά μπροστά στη θέα ενός θείου δώρου. Το πρώτο ποίημα, άλλωστε που ακούει από τα χείλη του μικρού τελειώνει με τη φράση «like a gift from God». Γιατί αυτό είναι η καβαφική «Τέχνη της Ποιήσεως»: Ξέρει κάπως από «φάρμακα», ψευδοαντίδοτα για τον χρόνο που κυλάει ανυποχώρητα εμπρός εξαφανίζοντας όνειρα και αναζητήσεις στη μαύρη τρύπα που κουβαλά μαζί του. Η Ποίηση που τόσο λείπει από τη ζωή της Λίσα και βγαίνει φυσικά από τα σπλάχνα του Τζίμι. Αυτές οι «νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ», που τόσο έχει ανάγκη η πρώτη και το μέγεθος των οποίων αδυνατεί να συλλάβει το παιδικό μυαλό του δεύτερου.

Η Λίσα φθονεί, θαυμάζει, νοιάζεται για το ποιητικό υποκείμενο. Αισθάνεται υπεύθυνη για τη σωτηρία του ταλέντου από έναν κόσμο στον οποίο η ποίηση αργοπεθαίνει και παράλληλα αδικημένη που δεν είναι αυτή που φέρει το χάρισμα. Σαν πρέσβειρα διάσωσης του ποιητικού λόγου που αδυνατεί να ανυψωθεί στο μεγαλείο του. Το ταλέντο, όπως το εννοεί η δημιουργός, είναι σκληρό και δώρο, δε λογαριάζει χρείες ανθρώπων και προσπάθειες. Εμφανίζεται όπου επιθυμεί, αδιαφορεί αν θα γνωρίσει την πλήρη ανάπτυξή του, σχεδόν γοητεύεται από τον πόνο που προκαλεί η απουσία του σε όσους το ζητούν με λαχτάρα. Το ανυπολόγιστο κενό του γεμίζει η εμμονή, που εκφράζεται με άπειρους διαφορετικούς τρόπους αλλά έχει πάντα το αντικείμενο: τη διαφυγή στους απέραντους προορισμούς της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τη διαμόρφωση της πίστης ότι η ζωή δεν είναι τόσο «ελάχιστη» όσο την κάνει να φαίνεται η απουσία της τέχνης.

Η νηπιαγωγός είναι παγιδευμένη ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες. Από τη μία, δε δύναται να αρκεστεί στον παθητικό ρόλο του εραστή της τέχνης και πασχίζει να βρει τη δημιουργικότητα στο καλλιτεχνικό της έργο. Από την άλλη, δε μπορεί να βρει ίχνος καθημερινής ποίησης στη δική της ζωή ώστε να αντλήσει κουράγιο, εν αντιθέσει με τις υποσχέσεις τόσων και τόσων ποιητών ανά την υφήλιο. Οι τοίχοι του όμορφου σπιτιού της δημιουργούν ασφυκτικό κλοιό, κανένα από τα αγγίγματα του συζύγου της δεν αναπληρώνει το ψυχικό της έλλειμμα, ενώ και τα παιδιά της κατοικούν σε άλλους πλανήτες. Η Λίσα είναι μία προβολή της ανεπάρκειας της σύγχρονης ιερής αμερικανικής καθημερινότητας που έχει εξορίσει την ποίηση και την έχει αντικαταστήσει με μία πισίνα στον κήπο.

Η Κολάντζελο ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις τις διαχείρισης ενός πολυδιάστατου χαρακτήρα. Ξεγελάει ανά στιγμές τον θεατή, αυξομειώνοντας επιτυχημένα τη συναισθηματική φόρτιση του έργου. Εκφεύγει όμως του χειριστικού ύφους, αποδίδοντας με τρόπο πλήρη και μεστό, σε συνεργασία με την εξαίσια Τζίλενχαλ, το συναισθηματικό της αδιέξοδο. Αγκαλιάζει τις αντιφάσεις  της και γνωρίζει ότι δε χρειάζεται να εκπέσει σε μελοδραματικές μεθόδους για να εξηγήσει τα ολισθήματά της. Το καταφέρνει με το να τα κοιτάξει γενναία και να πλάσει στιβαρά τον κόσμο της ως κενό έμπνευσης και έντασης.

Με τη σχέση των δύο πρωταγωνιστικών χαρακτήρων να κατευθύνεται σε ατραπούς που χάραξε το εμβληματικό «Amadeus» του Μίλος Φόρμαν, η δημιουργός ανιχνεύει το τραύμα που αφήνει η έλλειψη του ταλέντου σε μία ψυχή που αποζητά με πάθος τη δημιουργία. Ο Τζίμι δημιουργεί αυτόματα, δίχως φανερό κόπο και χωρίς να έχει ανάγκη την αναγνώριση ή την προστασία του ταλέντου του. Η Λίσα βλέπει στο πρόσωπό του το όχημα της διαφυγής της από το δικό της μονότονο γκρίζο. Αλλά, κανείς, ούτε ο ίδιος ο Ποιητής, δεν έχει την ικανότητα να θεραπεύσει τη θλίψη της. Γιατί αυτός θα είναι πάντα και εξ ορισμού ο μεγάλος Άλλος τα χνάρια του οποίου αυτή θα αναζητά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑