Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς
Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Ούλριχ Τουκούρ
Διάρκεια: 124’
Όταν αντικρίζεις στο κινηματογραφικό πανί ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν τόσο πρόσφατα και ξεσήκωσαν τόσο μεγάλο κύμα φανατισμού στον περίγυρό σου, σε πλημμυρίζει αναπόφευκτα μια αίσθηση απροσδιόριστης αμηχανίας. Ακόμη και στην εποχή μας, όπου ο καταιγισμός της πληροφορίας και η ιλιγγιώδης ειδησεογραφική ατζέντα διαστέλλει τον βιωματικό χρόνο. Για να το θέσουμε απλά, τα δραματικά γεγονότα που ζήσαμε όλοι μας το καλοκαίρι του 2015, με τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, τη διενέργεια του δημοψηφίσματος και την προκήρυξη νέων εκλογών, φαντάζει μάλλον πιο μακρινή απ’ όσο αναλογεί στο διάστημα που μεσολάβησε. Τέσσερα χρόνια και κάτι ψιλά δεν είναι μια περίοδος που δικαιολογεί τόσο μεγάλη αποστασιοποίηση. Την ίδια στιγμή όμως, τέσσερα χρόνια για την ελληνική (σοσιο)μιντιακή πραγματικότητα ισοδυναμούν περίπου με μια τριαντακονταετία και βάλε.
Εν ολίγοις, είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια παραδοξότητα, παρακολουθώντας τη νέα ταινία του Κώστα Γαβρά. Καλούμαστε να επαν-εξοικειωθούμε με δρώμενα, τα οποία έχουμε προλάβει σχεδόν μαγικά να απωθήσουμε, ενώ το αναμενόμενο θα ήταν το αντίστροφο: να παλεύουμε να αποστασιοποιηθούμε από συμβάντα που δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει μέσα μας, προκειμένου να κρίνουμε ανεμπόδιστα το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Σε αυτό το αντιφατικό παράδοξο, έρχεται φυσικά να προστεθεί και ο γνώριμος ελληνικός παραλογισμός. Αφότου βγήκαν τα μαχαίρια, αφότου ειπώθηκαν ανακρίβειες (βλέπε cash rebate system) και κατακλύστηκε το Imdb από υβριστικά σχόλια, αφότου άπαντες είχαν αρνητική ή θετική γνώμη ΠΡΟΤΟΥ δουν την ταινία, όταν εντέλει αυτή βγήκε στις αίθουσες το κοινό, το κοινό αδιαφόρησε πλήρως. Φυσικά, μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι των τρελών, η υπόνοια οποιασδήποτε κινηματογραφικής κουβέντας χάθηκε στην πορεία, χωρίς (προφανώς) να ενοχληθεί ο οποιοσδήποτε.
Σε μια (ίσως μάταιη, αλλά η ματαιότητα έχει πάντα μια ύπουλη γοητεία) απόπειρα να διεξάγουμε την όλη συζήτηση με όρους κινηματογραφικούς, η αφετηρία δεν μπορεί να είναι διαφορετική από ένα βασικό ερώτημα. Έχοντας ως πρώτη ύλη το ομότιτλο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο κατορθώνει ο Γαβράς να μεταπλάσει το πρωτογενές υλικό, να του προσδώσει ποιότητα και υφή κινηματογραφική; Και σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται η μεγαλύτερη αστοχία της ταινίας, η οποία διολισθαίνει αρκετά γρήγορα προς μια απο-δραματοποιημένη και λίγο τηλεγραφική ανάπλαση γεγονότων, σχεδόν σαν δακτυλογραφημένες σκέψεις που υπαγορεύονται απνευστί.
Το αντίθετο, δηλαδή, από μια αμιγώς κινηματογραφική κατάστρωση, που οφείλει να εξυψώνει ή να διαβρώνει τα γεγονότα και όχι να κρέμεται από αυτά σαν ημερολόγιο καταστρώματος, ιδίως ο τελικός προορισμός της ιστορίας/πλοκής είναι ήδη γνωστός. Το Adults in the Room, εν ολίγοις, πάσχει από μια υπερβολική επεξηγηματικότητα, η οποία αποδεικνύεται υπέρ το δέον αντί-δραματουργική. Με πρώτο και καλύτερο στη λίστα των αστοχιών ένα παντελώς αχρείαστο και πέρα για πέρα καταχρηστικό voice over, που ξεψαχνίζει τα πάντα και αφαιρεί από την ταινία τη δυνατότητα να υπονοήσει αντί να εννοήσει.
Εξυπακούεται, πάντως, πως η ταινία δεν διαθέτει μόνο αστοχίες, αλλά και κάποιες αρετές. Όπως το κοφτό μοντάζ και την πηχτή φωτογραφία που σε βυθίζουν, όταν η ταινία βρίσκει ρυθμό, στην αλληλουχία των συσκέψεων και συνεδριάσεων των διάφορων θεσμών, σε μια δομή και ατμόσφαιρα πολιτικού θρίλερ που εκτυλίσσεται σε υποφωτισμένες αίθουσες και παγωμένους διαδρόμους.
Όπως, επίσης, η όντως πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα να αποδοθούν δύο κομβικές στιγμές (το περιστατικό στην ταβέρνα, στα Εξάρχεια, και η σύνοδος της ΕΕ μετά το δημοψήφισμα) με χορογραφικούς όρους αρχαίας τραγωδίας, ασχέτως αν το εύρημα δεν πετυχαίνει (ιδίως την πρώτη φορά, η δεύτερη διαθέτει σφυγμό), με αποτέλεσμα να μην μετουσιώνεται σε ισχυρό κινηματογραφικό συμβολισμό.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν πως ο Γαβράς διέθετε ένα ποσοστό μετασχηματιστικής διάθεσης ή τέλος πάντων μια πρόθεση να μην αφήσει την ταινία του έρμαιο ενός ρητορικού πλατειασμού. Στα θετικά σημεία είναι αδύνατον να μην προσθέσουμε την ερμηνεία του Χρήστου Λούλη, της οποίας το βεληνεκές ξεπερνά μια απλή «πειστικότητα» ή έναν επιτυχημένο μιμητισμό. Ο Λούλης δίνει το τέμπο, κρατά την μπαγκέτα, κατορθώνει να προσδώσει χροιά σύγκρουσης και διλήμματος σε σκηνές που δεν υποστηρίζονται επαρκώς από το σενάριο, αποπνέει μια ανεπαίσθητη χροιά αυτοσαρκασμού.
Εντούτοις, το Adults in the Room δεν καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από την παγίδα που στήνει το ίδιο στον εαυτό του, καθώς δεν καταφέρνει ποτέ να ενδυθεί με διαστάσεις υπερβατικές και συμβολικές. Ο Γαβράς, σε όλη του τη φιλμογραφία, απέδιδε σταθερά τιμή και σεβασμό σε ήρωες που πάλευαν να αλλάξουν τον ρου μιας προδιαγεγραμμένης και αναπόδραστης ιστορίας.
Επομένως, δεν υπάρχει τίποτα το αντιφατικό ή απροσδόκητο στο ότι η ταινία απονέμει κάπως μονόπατα το πρόσημο του θετικού ήρωα σε έναν προσωποπαγή φορέα της πλοκής. Δυστυχώς, όμως, το Adults in the Room καταλήγει να ακυρώνει την ίδια του την αφηγηματική δεινότητα, όταν παρασύρεται σε σεκάνς μεσσιανικής, και όχι κινηματογραφικής, δικαίωσης, αφήνοντας αναξιοποίητες χίλιες και μια πιθανές διακλαδώσεις.
Κάπως έτσι, αντί μια τελετουργική και πολυεπίπεδη αποτύπωση του εξουσιαστικού παιχνιδιού ή/και για μια αλληγορία ευρύτερων διαστάσεων για τον εγκλωβισμό της πολιτικής σε συμπληγάδες και στάσιμα νερά (ακόμη ακόμη και για έναν δηκτικό σαρκασμό για τους αμέτρητους σκόπελους που καθιστούν την έννοια της πολιτικής βούλησης κενό γράμμα), καταλήγουμε σε μια ευλογοφανή ταυτολογία. Η ταινία δεν οδηγείται διαλεκτικά σε ένα συμπέρασμα, σε ένα ερώτημα, σε μια διαπάλη, αλλά αναμασά το δικό της βασικό αξίωμα, γεγονός μάλλον οξύμωρο για ένα σκηνοθέτη που παίζει διαχρονικά στα δάχτυλα την αλφαβήτα της κινηματογραφικής εξιστόρησης.
Μολαταύτα, και αφότου συγχωρήσουμε με μεγαλοκαρδία 2-3 στιγμές σχεδόν φολκόρ γραφικότητας (το φινάλε με τους πηχυαίους μεσότιτλους μοιάζει με τηλεοπτικό σποτ άλλων δεκαετιών, ενώ η τηλεοπτική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών και του δημοψηφίσματος θυμίζει Πρωτοχρονιά στο Σύνταγμα), το Adults in the Room είναι προικισμένο με ένα ενδιαφέρον σχεδόν αυτοφυές: σε ωθεί να συνειδητοποιήσεις πως το σινεμά έχει τη δύναμη, αλλά και την υποχρέωση, να τρυπώσει πέρα από το πρώτο στρώμα της ανάπλασης γεγονότων και να αναρωτηθείς για τον δίαυλο που ενώνει την τέχνη με την ιστορία.