Σκηνοθεσία: Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα
Παίζουν: Ματέους Κοσκίκεβιτς, Ανιέσκα Πότσιαντλικ
Διάρκεια: 89′
Ελληνικός τίτλος: “Με Άλλο Πρόσωπο”
Ο Γιάτζεκ είναι ένας νεαρός μεταλάς που ζει στην συντηρητική και βαθιά θρησκευόμενη περιφέρεια της Δυτικής Πολωνίας. Παρότι άλλος στη θέση του θα βρισκόταν εμφανώς έξω από τα νερά του, ο χαλαρών ρυθμών και καλών νεαρός μοιάζει να αντιπαρέρχεται τον πουριτανισμό της κοινωνίας μέσω του έρωτά του για την Νταγκμάρα, με την οποία διατηρεί μία ευτυχή σχέση. Δουλεύοντας στο μεγάλο έργο της περιοχής, την ανύψωση του μεγαλύτερου στον κόσμο αγάλματος του Χριστού-Βασιλιά, ο Γιάτζεκ πέφτει θύμα ενός εργατικού ατυχήματος το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του και την πρώτη μεταμόσχευση προσώπου στην ιστορία της χώρας. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η σαθρή κοινωνία βάζει τα δυνατά της για να κάνει τη ζωή του ακόμα δυσκολότερη.
Η Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα, τρία χρόνια μετά το εξαίρετο Cialo (αγγλιστί Body), διατηρεί το γνώριμο ύφος της μέσω του οποίου προσπαθεί να μετατρέψει το οικείο σε ανοίκειο, το τραγικό σε κωμικό, μα και το αντίστροφο. Υιοθετώντας μία οπτική κατά την οποία η κάμερα εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο μέρος του κάδρου και τα υπόλοιπα παρουσιάζονται θολά και αποεστιασμένα, θέτει τον θεατή σε θέση αναγκαστικής παρακολούθησης των τεκταινομένων μέσα από τα μάτια του Γιάτζεκ, το ένα εκ των οποίων δεν ανοίγει πλήρως λόγω του ατυχήματος. Και από αυτή την οπτική γωνία είναι απολύτως σαφές αυτό που εισπράττει ο νεαρός επαρχιώτης Πολωνός από τους συγκοινωνούς τους. Βλέπουν στο πρόσωπό του ένα τέρας, ένα freak of nature, έναν «άλλο». Μόνο που αυτό δεν έχει να κάνει με τα παραμορφωμένα χαρακτηριστικά του.
Ο Γιάτζεκ ήταν φρικιό για όλους πολύ πριν το πρόσωπό του τσαλακωθεί, ενώ φρόντιζε το αγαλμάτινο πρόσωπο του Ιησού. Ήταν απόκληρος γιατί, παρότι δεν έβγαινε να το φωνάξει στους δρόμους, ήθελε να αποδράσει από αυτή τη σάπια συνάθροιση συντηρητισμών που αποτελούσε ανέκαθεν τον μικρόκοσμό του. Σε μία τόσο χριστιανική περιφέρεια, άλλωστε, τολμούσε να ακούει με πάθος αυτά τα «διαόλια» που γκαρίζουν με τις κιθάρες τους, ενοχλώντας την πεθαμένη αισθητική της. Η Καθολική ηθική, την οποία τηρούσαν άπαντες απαρέγκλιτα, τον έπνιγε, γι’ αυτό και ονειρευόταν την ξενιτιά. Και παρά την ένδεια συμμάχων, ο σιωπηρός μα ανένδοτος αγώνας του προς διατήρηση ενός ζωτικού χώρου συνεχιζόταν δίχως εκπτώσεις.
Μέχρι που έπεσε στη λακκούβα του Χριστού. Έκτοτε, χωρίς να αλλάξει το εσωτερικό του στάτους, κατέστη θέαμα, πλουτοπαραγωγική ευκαιρία, αφορμή για τους Χριστιανούς να διακηρύξουν την αγάπη που κρύβει μέσα της την αποστροφή, τη συμπόνοια που υποθάλπει την απόρριψη κάθε διαφορετικού. Αυτό το κοινωνικό πανηγύρι στήριξης αναξιοπαθούντων, του οποίου έγινε σημαία, αλλά όχι μοναδικό αντικείμενο. Γιατί, τελικά, αυτό κάνει τον κόσμο των Καθολικών της πόλης του να γυρίζει: η ψευδεπίγραφη προσήλωση στις επιταγές της χριστιανικής ηθικής, η «θρησκειοποίηση» κάθε κοινωνικής νόρμας, η απόρριψη κάθε λογικής που επιτρέπει στους απανταχού υποκριτές να υψώνουν τα λάβαρα της καθαρότητάς τους.
Η Σουμόφσκα, φέροντας περήφανα τα σημάδια των επιρροών της (από τον Ρόι Άντερσον και το Greek Weird Wave μέχρι την αγγελοπουλική όψη του αγάλματος του Χριστού) σατιρίζει τους κραταιούς θεσμούς, παρατηρεί με οργή την αλληλοκάλυψη που μοιράζονται οι θρησκευτικοί και οι εθνικόφρονες φανατισμοί και επιτίθεται ολομέτωπα στα θεμέλια της πουριτανικής μικροκοινωνίας που καυτηριάζει. Εντοπίζει την επίφαση νομιμότητας που χαρίζει απλόχερα η θρησκευτική προσήλωση μίας κοινωνίας στα κάθε είδους στερεότυπα και στις παθογένειες πάσης φύσεως. Υπερκαταναλωτισμός, σεξουαλικές διαστροφές, τοξικοί εγωισμοί, ρατσιστικά συμπλέγματα ανωτερότητας (στην πραγματικότητα αφάνταστης κατωτερότητας), όλα ξεπλένονται στην χριστιανική κολυμβήθρα του Σιλωάμ και γίνονται μέχρι και αρετές του ευσυνείδητου πολίτη που δεν επιθυμεί να διασαλεύσει την κοινωνική τάξη.
Όμως, με το ενδιαφέρον του θεατή να έχει ήδη διεγερθεί από την εξαιρετικά άνετη με τον weird χαρακτήρα της πρώτη πράξη, η Σουμόφσκα μοιάζει να επαναλαμβάνεται συνεχώς, οδεύοντας προς μία προφανή ηθικά κατεύθυνση και λύση, και να αναμασά τα ευφάνταστα σκηνοθετικά τρικ της. Με εγνωσμένη και εξαιρετικά θελκτική την ικανότητά της να δίνει απολαυστικό τόνο σε εκ προοιμίου και εξ ορισμού θλιβερά εξιστορούμενα, η Πολωνή δημιουργός στη συγκεκριμένη ταινία -που διαθέτει σαφή στόχευση- μοιάζει να έχει όλα τα υλικά (έξυπνο χιούμορ, σκηνοθετική οξύνοια και εφευρετικότητα, θεσπέσιες ερμηνείες) αλλά να μην μπορεί να τα αναμείξει επιτυχώς και αν δημιουργήσει ένα πλήρως συνεκτικό σύνολο. Αρκείται σε μία καταγγελτική και καταδικαστική αφήγηση, που δεν λησμονεί ποτέ ολότελα τους χαρακτήρες της, αλλά δεν βυθίζεται σε αυτούς όσο υπόσχεται στην αρχή της.
Η Σουμόφσκα με το «Με Άλλο Πρόσωπο» ενδιαφέρεται περισσότερο να ειρωνευτεί κατάμουτρα τους απανταχού ερμηνευτές του λόγου του Χριστού, παρά να δημιουργήσει τρισδιάστατες ανθρώπινες μορφές που ζουν υπό το κράτος της δεσποτικής κυριαρχίας τους. Το αισθητικό της αποτύπωμα είναι όπως πάντα απαράμιλλο, ενώ οι ουκ ολίγες στιγμές γέλιου σχεδόν φτιάχνουν εκ του μηδενός τον συνδετικό κρίκο του έργου, αλλά η αίσθηση του ανολοκλήρωτου είναι αναμφιβόλως κυρίαρχη μετά το φινάλε. Ακόμα και έτσι, η γοητεία του έργου είναι ανά στιγμές πηγαία και η κοινωνική του τοποθέτηση γενναία, αν και αποσπασματική.