Reviews Vertigo (1958)

9 Μαΐου 2022 |

0

Vertigo (1958)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ

Παίζουν: Τζέιμς Στιούαρτ, Κιμ Νόβακ

Διάρκεια: 128′

Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου είναι ένα έργο τόσο πυκνό σε επίπεδα, προεκτάσεις, συμβολισμούς που στην προσπάθειά μας να το «ερμηνεύσουμε», ξεχνάμε συχνά να το αισθανθούμε. Πράγμα που, ενώ είναι απολύτως κατανοητό από μια πλευρά, αδικεί το ιλιγγιώδες (pun intended) αριστούργημα του Άλφρεντ Xίτσκοκ. Βέβαια, θα αντιτείνει κάποιος, σ’ αυτό έγκειται η μαγεία των μεγάλων αμερικανικών ταινιών εκείνης της εποχής κι εκείνης της σχολής σινεμά: σε πρώτο επίπεδο θέλουν μονάχα να αφηγηθούν μια συναρπαστική ιστορία, με πολύ σασπένς, πολύ μυστήριο, πολύ συναίσθημα – το τι γίνεται μετά, όλα εκείνα που προκύπτουν μέσα από την «κανονική» αυτή αφήγηση, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Κάτω απ’ την επιφάνεια του Vertigo συμβαίνουν, πράγματι, πολλά και διάφορα. Υπερβολικά πολλά, ίσως.

Πρώτα απ’ όλα, το Vertigo είναι μια ταινία που μετατρέπει σε μύθο τη βασική σχέση του θεατή με το κινηματογραφικό αντικείμενο. Ο ξελογιασμένος Σκότι, που πέφτει θύμα μιας σατανικά μελετημένης σκηνοθεσίας, κι αποδέχεται ένα εντυπωσιακό ψέμα για αλήθεια, δεν είναι μόνο ένας τρελά ερωτευμένος άνθρωπος (οπωσδήποτε αυτό παίζει τον ρόλο του), είναι κι ένα σύμβολο του θεατή και του τρόπου με τον οποίο εισέρχεται αυτός στο σύμπαν του (κάθε) έργου, θέτοντας σε αναστολή τη δυσπιστία και τη λογική, προκειμένου να αισθανθεί με όλη του την καρδιά. Και οι δύο, άλλωστε (ο Σκότι κι ο ανώνυμος θεατής), προσέρχονται στην ιστορία με σκοπό να διαπιστώσουν αν το αντικείμενο της παρακολούθησης (στην περίπτωση του Σκότι η -πανέμορφη και πιθανότατα τρελή- Μάντελαϊν, στην περίπτωση του θεατή, η πλοκή της ταινίας) λέει αλήθεια ή ψεύδεται. Μέσα απ’ τις ευφυείς μηχανορραφίες του σκηνοθέτη (ο «κακός» της ταινίας είναι το μυθοπλαστικό alter-ego του Χίτσκοκ), η κρίση τους θολώνει και η ψευδαίσθηση ξεκινάει να επιβάλλεται κατά κράτος, παίρνοντας τη θέση της πραγματικότητας.

Ο Σκότι ερωτεύεται την Μάντελαϊν κι έτσι μετατρέπεται σε ιδανικό θύμα της πλεκτάνης που έχει στηθεί πίσω απ’ την πλάτη του. Ο θεατής, ομοίως, «ερωτεύεται» την ταινία και ο κόσμος της αρχίζει να μοιάζει στα μάτια του αληθινότερος του αληθινού, σίγουρα πιο συναρπαστικός, μακράν πιο ενδιαφέρων από τον πραγματικό κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία που επιτρέπουν στο ψέμα να εκτοπίσει την αλήθεια: η σκηνοθεσία και η ομορφιά. Ο Σκότι θα ήταν ίσως πολύ πιο ικανός να καταλάβει τι συμβαίνει αν η Μάντελαϊν δεν ήταν τόσο όμορφη – αν δεν την ερωτευόταν δεν θα έπεφτε τόσο εύκολα στην παγίδα που του στήνει ο παλιός του φίλος. Με ανάλογο τρόπο ο θεατής θα πρόβαλε πιο σθεναρή αντίσταση στα ψέματα του σινεμά, αν είχε να αντιμετωπίσει μονάχα την αφηγηματική δεινότητα ενός ευφυούς κατασκευαστή ψευδαισθήσεων. Όμως η ομορφιά, η αισθητική μεγαλοπρέπεια των εικόνων, η λάμψη των ηθοποιών, το λυρικό σφρίγος της μουσικής, επιτείνουν τον υπνωτισμό και την άφεση.

Το μεγαλειώδες στο Vertigo, βέβαια, είναι ότι δεν σταματάει σ’ αυτή την αναλογία αλλά προχωράει πολύ βαθύτερα. Διότι εδώ το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι το πώς η ψευδαίσθηση γίνεται αποδεκτή αλλά το ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της αποδοχής στην πραγματική ζωή. Εκεί βρίσκεται η τραγικότητα της περίπτωσης του Σκότι, ο λόγος που είναι ένας τόσο αξέχαστος κινηματογραφικός ήρωας (ας μην είμαστε άδικοι ωστόσο με τον εκπληκτικό Τζέιμς Στιούαρτ που τον υποδύεται με σπαρακτική ευαισθησία, χαρίζοντάς του αιώνια ζωή), εκεί βρίσκεται, επίσης, ο λόγος που η ψυχανάλυση διαχρονικά έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με το φιλμ, σε σημείο ίσως να πιστεύει ότι της ανήκει ολοκληρωτικά. Ο καημένος ο Σκότι ερωτεύεται ένα ψέμα, ένα «φάντασμα», ενσαρκωμένο ωστόσο από μια αληθινή, ζωντανή γυναίκα, την οποία αδυνατεί να αγαπήσει -όταν την ξαναβρίσκει- αν δεν την μεταμορφώσει πρώτα στο ιδανικό αυτό φάντασμα που έχει μια για πάντα ορίσει τις συντεταγμένες του πόθου του, σχηματοποιώντας τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί. Αυτό σημαίνει ότι είναι καταδικασμένος να ζει την ψευδαίσθησή του ως πραγματικότητα και την πραγματικότητα ως ψευδαίσθηση.

Ανίκανος να διαλέξει ανάμεσα στο αρχέτυπο και το αληθινό άτομο, δεν μπορεί παρά να πέφτει ασταμάτητα στη σπείρα του ασυνείδητου όπου εναλλάσσεται το πρόσωπο και το προσωπείο, η εμπειρία και η φαντασίωση, το παρελθόν και το παρόν. Ποθεί να γλιτώσει απ’ το τραυματικό παρελθόν του, να το υπερβεί αναπαριστώντας τη μορφή του (η οποία υπήρξε, ούτως ή άλλως, σκηνοθετημένη από κάποιον τρίτο), αναβιώνοντάς το πλήρως καθώς λέει (ως προς αυτό δεν διαφέρει από τον ασθενή της ψυχαναλυτικής θεραπείας) και καταλήγει να βυθίζεται σ’ αυτό μέχρι πνιγμού. Κι ο θεατής, όμως, που τα κινηματογραφικά αρχέτυπα τού έχουν μάθει πώς να ερωτεύεται, με τι να αποκτά εμμονή, τι να ζητάει από μια συναισθηματική σχέση, μοιάζει λιγάκι με τον Σκότι. Έχοντας μάθει να ζει σε μια συγκεκριμένη πολιτισμική-αισθητική ατμόσφαιρα, καταλήγει συχνά να ζητάει τα ίδια -ενίοτε παράλογα- πράγματα.

Είναι, πράγματι, δύσκολο να μη δούμε στην τραγωδία του Σκότι ένα σαρδόνιο σχόλιο του Χίτσκοκ πάνω στους τόσους τρόπους με τους οποίους ο αληθινός άνθρωπος ξεγελιέται ατέρμονα και τελικά καταστρέφεται απ’ τα αρχέτυπα και τους ρόλους (η Τζούντι/ Μάντελαϊν, άλλωστε είναι αυτό ακριβώς, θύμα του δικού της ρόλου), απ’ τις τόσες πολλές σκηνοθεσίες και αφηγήσεις που όσο ζει κανείς τόσο συσσωρεύονται, γεμίζοντας ασφυκτικά τον χώρο του πραγματικού. Είναι δύσκολο να δούμε στο ειδύλλιο του Σκότι και της Τζούντι/ Μάντελαϊν άλλη μια καταραμένη ερωτική ιστορία, έστω μια απ’ τις ομορφότερες που μας έχει αφηγηθεί το αμερικανικό σινεμά, κι όχι την αιώνια περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης που πασχίζει να βρει σημείο ισορροπίας ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, τη λίμπιντο και το ένστικτο του θανάτου, το παρελθόν και το παρόν, την αγάπη και τον φόβο, τη μοναξιά και τη συνύπαρξη, παλεύοντας να κρατηθεί, να μην «πέσει στο κενό» (ο Σκότι, καθόλου τυχαία, υποφέρει από ακροφοβία -κι είναι αυτό του το γνώρισμα που τον μετατρέπει τελικά σε ιδανικό θύμα).

Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι, καλό είναι να τα ξεχνάμε όλα αυτά τα πολύ θεωρητικά πού και πού και να απολαμβάνουμε αυτό το μεγαλειώδες έργο ακριβώς έτσι, σαν μια θυελλώδη ερωτική ιστορία, γεμάτη πάθος και σκοτάδια, τραγικά πλάσματα και πελώρια συναισθήματα. Διότι πριν και πάνω απ’ όλα, το Vertigo είναι το σινεμά στα πιο μεγάλα και σπουδαία του, έτσι όπως δεν πρόκειται ποτέ πια να το ξαναδούμε. Μια αρχετυπική φαντασιακή μορφή που αρνείται να πεθάνει, ένα επίμονο «φάντασμα» κι αυτό ίσως. Πιο ζωντανό, όμως, και από την ίδια τη ζωή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑