What's On 1968

27 Ιανουαρίου 2018 |

0

1968

Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης

Παίζουν: Ορφέας Αυγουστίδης, Αντώνης Αντωνίου, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Bασιλική Τρουφάκου, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Μητσικώστας, Στέλιος Μάινας, Γιάννης Βούρος, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχης Χάνος, Ερρίκος Λίτσης, Θοδωρής Κατσαφάδος

Διάρκεια: 94′

Η σχέση των Ελλήνων με τα αθλητικά επιτεύγματα του «έθνους» στα δημοφιλή σπορ υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερη. Η επιτυχία των ομάδων, εθνικών ή συλλογικών, αποτελούσε ανέκαθεν μια αφορμή για εκδήλωση των παθών της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό είναι σαφές αν παρατηρήσει κανείς τον χαρακτήρα της λαϊκής γιορτής που στήθηκε μετά από κάθε τρανό βήμα του ελληνικού ομαδικού αθλητισμού στην πρόσφατη ιστορία του. Οι φριχτά κιτς και στα όρια του εθνικισμού εκδηλώσεις που ακολούθησαν το EURO 2004 αντανακλούσαν το ντροπιαστικό κόμπλεξ ανωτερότητας που κυριαρχούσε στην κοινωνία. Από την άλλη, η ουρανομήκης κραυγή χαράς του κόσμου μετά τις εύστοχες βολές του Αργύρη Καμπούρη  το καλοκαίρι 1987, αγνή και ολόθερμη, απηχούσε την αισιοδοξία της ελληνικής κοινωνίας, που έβλεπε τη χώρα να εγκαθίσταται στα ευρωπαϊκά σαλόνια σαν ίση προς ίσους και κύρια του εαυτού της, άσχετα από την αστοχία της αντίληψης αυτής.

Ο Τάσος Μπουλμέτης με τη νέα του ταινία φιλοδοξεί να απεικονίσει την πρώτη εμφάνιση αυτής της ιδιόρρυθμης σύνδεσης, όταν το ημερολόγιο έγραφε 4 Απριλίου 1968 και η ΑΕΚ, εκπροσωπώντας την Ελλάδα σαν να φορούσε γαλανόλευκα, κατακτούσε το Κύπελλο Κυπελλούχων ή αλλιώς τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο ελληνικής ομάδας στο μπάσκετ, νικώντας ένα αληθινό μεγαθήριο της εποχής, τη Σλάβια Πράγας. Τη μέρα εκείνη το Καλλιμάρμαρο σείστηκε από τις 80.000 κόσμου που ούρλιαζαν εκστατικοί. Η Αθήνα έμεινε ξάγρυπνη και ο κόσμος δεν έλεγε να ησυχάσει.

Η άποψη του σκηνοθέτη είναι ότι ο Τρόντζος, ο Ζούπας, ο «παγκόσμιος» Γιώργος Αμερικάνος και οι υπόλοιποι ήρωες της ελληνικής ομάδας εκείνη τη μέρα έπαιξαν για κάτι πολύ ευρύτερο του συλλόγου, ακόμα και της χώρας. Έπαιξαν για τον λαό που σφάδαζε ήδη έναν χρόνο κάτω από τη μπότα των συνταγματαρχών. Ο θρίαμβος της «βασίλισσας» ΑΕΚ έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, σε μια εποχή που στερούνταν απολύτως το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Το πανηγύρι του κόσμου είχε πολιτικά χαρακτηριστικά, κάτι ανάλογο με τον μαζικό λαϊκό θρήνο για τον θάνατο του «γέρου της δημοκρατίας» που έλαβε χώρα επτά μήνες αργότερα. Παράλληλα, ο Τάσος Μπουλμέτης επιχειρεί να συνδέσει την ελληνική πραγματικότητα της εποχής με τα παγκόσμια δεδομένα, θυμίζοντας ότι ενώ στην Ελλάδα ο ιστορικός χρόνος έμοιαζε παγωμένος λόγω της δικτατορίας, ο κόσμος βίωνε ραγδαίες πολιτικές αλλαγές, όπως ο Γαλλικός Μάης του 1968 ή η θεμελίωση της αντιρατσιστικής ρητορικής στις ΗΠΑ.

O Έλληνας δημιουργός δανείζεται στοιχεία από πολλά κινηματογραφικά είδη. Δίνει έμφαση στις συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών εκείνης της ανοιξιάτικης νύχτας και γεμίζει την ταινία με αληθινά πλάνα από τον αγώνα. Παράλληλα, όσα ο φακός της εποχής δεν απαθανάτισε ο Μπουλμέτης τα αναπαριστά, δίνοντας μια docudrama αισθητική στο φιλμ. Τέλος, υπάρχουν και στοιχεία μυθοπλασίας, καθώς παρατίθενται διάφορες ανθρώπινες ιστορίες με κοινό άξονα την προσήλωση στη ραδιοφωνική μετάδοση του αγώνα.

Δυστυχώς όμως, ο σκηνοθέτης χάνει αυτό το πολυπόθητο πλην δυσεύρετο σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω στοιχεία που αποπειράται να συγκεράσει. Το έργο φέρει έντονο τον αποσπασματικό χαρακτήρα και πάσχει ιδιαίτερα στον τομέα της μυθοπλασίας. Οι λαϊκές ιστορίες που αφηγείται ο Μπουλμέτης είναι προσχηματικές και λειψές, ενώ το ενωτικό μήνυμα που καταφανώς διέπει το εγχείρημα είναι βεβιασμένο. Ο θεατής αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο προς συγκίνηση και τίποτα παραπάνω, ενώ η νοσταλγία, όπως αναμενόταν, αποτελεί για άλλη μια φορά την αιχμή του δακρύβρεχτου δόρατος. Το αναμφιβόλως ικανό καστ πέφτει θύμα της σεναριακής προχειρότητας και ένδειας, με εξαίρεση κάποιες αστείες στιγμές που ανακουφίζουν ελάχιστα το συνολικό αποτέλεσμα, ενώ όλα τα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και η φωτογραφία του Γιάννη Δασκαλοθανάση, υπηρετούν με πάθος το μελοδραματικό ύφος του έργου.

Παράλληλα, και ενώ η δραματοποιημένη απεικόνιση των γεγονότων περνά απαρατήρητη, τα ιστορικά ντοκουμέντα και οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών προξενούν το ενδιαφέρον. Σαν αθλητικό ντοκιμαντέρ λοιπόν, το έργο έχει κάποια αξία, καθώς φωτίζει από αρκετές πλευρές μια συγκινητική και απολύτως αξιόλογη ιστορία. Ένα κλασικού τύπου έπος του ανίσχυρου, μια αγωνιστικής έκπληξη που αποκτά ιδιαίτερη μορφή αν την εντάξει κανείς στο ιστορικοπολιτικό της πλαίσιο. Η αφήγηση όμως των γεγονότων και οι όμορφες εξιστορήσεις των αθλητών και των οικείων τους διακόπτονται συχνά από ημιτελείς δραματουργικές παρεκβάσεις και έτσι η δύναμή τους περιορίζεται σημαντικά.

Το παράτολμο κινηματογραφικό πείραμα του Τάσου Μπουλμέτη είναι ακραία άνισο. Η ματιά πάνω στην ελληνική κοινωνία της εποχής καταλήγει άνευρη και χωλή εξιστόρηση των υπαρκτών ανισοτήτων και των καταβολών του λαού. Η φτώχια, ο ανοξείδωτος πόνος της προσφυγιάς, τα εμφυλιοπολεμικά μίση που παρέμεναν άσβεστα και πάνω από όλα η καταπίεση της χούντας κάνουν την εμφάνισή τους μόνο σαν έννοιες και ποτέ δεν εντάσσονται σαν δραματουργικοί παράγοντες στην αφήγηση. Ακόμα, το αιώνιο φλερτ του Έλληνα σκηνοθέτη με τη γραφικότητα εδώ καταλήγει σε γάμο, καθώς η αναπαράσταση της εποχής σε λόγο και εικόνα καταντά επιτηδευμένη. Το «1968» εγκλωβίζεται στη σύνθετη ιστορική πραγματικότητα στην οποία εκτυλίσσεται και στο μέγεθος του θαύματος το οποίο αφηγείται. Τελικά, το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας του πηγάζει από τον ήχο της φωνής του εκφωνητή εκείνης της βραδιάς Βασίλη Γεωργίου ο οποίος, σε αντίθεση με τη συνολική εικόνα της ταινίας, αποτυπώνει εύστοχα το πάθος και την ιστορική αναγκαιότητα του θριάμβου της ΑΕΚ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑