What's On Saint Omer (2022)

25 Απριλίου 2023 |

0

Saint Omer (2022)

Σκηνοθεσία: Αλίς Ντιόπ

Παίζουν: Γκουσλαζί Μαλαντά, Καγιέ Καγκαμ

Διάρκεια: 119’

Στο χαρτί η περίπτωση φαντάζει απλή και συνηθισμένη: μία παιδοκτονία που συντάραξε τη γαλλική κοινή γνώμη πριν περίπου μία δεκαετία μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη για να αποτελέσει την πρώτη ύλη ενός δικαστικού δράματος. Στο Saint Omer, όμως, δεν θα συναντήσουμε τις καθιερωμένες συμβάσεις του είδους, δεν θα εμφανιστούν από το πουθενά μάρτυρες-κλειδιά, τα μέρη της δίκης δεν θα προβούν σε δριμύτατα «κατηγορώ» ή δακρύβρεχτες απολογίες. Οι όποιες απαντήσεις δεν συνδέονται με την ετυμηγορία. Αν αποστολή μίας δίκαιης δίκης είναι η εξεύρεση της αλήθειας και μέσω αυτής μία ορθολογική απόφαση, το χρέος της κινηματογραφικής μεταφοράς της είναι η αναζήτηση μίας άλλης αλήθειας, συναισθηματικής και φευγαλέας, από αυτές που δεν χωρούν δίπλα στο διατακτικό που απαγγέλλει την ποινή που αντιστοιχεί σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα.

Η αναζήτηση αυτή απαιτεί αυστηρά κάδρα, τέτοια που να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη αφηγηματική απόσταση. Η Ντιόπ, πολύπειρη στο χώρο του κινηματογράφου τεκμηρίωσης, εμπιστεύεται μεγάλης διάρκειας σεκάνς που δομούνται μέσα από μεσαία-κοντινά πλάνα και είναι γεμάτες από ερωταποκρίσεις δικανικής υφής. Οι βασικές της χαρακτήρες βρίσκονται σχεδόν πάντα στο κέντρο του πλάνου όταν μιλούν˙ ιδίως η κατηγορουμένη είναι αυτή που πρέπει να ακουστεί. Χρησιμοποιώντας αυτολεξεί παραθέσεις από τα πρακτικά της δίκης, η δημιουργός προσεγγίζει τον κλινικό τόνο μίας δικαστικής διαδικασίας υπό κινηματογράφηση. Ωστόσο, σύντομα, το κοινό απομακρύνεται από τη θέση του οιονεί ενόρκου και τίθεται σε λειτουργία το αναλυτικό ψυχογράφημα που χτίζει, χωρίς να αφήνεται περιθώριο για συναισθηματικούς τακτικισμούς, ένα παλίμψηστο περιθωριοποίησης, ενοχών και μητρικών αδιεξόδων.

Ο παραλληλισμός των δύο πρωταγωνιστριών κομίζει πολλαπλά οφέλη στην ταινία. Η παρατηρητής, alter ego της δημιουργού, νιώθει πως τελεί σε συνθήκη παράλληλων βίων με την κατηγορουμένη και γνωρίζοντας την τραγική κατάληξη, παραλύει σταδιακά από τον φόβο. Οι αναδρομές στο δικό της παρελθόν, προσεκτικά τοποθετημένες και επικεντρωμένες στην τρικυμιώδη σχέση με τη μητέρα της, προσδίδουν τον χαρακτήρα της αέναης επανάληψης στα βιώματα των γυναικών, μίας άχρονης διαδικασίας που τις υπερβαίνει. Βέβαια, ο χώρος και ο χρόνος γεμίζει από την Γκουσλαζί Μαλαντά, που παραδίδει στον ρόλο της κατηγορούμενης μητέρας μία σεμιναριακού επιπέδου ερμηνεία, γεμάτη μικροεκφράσεις, αγωνίες που εμφανίζονται με ένα πετάρισμα του βλεφάρου και μία ιδιόμορφη σωματικότητα που άλλοτε της επιτρέπει να ορθώνει το ανάστημά της πάνω από το εδώλιο και άλλοτε να συνθλίβεται από το φορτίο όσων αντιμετωπίζει.

Ο «έξω κόσμος» της ταινίας, χώρος στον οποίο η Ντιόπ καταφεύγει εύσχημα και με οικονομία, είναι ένας κόσμος αόρατων και αδιόρατων λευκών προνομίων, στον οποίο το μαύρο γυναικείο βίωμα ασφυκτιά. Ένας κοινωνικός χώρος δημιουργημένος από λευκούς για λευκούς, ακόμα και αν καμώνεται ότι δεν είναι τέτοιος. Οι πολλαπλών επιπέδων αφήγηση της Ντιόπ φωτίζει πολύπλευρα αυτή την εξαντλητική συνθήκη, με τις μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν την ποιότητά της ως κινηματογραφίστριας να σφραγίζουν το κείμενο της ταινίας σε ανύποπτα σημεία: είναι η αποτύπωση του διαγενεακού αποικιοκρατικού τραύματος μέσα από μία φευγαλέα, φαινομενικά ασήμαντη σκηνή ενός μπολ που δεν πλύθηκε καλά ή μια συνάντηση των βλεμμάτων των μαύρων υποκειμένων εντός της δικαστικής αίθουσας, στιγμές που μαρτυρούν ζηλευτή αφηγηματική δεινότητα.

Σε αυτή τη σύγχρονη «Μήδεια», η Ντιόπ αρνείται πεισματικά να εκπέσει σε κιτρινισμούς και να πάρει θέση για το ειδεχθές του εγκλήματος, το οποίο ούτως ή άλλως αποτελεί μια δοκιμασία για τα αντανακλαστικά του λεγόμενου κοινού περί δικαίου αισθήματος. Το αντιμετωπίζει μάλλον σαν σύμπτωμα μίας εμπεδωμένης και θεσμικής φυλετικής αδικίας, μολονότι ακόμα και αυτή η διατύπωση αδικεί την πολυσχιδή της προσέγγιση. Εντέλει, το Saint Omer είναι κάτι παραπάνω από το αποτέλεσμα της εξαντλητικής προσωπικής έρευνας της δημιουργού του˙ είναι μία τραγωδία που θολώνει τα προκατασκευασμένα μανιχαϊστικά όρια που κατατείνουν στην ανθρωποφαγία, όχι για να αφαιρέσει κάτι από την αποδοκιμασία του φρικτού εγκλήματος, αλλά για να δημιουργήσει μία οπτική που μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα τη θεσμική μας αποτυχία, μαζί με τη βέβαιη απαξία που επιφυλάσσουμε από την αδιατάρακτη σιγουριά της θέσης μας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑