Σκηνοθεσία: Χαλίλ Λεσπέρ
Παίζουν: Πιερ Νινέ, Γκιγίομ Γκαγιέν
Διάρκεια: 106’
Ας ξεκινήσουμε από την αξιοσημείωτη σύμπτωση πως σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο γυρίστηκαν στη Γαλλία δύο ταινίες με ταυτόσημο θέμα. Tα πεπραγμένα και τα παρασκήνια πίσω από τη ζωή του μύθου της μόδας, Υβ Σεν Λοράν. Το θέμα βέβαια μπορεί να είναι ταυτόσημο, αλλά όπως όλα δείχνουν, οι δύο απεικονίσεις του διαφέρουν πολύ η μία από την άλλη. Διότι η ταινία του Χαλίλ Λεσπέρ, η οποία προβάλλεται από σήμερα στις ελληνικές αίθουσες, έχει λάβει την απόλυτη έγκριση του επί χρόνια συντρόφου του Λοράν, Πιερ Μπερζέ. Ο Μπερζέ έχει υπό τον έλεγχό του ολόκληρο το φάσμα της (υλικής και όχι μόνο) κληρονομιάς που άφησε πίσω του ο μεγάλος σχεδιαστής, ο οποίος αποχαιρέτησε τη ζωή το 2008, και εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε πως θα επιδοκίμαζε μία κάπως «ασφαλή» εικόνα τόσο του συντρόφου του όσο και του ιδίου. Αντιθέτως, η ταινία του Μπερτράν Μπονελό (με τίτλο σκέτο “Saint Laurent”, χωρίς το “Yves”) αφορίστηκε επισήμως από τον Μπερζέ, προσδίδοντας (υποθέτουμε και ελπίζουμε) μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία στους συντελεστές της.
Η ταινία του Λεσπέρ που μας απασχολεί στην παρούσα φάση έχει πολλά, αν όχι και σχεδόν όλα, τα στοιχεία της τυπικής αγιογραφίας ενός καταραμένου. Φάση πρώτη, η πλέον δύσκολη καμπή στη ζωή του νεαρού ακόμη Λοράν, όταν οι έμφυτες αυτό-καταστροφικές του τάσεις κόντεψαν να του στερήσουν τα μεγαλεία για τα οποία ήταν προορισμένος. Φάση δεύτερη, η σωτηρία από τον μεγάλο έρωτα – προστάτη, ο οποίος του επέτρεψε να ξεδιπλώσει σε πλήρεις διαστάσεις το ταλέντο του. Φάση τρίτη, οι wild days της ξέφρενης επιτυχίας και η ηδονοβλεπτική διείσδυση στα άδυτα του κόσμου της haute couture. Φάση τέταρτη και τελευταία, ένας επίλογος που λίγο πολύ επαναλαμβάνει κάπως περιττά τα όσα έχουν προηγηθεί. Κεντρική ιδέα και στις τέσσερις φάσεις εξέλιξης της πλοκής, μια διαρκής αντίφαση σε σχέση με την κεντρική περσόνα. Ένας άνθρωπος που μπορεί σχεδόν ανά πάσα στιγμή να έχει τον κόσμο ολόκληρο στα πόδια του, εξίσου εύκολα μπορεί να δει το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Ένας εύθραυστος ημίθεος που διαχειρίζεται τις κορυφές αλλά όχι τα γήινα ύψη.
Κατά τρόπο παράδοξο αλλά σίγουρα εξηγήσιμο, το γεγονός ότι ο Λεσπέρ διατηρεί με συνέπεια ένα καλαίσθητο και προσεγμένο τόνο στα όσα αφηγείται, καταλήγει να είναι η κυριότερη αδυναμία της ταινίας του. Διότι δεν βουτά στα πάθη, στις αντιφάσεις, στους δαίμονες και στα σκοτάδια μιας προσωπικότητας ιντριγκαδόρικης και πολυσχιδούς. Είτε από καθωσπρεπισμό είτε από ατολμία, ο Λεσπέρ ακολουθεί μία «ευθύγραμμη πορεία», η οποία όσο όμορφα στολισμένη και να είναι, κάπου γίνεται τετριμμένη και ολίγον απλοϊκή. Όσα βλέπουμε να συμβαίνουν και όσα βλέπουμε να εννοούνται, όσον αφορά τους χαρακτήρες και τη συνολική ατμόσφαιρα, είναι περισσότερο γραμμικά απ’ όσο χρειάζεται. Εφόσον ο Λοράν βίωσε το Α, σκέφτηκε το Β και το Β τον ώθησε να κάνει το Γ και πάει λέγοντας, σε μία ακολουθία όχι οξυδερκή αλλά μάλλον μηχανική.
Περισσότερο από εμάς πάντως, ο Λεσπέρ μάλλον απογοητεύει τους δύο βασικούς του πρωταγωνιστές. Διότι αν εμείς πρέπει απλώς να αρκεστούμε σε ένα συμπαθές αλλά όχι διεγερτικό θέαμα, ο Πιερ Νινέ και ο Γκιγιόμ Γκαγιέν δικαιούνται να νιώσουν ξεκρέμαστοι. Στις σκηνές όπου αλληλεπιδρούν, πραγματικά κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να αποδώσουν την πολύπλοκη σχέση τρυφερής στοργής και νοσηρής εξάρτησης μεταξύ των χαρακτήρων που υποδύονται, χωρίς όμως το γενικό πλαίσιο αναφοράς να κινείται στα ίδια επίπεδα. Συμπερασματικά, για το “Yves Saint Laurent” ταιριάζει γάντι μια κουβέντα που λέγεται πολύ συχνά για τα ρούχα. Η ιστορία και η κεντρική περσόνα της ταινίας «φορούν» την ταινία και όχι η ταινία αυτές, όπως θα όφειλε.