What's On Paradise

29 Σεπτεμβρίου 2017 |

0

Paradise

Σκηνοθεσία: Αντρέι Κοντσαλόφσκι

Παίζουν: Γιουλίγια Βισότσκαγια, Κρίστιαν Κλάους

Διάρκεια: 130’

Η γνωστή αγγλική ρήση “It runs in the family” μάλλον ωχριά για να περιγράψει την σχεδόν κληρονομική καλλιτεχνική φλέβα της φαμίλιας του -80χρονου πλέον- Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Κοντσαλόφκσι. Γόνος του συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας Σεργκέι Μιχάλκοφ, που έχει γράψει τους στίχους 2 διαφορετικών βερσιόν του εθνικού ύμνου της πρώην ΕΣΣΔ (στην πρώτη υμνώντας τον Στάλιν και στη δεύτερη χωρίς να τον αναφέρει καν, λόγω της από-σταλινοποίησης της εποχής…) και της ποιήτριας Νατάλια Κοντσαλόφσκαγια. Εγγονός και δισέγγονος διάσημων ζωγράφων, καθώς και μεγάλος αδερφός του σκηνοθέτη και νυν προέδρου της Ρωσικής Κινηματογραφικής Ομοσπονδίας Νικίτα Μιχάλκοφ (ο οποίος διάλεξε το πατρικό έναντι του μητρικού ονοματεπώνυμου, σε αντίθεση με τον Κοντσαλόφσκι).

Ο ίδιος διετέλεσε σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη του Αντρέι Ταρκόφσκι επί σειρά ετών, προτού δοκιμάσει κι αυτός την τύχη του στη σκηνοθεσία. Το 1979, κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση με την επική Σιβηριάδα, η οποία απέσπασε το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής των Καννών. Αμέσως μετά, τον τσίμπησε η λαβίδα του Χόλιγουντ, όπου διέγραψε μία συγκλονιστικά άνιση καριέρα, υπογράφοντας το αριστουργηματικό Το τρένο της μεγάλης φυγής (1985), αλλά και μπόλικες μπαρούφες (βλέπε Τάνγκο και Κας [1989]). Έμεινε στην αφάνεια για δεκαετίες ολόκληρες, ενώ εσχάτως κι αναπάντεχα βγήκε από τη ναφθαλίνη, κερδίζοντας δύο back to back Αργυρούς Λέοντες Σκηνοθεσίας, στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Αρχικά με το The Postman’s White Nights (2014), το οποίο δεν είδαμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, κι έπειτα με το -ενδιαφέρον, καλαίσθητο, σαγηνευτικό, αλλά και υπογείως αυτάρεσκο- Paradise.

Ο Κοντσαλόφσκι παραπέμπει ευθέως στη Θεία Κωμωδία, όπου ο Δάντης ξεκινά το ταξίδι του από την Κόλαση, μεταβαίνει στο Καθαρτήριο του εξαγνισμού και της τιμωρίας, και έχει ως τερματικό σταθμό τον Παράδεισο. Ο οποίος, όμως, είναι κι αυτός διαιρεμένος ιεραρχικά, όπως και οι προηγούμενοι σταθμοί του ταξιδιού, και αποφεύγει να στοιβάξει όλους τους ενάρετους μαζί. Το Κακό έχει άπειρα πλοκάμια, αλλά και το Καλό δεν πάει πίσω. Οι πράξεις είναι εξ ορισμού ετυμολογικά α-νόητες και επαφίεται σε εμάς το βάρος της νοηματοδότησής τους.

Καλοί και κακοί στο ίδιο καζάνι, λοιπόν, εκβιαστικά αναγκασμένοι να δικαιολογήσουν τα φαινομενικά αδικαιολόγητα και αυθόρμητα. Η ταινία του Κοντσαλόφκσι ξεδιπλώνεται αγχωμένα στο Καθαρτήριο, ανατρέχει υπομονετικά στην Κόλαση και αναμένει καρτερικά τον Παράδεισο. Και ξεκαθαρίζει το προφανές. Στη Γη, υπάρχει πάντα επάρκεια χώρου για να φτιάξει κανείς μία κόλαση. Υπάρχει πάντα «αρκετός χώρος για να πεθάνεις», που έλεγε κι ο Λειβαδίτης. Ο Παράδεισος, όμως, που απεργαζόμαστε είναι πάντα περίκλειστος, σφιχτός και εκλεκτικός.

Ο Κοντσαλόφσκι σκιτσάρει ένα σκαληνό τρίγωνο χαρακτήρων, που κινδυνεύει συνεχώς να μπατάρει λόγω ανισορροπίας, και τους ρίχνει στην καρδιά της αντάρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, τους τοποθετεί ενώπιόν μας, ενδύοντάς μας ολίγον εκβιαστικά με τον θεϊκό ρόλο του κριτή, έναν ρόλο όμως που δεν παύει πλαγίως να υπονομεύει (ατιμία εις διπλούν, δηλαδή). Τρεις βασανισμένοι χαρακτήρες, σκέτα καρυδότσουφλα της Ιστορίας και της γενικευμένης φρίκης, ένας Γάλλος δωσίλογος, μία αυτοεξόριστη Ρωσίδα αριστοκράτισσα που εισχώρησε στη γαλλική Αντίσταση κι ένας Γερμανός διοικητής των Ες-Ες, μπλέκονται σε μία δίνη που αναβλύζει θάνατο και ατελείς επιλογές. Η κοινοτοπία του κακού α λα Χάνα Άρεντ, η χαμηλόφωνη κραυγή της θυσίας, οι αμφιταλαντεύσεις μπροστά στην ιδεολογικοποιημένη αποκτήνωση, η ανάγκη για αγάπη ακόμη και την έσχατη στιγμή του απόλυτου ηθικού πάτου.

Ο Κοντσαλόφσκι δεν αποφεύγει την εντύπωση μιας διανοουμενίστικης άσκησης επί χάρτου. Επιμελώς φροντισμένης αφενός, ολίγον ανισόρροπης στην τραμπάλα μεταφυσικής και ιστορίας αφετέρου. Φτιαγμένης με διάθεση ζεστασιάς, αλλά υποκύπτουσας σε μία ψυχρότητα σχεδόν άνωθεν επιβαλλόμενη. Από την άλλη, όμως, αποτυπώνει την αποκτήνωση υποδόρια και ελλειπτικά, αποφεύγοντας ορθώς και καλοδεχούμενα να καταφύγει σε ένα ρεαλισμό που θα έμοιαζε τρομερά τεχνητός στο σύμπαν που είχε φροντίσει να χτίσει εξαρχής.

Με μια πολυτονική ασπρόμαυρη φωτογραφία διαστρωματώνει κάθε πράξη και κάθε δισταγμό, παιχνιδίζει σκοτεινά μπλέκοντας μία αίσθηση ντοκιμαντερίστικου επίκαιρου με μια χροιά βωβού βοντβίλ, και αφήνει τον πάντα επίκαιρο υπαινιγμό ότι τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει de facto εξευμενιστικά, ούτε καν η πιο υψηλή τέχνη. Ο Παράδεισος είναι μάλλον, σε τελική ανάλυση, το ψέμα που εφηύρε ο άνθρωπος, προκειμένου να μπάσει και τον Θεό στην όλη εξίσωση της αγωνίας του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑