What's On Licorice Pizza

11 Ιανουαρίου 2022 |

0

Licorice Pizza

Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον

Παίζουν: Αλάνα Χάιμ, Κούπερ Χόφμαν

Διάρκεια: 133′

Ο κινηματογραφικός κόσμος του Πολ Τόμας Άντερσον είχε ανέκαθεν χώρο για ιστορίες από τα σπλάχνα της αμερικάνικης ψυχής. Από τον ανελέητο ατομικισμό ως καταστατικό θεμέλιο της αμερικανικής ταυτότητας (There Will Be Blood) μέχρι την αθέατη και σκοτεινή όψη του μεταπολεμικού baby boom (The Master), ο ΠΤΑ πάντα έβρισκε τον τρόπο να σημαδεύει στο ψαχνό της συλλογικής πλάνης, αλιεύοντας ένα απόσταγμα που δεν μπορεί να στριμωχτεί σε καμία –επίσημη ή ανεπίσημη– αφήγηση.

Σε άλλες στιγμές της φιλμογραφίας του, πάλι, είχε επιλέξει να αποτίσει έναν ιδιότυπο –sui generis θα έλεγε κανείς– φόρο τιμής πρωτίστως σε ένα ακαθόριστο συναίσθημα, παρά σε μια ολόκληρη εποχή. Από τις τελευταίες ξέφρενες νύχτες της βιομηχανίας του πορνό, και κατ’ επέκταση της σεξουαλικής απελευθέρωσης (Boogie Nights), μέχρι τον επιθανάτιο ρόγχο της χίπικης κουλτούρας και των συλλογικών παραισθήσεων (Inherent Vice), ο Άντερσον στεκόταν στο μεταίχμιο της αλλαγής, κοιτώντας το παρελθόν με ανυπομονησία και το μέλλον με νοσταλγία. Σε κάθε περίπτωση, το σινεμά του Άντερσον είναι κατάφυτο με ήρωες που κυνηγούν τα όνειρα δίχως δίχτυ ασφαλείας, διαπιστώνοντας στην πορεία πως κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιζητούν είναι να καλύψουν ένα κενό σχεδόν προπατορικό, που φωλιάζει μέσα τους θαρρείς από πάντα.

Στο Licorice Pizza, η πορεία των δύο ηρώων προς τη συναισθηματική ανεξαρτησία και την πιο γλυκιά αυτογνωσία μοιάζει με αγώνα αντοχής και ταχύτητας μαζί. Ο δεκαπεντάχρονος Γκάρι (Κούπερ Χόφμαν) και η εικοσιπεντάχρονη Αλάνα (Αλάνα Χάιμ) τρέχουν συγχρόνως σε έναν κοινό στίβο, αλλά σχεδόν ποτέ δεν τρέχουν μαζί. Ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, κάνουν διάλειμμα όποτε κουραστούν ή πληγωθούν, λοξοδρομούν σε πλαϊνά κουλουάρ, αλλάζουν συνεχώς θέση στην κορδέλα του τερματισμού. Διόλου τυχαία, άλλωστε, σε πολλές σκηνές παρατηρούμε τον Γκάρι και την Αλάνα να τρέχουν με φορά αντίθετη από τον κόσμο που τους περιβάλλει. Στην πραγματικότητα, και παρά τις αμέτρητες παρακάμψεις, καλπάζουν ο ένας προς τον άλλο. Απλώς, θα τους πάρει λίγο καιρό για να το αντιληφθούν.

Τόσο ο Γκάρι όσο και η Αλάνα λαχταρούν μια ενηλικίωση που βρίσκεται προ των πυλών, αλλά δεν ολοκληρώνεται ποτέ, για τελείως διαφορετικούς λόγους. Από τη μια, ο Γκάρι είναι στριμωγμένος στο κοστούμι του μικρομέγαλου, πέφτοντας θύμα της δικής του βιασύνης να φανεί πιο ώριμος απ’ όσο πρέπει ή χρειάζεται. Σχεδόν ριζικά αποκομμένος από οποιονδήποτε οικογενειακό δεσμό (αλλά χωρίς τραύματα ή συναισθηματικές ελλείψεις), ο Γκάρι αντιλαμβάνεται την ενηλικίωση μονάχα με όρους επιτυχημένου επιχειρηματία ή εκκολαπτόμενου σταρ. Ως τυπικό τέκνο μιας Αμερικής που λατρεύει σχεδόν θρησκευτικά το μοντέλο του αυτοδημιούργητου άνδρα, ο Γκάρι ονειρεύεται να φανεί λίγο πιο έξυπνος, πονηρός, γρήγορος, γοητευτικός και τολμηρός από όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

Από την άλλη, η Αλάνα εγκλωβίζεται σε μια ημιτελή επαναστατικότητα απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης (πατρική αυστηρότητα, δεσμευτικότητα της εβραϊκής καταγωγής), που δεν εκδηλώνεται ποτέ ως φυγή, αλλά μονάχα ως σύγχυση. Κι όπως είναι αναμενόμενο, επιβιβάζεται σε κάθε ξένο όχημα που μπορεί να τη μεταφέρει λίγο πιο μακριά, λίγο πιο πέρα από την αυλή μιας τυπικής ζωής. Κάπως έτσι, τον επιχειρηματικό τυχοδιωκτισμό διαδέχεται το απατηλό όνειρο του Χόλιγουντ, που δίνει τη σειρά του στη φενάκη της ριζοσπαστικής πολιτικής στράτευσης, με την κάθε στάση να προσθέτει ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ μιας καθυστερημένης ενηλικίωσης.

Ο Άντερσον τοποθετεί την ιστορία του στο βιωματικό τερέν των 70s, στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ του Λος Άντζελες, φτιάχνοντας έναν τόπο όχι ακριβώς μαγικό, αλλά σίγουρα παραμορφωτικό, που μοιάζει να κινείται πέρα από τις νόρμες και τις διαστάσεις της πραγματικότητας. Εκεί, τα όνειρα διαδέχονται το ένα το άλλο τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να ξυπνήσεις. Εκεί, η βιομηχανία του θεάματος είναι τόσο κοντά, που οι επιθυμίες, οι πίκρες, οι χαρές και οι απογοητεύσεις των ανθρώπων είναι λες και έχουν ξεπηδήσει από σενάριο και πλατό ταινίας. Παράλληλα, με τρόπο αβίαστο και θαυμαστό, πλάθει ένα σύμπαν που είναι συγχρόνως πολυφωνικό και αυστηρά δυαδικό. Για τον Γκάρι και την Αλάνα, ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στην απόσταση που τους χωρίζει. Για τον Γκάρι και την Αλάνα, ο κόσμος είναι πελώριος και απλώνεται λαίμαργα στην ποδιά τους.

Η Πίτσα Γλυκόριζα του ΠΤΑ –σχεδόν σε σύμπνοια με τον ασυναίσθητα αντιφατικά τίτλο της, που δεν επεξηγείται σε καμία στιγμή– αφήνει μια γεύση που συνδυάζει την πιο ανόθευτη αθωότητα με την πιο πικρή διάψευση. Στο πίσω φόντο, σαν ένας απόηχος από το κοντινό μέλλον, το τραύμα του Βιετνάμ, η ανοιχτή πληγή της αποπομπής του Νίξον, η πετρελαϊκή κρίση, ο θάνατος του παραδοσιακού Χόλιγουντ, η αυγή μιας δεκαετίας γεμάτης βία και απομάγευση. Περικυκλωμένοι από μια Αμερική που αλλάζει δέρμα, εκεί όπου ο κυνισμός αρχίζει να παίρνει το πάνω χέρι από τον ρομαντισμό, ο Γκάρι και η Αλάνα αφουγκράζονται τις δονήσεις, αλλά τις κρατάνε μακριά από το δικό μας βλέμμα, εξορισμένες από το κινηματογραφικό κάδρο.

Σε μια σειρά από επεισόδια τόσο ακανόνιστα, αλλοπρόσαλλα και αυθόρμητα όσο η ίδια η ζωή, γεμάτα παρανοϊκό χιούμορ και υποδόρια ειρωνεία, ο ΠΤΑ μετατρέπει την περιπέτεια του Γκάρι και της Χάνα σε κτήμα όλων μας. Και μας αφήνει αναψοκοκκινισμένους και ξέπνοους, πανέτοιμους να τρέξουμε σε άδειους νυχτερινούς δρόμους και να καταπιούμε τον αέρα. Στον τελευταίο γύρο της κούρσας, λοιπόν, ο Γκάρι και η Χάνα παύουν να είναι παιδιά. Διότι αν έμεναν παιδιά, θα είχαν συγχωροχάρτι για το πιο ασυγχώρητο λάθος: έναν έρωτα ματαιωμένο.

ΥΓ: Ο 18χρονος Κούπερ Χόφμαν, γιος του Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, σε μια ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον. Δεν είναι ακριβώς συγκίνηση, δεν είναι ακριβώς ανατριχίλα. Αναγνωρίζεις την κοψιά. Το χαμόγελο. Το βλέμμα. Τους μορφασμούς. Και νιώθεις, έστω και φευγαλέα, πως για κάθε τραγωδία υπάρχει ένας γλυκός αντίλογος. Ότι για κάθε φευγιό υπάρχει ένας ερχομός, ότι για κάθε πρόωρο και άδικο τέλος υπάρχει μια αναπάντεχη και ελπιδοφόρα συνέχεια. Και αυτή η σκέψη σε κάνει να προχωράς λίγο πιο ευθυτενής από πριν, λίγο πιο χαμογελαστός απ’ ό,τι εδώ και καιρό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑