What's On Nope (Ούτε καν)

30 Αυγούστου 2022 |

0

Nope (Ούτε καν)

Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Πιλ

Παίζουν: Ντάνιελ Καλούγια, Κίκι Πάλμερ, Στίβεν Γιουν

Διάρκεια: 130’

Στο Get Out (2017), το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Τζόρνταν Πιλ τοποθετεί έναν νεαρό μαύρο σε ένα προνομιούχο και υποτιθέμενα ανεκτικό λευκό περιβάλλον, φτιάχνοντας μια σκοτεινή βερσιόν του Guess Who’s Coming to Dinner (1967). Η αρχική αίσθηση του παρείσακτου δίνει τη θέση της στη φρικιαστική διαπίστωση ότι πίσω από τη βιτρίνα του φιλελευθερισμού κρύβονται πολύ συχνά τα πιο σκοτεινά αντανακλαστικά του ρατσισμού.

Στο Us (με έναν τίτλο που διαβάζεται με διπλό τρόπο, τόσο ως  «εμείς» και ως «ΗΠΑ»), τη δεύτερη ταινία του, στο επίκεντρο βρίσκεται μια οικογένεια Αφροαμερικανών που πασχίζει να νιώσει ισότιμο μέλος της λευκής μεγαλοαστικής ελίτ, βάζοντας φρένο και κόφτη σε ό,τι ορίζει και δομεί την κουλτούρα της. Στο υπόγειο-υποσυνείδητο, φωλιάζουν η εσωτερικευμένη ενοχή του αδικημένου, η πολιτιστική υπεροπλία του ισχυρού, η οδυνηρή υπενθύμιση πως η ρετσινιά του «ξένου» δεν θεραπεύεται τόσο απλά και εύκολα. 

Στο Nope (2022), την πιο φιλόδοξη, τολμηρή και φευγάτη ταινία του μέχρι τώρα, ο Πιλ προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Ο Οτζέι (πανέξυπνο το αστειάκι με την έντρομη λευκή ψευτο-ντίβα που ακούει το όνομα και με τη μία σκέφτεται τον Οτζέι Σίμπσον) και η Εμ, αδέρφια μεταξύ τους, είναι ιδιοκτήτες της μοναδικής φάρμας Αφροαμερικανών που εκτρέφει και εκπαιδεύει άλογα για χολιγουντιανές παραγωγές.

Μάλιστα (μέσα από ένα πανέξυπνο σεναριακό εύρημα), ο δεσμός που τους ενώνει με τον κινηματογράφο είναι καταγωγικός. Όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, είναι απόγονοι του μαύρου αναβάτη που «πρωταγωνιστεί» στο φωτογραφικό έργο The Horse in Motion (1887) του Άγγλου φωτογράφου Ίντγουιρντ Μάιμπριτζ, στις πρώτες δηλαδή κινούμενες εικόνες στην ιστορία της ανθρωπότητας, τέσσερα χρόνια προτού εφευρεθεί το κινητοσκόπιο του Τόμας Έντισον.

Κάπως έτσι, ο Πιλ χτυπάει με έναν σμπάρο όχι δύο, αλλά τρία τρυγόνια. Πρωτίστως, βάζει δύο νεαρούς Αφροαμερικανούς στην καρδιά της βιομηχανίας του θεάματος, η οποία τους αντιμετωπίζει στην καλύτερη ως εξωτικά φρούτα και στη χειρότερη ως παρείσακτους εισβολείς. Με αυτόν τον τρόπο, αποτυπώνει για μια ακόμη φορά τον θεσμικό, αταβιστικό και πολύ συχνά άρρητο ρατσισμό που επιδεικνύει διαχρονικά το (κάθε) στάτους κβο απέναντι στον μαύρο πληθυσμό των ΗΠΑ.

Παράλληλα, ο Οτζέι και η Εμ δραστηριοποιούνται σε έναν επαγγελματικό χώρο που παραπέμπει στις ταυτοτικές ρίζες του αμερικανικού ψυχισμού. Στην αφήγηση του Φαρ Ουέστ, οι Αφροαμερικανοί είχαν πάντοτε τη θέση του θύματος και σχεδόν ποτέ έναν ρόλο που να αποπνέει σεβασμό και οικονομική επιφάνεια. Ο Οτζέι και η Εμ αποτελούν, λοιπόν, τη χτυπητή εξαίρεση, εισπράττοντας μια αδιόρατη αποδοκιμασία και ειρωνεία. Την ίδια στιγμή, ο Πιλ μαστιγώνει αλύπητα την Άγρια Δύση και τη μυθολογική της κληρονομιά – τίποτα περισσότερο στις μέρες μας ένα ευτελές και μίζερο θέαμα, σαν λυπημένο καρναβάλι για ένα αποχαυνωμένο κοινό. 

Συγχρόνως, ο Πιλ μάς δίνει ευθύς εξαρχής το στίγμα των όσων πρόκειται να ακολουθήσουν: σε αυτό το σύμπαν, τα πάντα έχουν μετατραπεί σε εικόνα και θέαμα, σαν μια δυστοπική εκδοχή της Κοινωνίας του θεάματος του Γκι Ντεμπόρ. Το αληθινά ευφυές τέχνασμα του Πιλ είναι ότι αποδραματοποιεί ακόμη και την εξωγήινη παρουσία στη γη, η οποία δεν πυροδοτεί καμία από τις γνώριμες εκρήξεις. Ούτε δίψα για επιβίωση και συσπείρωση, ούτε αγνός τρόμος, ούτε υπαρξιακή αλληγορία για το άγνωστο, ούτε εσωτερική αναμέτρηση με τα δικά μας σκοτάδια.

Το εξωγήινο στοιχείο στον κόσμο του Nope είναι δρώμενο σε τοπική εμποροπανήγυρη, είναι κυνήγι εφήμερης και φτηνής δημοσιότητας, είναι ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος. Η ανθρωπότητα -κατά βάση η Αμερική, για τον Πιλ- είναι πλέον τόσο υπνωτισμένη από την ατελείωτη ροή πληροφορίας και από τη μετατροπή της αληθινής ζωής σε μιντιακή πίστα που δεν βρίσκει καμία ανάγκη  ή διάθεση να νοιαστεί και να σκοτιστεί λίγο παραπάνω ακόμη και όταν έρχεται αντιμέτωπη με ένα κολοσσιαίο μυστήριο.

Φυσικά, στην αλληγορία του Πιλ τρυπώνει με εμφατικό τρόπο και το ίδιο το σινεμά, πέρα από τις ευδιάκριτες κινηματογραφικές αναφορές, από τα γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε μέχρι το Close Encounters of the Third Kind και το Jaws του Σπίλμπεργκ (με την απεραντοσύνη του ουρανού να αντικαθιστά την ανοιχτωσιά του ωκεανού). Πρώτα απ’ όλα, μέσα από το κυνήγι της τέλειας εικόνας και της τέλειας φωτογραφίας, μια επιδίωξη που αποδεικνύεται -όπως εξελίσσεται η πλοκή- ανούσια και άσκοπη. Το ζητούμενο και η ψυχή του σινεμά είναι αλλού μοιάζει να μας λέει ο Πιλ, παρόλα αυτά, αν τυχόν θελήσει κανείς να μπλέξει με αυτή τη χίμαιρα, το σχόλιο είναι και πάλι δηκτικό και εμφανές: το χειροκίνητο-αναλογικό, το old school σινεμά δηλαδή, πάντα θα υπερισχύει σε σύγκριση με την τελευταία λέξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Δεύτερον, μέσα από την κομβική (ζωής και θανάτου) σημασία που αποδίδεται στην έννοια του βλέμματος, εκεί όπου η ματιά της κάμερας και του ανθρώπου δεν μπορούν πλέον να νοηθούν το ένα ξέχωρα από το άλλο. Τρίτον, με τον φόρο τιμής στην όλη διαδικασία του filmmaking, μια πράξη βαθιά συνεργατική και συλλογική, που έχει συγχρόνως ανάγκη από τρελούς δημιουργούς και αθέατους εργάτες. 

Εφαρμόζοντας -τουλάχιστον αρχικά- το πατροπαράδοτο τρικ, σύμφωνα με το οποίο ό,τι μένει εκτός κάδρου και υπονοείται είναι πιο τρομακτικό από κάθε απειλή που φανερώνεται φόρα παρτίδα, ο Πιλ χτίζει από την πρώτη κιόλας στιγμή σασπένς και απορία. Σταδιακά, η αναλογία που έχει στο μυαλό του γίνεται φανερή: το εξωγήινο πλάσμα είναι κι αυτό ένα θηρίο της άγριας φύσης, που κυνηγά, θρέφεται, κρύβεται, έχει το δικό του φυσικό περιβάλλον, έχει συνήθειες και χούγια που το καθορίζουν ως είδος. Κάπου εκεί, και παρότι εύλογα θα ξενίσει πολύ κόσμο, αρχίζει να αχνοφαίνεται το νόημα και της εμβόλιμης ιστορίας. 

O Τζουπ (ο υποψήφιος για Όσκαρ με το Minari, Στίβεν Γιουν), ένας Aμερικανοασιάτης ραντσέρης (κάτι σαν κινεζική απομίμηση καουμπόι) και ιδιοκτήτης ενός Φαρ Ουέστ πάρκου αναψυχής, βίωσε στα παιδικά του χρόνια μια αδιανόητα τραυματική ιστορία. Παιδί-σταρ σε μια βλακώδη sitcom, από εκείνες με το βασανιστικά απλοϊκό χιούμορ και το ασταμάτητο γέλιο-κονσέρβα που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στα συντηρητικά αμερικανικά 80s, αντίκρισε κατάματα τη φρίκη όταν ο εκπαιδευμένος χιμπατζής-πρωταγωνιστής της σειράς έπαθε αμόκ στο τηλεοπτικό πλατό. 

Επιλέγοντας και πάλι να αφήσει την ωμή βία να υπονοείται, ο Πιλ στήνει μια σκηνή ατόφιου τρόμου, μετατρέποντας τον Τζουπ σε πρόσωπο-κλειδί της πλοκής. Φαινομενικά ήρεμος, αλλά κατά βάθος με τραύματα που παραμένουν ανεπούλωτα, ο Τζουπ είδε από πρώτο χέρι τι μπορεί να συμβεί σε όσους αψηφούν, χλευάζουν και εκμεταλλεύονται ληστρικά τη μητέρα-φύση. Παρόλα αυτά, θα υποπέσει στο ίδιο ακριβώς οδυνηρό αμάρτημα, διαλέγοντας να υποτιμήσει τον κίνδυνο, πιστεύοντας αυτάρεσκα ότι μπορεί να εξαγοράσει-δαμάσει μια δύναμη εξ ορισμού αδάμαστη. 

Το Nope δεν είναι, πάντως, απρόσβλητο από αδυναμίες, με πρώτη και καλύτερη -και συγχωρέστε μας τη μικρή παραδοξότητα- τον αδύναμο «χαρακτήρα» του εξωγήινου τέρατος. Για να το θέσουμε αλλιώς, ενώ είναι πέρα για πέρα ξεκάθαρο τι συνεπάγεται-συμβολίζει η εξωγήινη παρουσία για τον ξεπεσμό και τη βουλιμία του ανθρώπινου γένους, όσο περισσότερο ερχόμαστε σε επαφή μαζί της τόσο πιο θολή γίνεται η δική της αυθύπαρκτη ταυτότητα.

Κάπου ανάμεσα σε Μόμπι Ντικ από το διάστημα και εσωτερίκευση των τεράτων που κρύβει μέσα της η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά χωρίς σαφές τελικό πρόσημο, το εξωγήινο πλάσμα του Nope χάνει λάδια στην πορεία, παρασέρνοντας μαζί του και την αναλογία που διατρέχει ολόκληρη την ταινία. Από εκεί και έπειτα, οι κρίκοι στην αλυσίδα μυστήριο-απειλή-παρωδία-αλληγορία-αλληγορική περιπέτεια είναι ανά στιγμές εύλογα χαλαροί, ενώ ο Πιλ -κατά κάποιον τρόπο συνεπαρμένος από την αρχική του έμπνευση- φορτώνει την πλοκή με δευτερεύοντες χαρακτήρες (και περιττούς διαλόγους) που περισσότερο μοιάζουν φυτευτοί παρά αρμονικά ενταγμένοι. 

Όσο για το κυρίως πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο καταπληκτικός Ντάνιελ Καλούγια (Οτζέι) είναι λαλίστατος στις σιωπές, στους δισταγμούς και στη ζοχάδα του. Σχεδόν χωρίς λέξεις, σωματοποιεί και εξωτερικεύει λακωνικά καταστάσεις και στιγμές που κινούνται σε γκρίζες ζώνες – απολαύστε την αμηχανία του στο πλατό της ταινίας ή τις σκοτεινές πινελιές που προσδίδει στο αρχικό του πένθος. Στον αντίποδα, η Κίκι Πάλμερ (Εμ), σε ένα ρόλο αβανταδόρικο στα μάτια του θεατή, μάλλον παγιδεύεται στη μανιέρα που επιβάλλει ένα εκβιαστικό (και λίγο θολό) feminist blackness.

Όπως και να έχει, όμως, και παρά τις όποιες αρρυθμίες ή την κάπως αφοριστική κοινωνική κριτική, στο Nope αφθονούν οι έξυπνες ιδέες, οι απολαυστικές σπόντες κωμικού relief, η βαθιά αγάπη για το σινεμα, οι περιπετειώδεις συμβολισμοί, το αλλόκοσμο και το ανοίκειο (τεράστια η συμβολή του μαέστρου Χόιτε φαν Χόιτεμα) η λαβή για ποικίλες ερμηνείες, προσεγγίσεις και διαφωνίες. Κι αυτό δεν είναι ποτέ δεδομένο στην εποχή μας. Ούτε καν.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑