Reviews Soul Kitchen (2009)

25 Αυγούστου 2023 |

0

Soul Kitchen (2009)

Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν

Παίζουν: Άνταμ Μπουσδούκος, Μόριτς Μπλάιμπτροϊ, Άνα Μπεντέρκε, Μπιρόλ Ουνέλ

Διάρκεια: 99’

Ο Ζίνος Καζαντζάκης (συγχωρητέα η φολκλόρ πινελιά αφού δεν πρόκειται για κάποιο εγχώριο κιτς, αλλά κι απλώς επειδή λατρεύουμε τον Φατίχ), είναι ο ιδιοκτήτης και σεφ στο εστιατόριο Soul Kitchen, σε μια βιομηχανική-λαϊκή γειτονιά του Αμβούργου. Και σε πλήρη αντίθεση με τον τίτλο του μαγαζιού, αλλά και τα βινύλια της soul μουσικής που δίνουν τον τόνο κάθε βράδυ, το φαγητό που μαγειρεύει είναι μάλλον ξεψυχισμένο. Στερημένη από χαρακτήρα και ύφος, τυποποιημένη και παντελώς προβλέψιμη, η κουζίνα του Ζίνου είναι προορισμένη να ικανοποιεί τα όχι και τόσο απαιτητικά γούστα των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι δεν (έχουν μάθει να) αναζητούν κάποια βαθύτερη γαστρονομική απόλαυση.

Στην πραγματικότητα, ο Ζίνος είναι στριμωγμένος στα σκοινιά από κάθε άποψη, βλέποντας όλους τους πυλώνες της ζωής του να τρεκλίζουν. Διόλου τυχαία άλλωστε, θα αρχίσει και ο ίδιος να τρεκλίζει, όταν η μέση του λυγίσει από το βάρος ενός ψυγείου, πυροδοτώντας ένα φιτίλι απορρύθμισης και χάους. Η σύντροφός του ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Σανγκάη για επαγγελματικούς λόγους και απαιτεί από τον ίδιο να παρατήσει τη ζωή του (την οποία η ίδια κατά βάθος κρίνει ως ανάξια λόγου) και να την ακολουθήσει. Παράλληλα, ο αδερφός του Ζίνου ονόματι Ηλίας (Μόριτς Μπλάιμπτροϊ), ένας σεσημασμένος μικροκακοποιός και διαρρήκτης (που ενσαρκώνει υποδειγματικά το στερεότυπο του λαζοντόιτς από ενδυματολογική-αισθητική σκοπιά), του ζητά να τον προσλάβει για τα μάτια του κόσμου στο εστιατόριο προκειμένου να αποφυλακιστεί μια ώρα αρχύτερα.

Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, ένας διπρόσωπος παλιός συμμαθητής του Ζίνου και ανήθικος corporate γύπας, κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να αρπάξει ύπουλα το εστιατόριο και να πουλήσει το οικόπεδο σε έναν ακόμη πιο αδίστακτο μεγαλοκαρχαρία. Την ίδια στιγμή, ανήμπορος να μαγειρέψει και σχεδόν ολοκληρωτικά καθηλωμένος από τη σακατεμένη του μέση, ο Ζίνος προσλαμβάνει έναν προικισμένο και εκκεντρικό σεφ (ο υπέροχος και αλησμόνητος Μπιρόλ Ουνέλ), ο οποίος εξωθεί τη σταθερή πελατεία του μαγαζιού στη μαζική έξοδο λανσάροντας ένα τρομερά εξεζητημένο γκουρμεδιάρικο μενού (ένα χαριτωμένο και υπαινικτικό σχόλιο και για τις απαιτήσεις της πλατιάς μάζας του κοινού στον κόσμο του σινεμά) που απευθύνεται μονάχα σε εκλεκτούς ουρανίσκους. Κι όμως, όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο κόσμος όλος και το Soul Kitchen καταλήγει το πιο περιζήτητο στέκι στην underground πλευρά της πόλης μέσα από μια εξωφρενική αλληλουχία από ευνοϊκές συμπτώσεις. Ο θρίαμβος, ωστόσο, αποδεικνύεται προσωρινός, καθώς μια χιονοστιβάδα από αναποδιές θα φέρουν σε χρόνο dt τον ήρωά μας από το ζενίθ στο ναδίρ.

Ο λατρεμένος Φατίχ Ακίν ενώνει δυνάμεις με τον παιδιόθεν κολλητό του, τον αιωνίως συμπαθή Άνταμ Μπουσδούκο (που υποδύεται τον Ζίνο), και γράφουν από κοινού ένα ντελιριακό σενάριο, το οποίο αναπλάθει όχι μόνο τις ξέφρενες αναμνήσεις από την κοινή τους νιότη, αλλά και ορισμένες από τις θεοπάλαβες εμπειρίες του Μπουσδούκου από την εποχή όπου ήταν ιδιοκτήτης ελληνικής ταβέρνας στο Αμβούργο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταινία που εκπέμπει ανυπολόγιστες ποσότητες από αγνή φιλία, δίψα για έρωτα, αλληλεγγύη, αβίαστο κέφι, αυθορμητισμό, τρυφερή αναπόληση και ανορθόδοξο χιούμορ (που ενίοτε διοχετεύεται σε στιγμές ξεκαρδιστικού γέλιου), ικανές να υπερκεράσουν την αλλοπρόσαλλη πλοκή και τα κάπως απλοϊκά νοήματα.

O Ακίν και ο Μπουσδούκος, περίπου 35 ετών αμφότεροι την περίοδο εκείνη (2009), συντάσσουν ένα γλυκό γράμμα αποχαιρετισμού σε εκείνη την εδεμική εποχή όπου κάθε νύχτα έμοιαζε να ανοίγει κάποιο μυστικό πέρασμα για μια καινούργια αλλοπρόσαλλη περιπέτεια. Παράλληλα, απευθύνουν ένα φόρο τιμής στον γενέθλιο τόπο και στα σημεία αναφοράς που τους σημάδεψαν μια για πάντα: η εναλλακτική κουλτούρα, η καλλιτεχνική ταυτότητα, η υφολογική ιδιαιτερότητα, η ράθυμη καθημερινότητα, η αίσθηση και ο δεσμός της κοινότητας, ο ακήρυχτος πόλεμος απέναντι στην ανατριχιαστική ομοιομορφία της «ανάπτυξης», η άτυπη αυτονομία, ο γραφικός ρομαντισμός και η εθνολογική πανσπερμία στο προάστιο της Αλτόνα, στα δυτικά του Αμβούργου, είναι πανταχού παρούσες, λειτουργώντας ως συναισθηματική ραχοκοκαλιά της ταινίας.

Το Soul Kitchen, αφοπλιστικά ειλικρινές στις τίμιες feel-good προθέσεις του, μοιάζει με παυσίλυπο ταχείας καύσης, σαν ένα φιξάκι αισιοδοξίας και ενέργειας που τσαλαπατά κάθε σοβαροφάνεια και αρνείται να μεμψιμοιρήσει ακόμη και όταν όλα δείχνουν να καταρρέουν. Ο Ακίν, ορμώμενος από εκείνη τη φλόγα που μπορεί να προσφέρει μονάχα η προσωπική ταύτιση, φτιάχνει μια ταινία που μοιάζει με ακαταμάχητο προσκλητήριο για κέφι, πάθος και ζωή. Και σε αναγκάζει να χορέψεις στον ρυθμό του, εγκαταλείποντας κάθε (μάταιη) υπόνοια για αληθοφάνεια.

Αντί επιλόγου, επιτρέψτε μας μια ειδική-εκτενή μνεία σε ένα αθέατο (και φαινομενικά αδιάφορο) σημείο της ταινίας, το οποίο μας έκλεψε την καρδιά. Βρισκόμαστε σε ένα νυχτερινό κλαμπ όπου βαράει μπίτια-πριόνια και οι θαμώνες ξεχαρβαλώνονται στον παλμό της ηλεκτρονικής μουσικής. Μέσα στον κακό χαμό, ο Ηλίας (ο διαρρήκτης αδερφός του βασικού ήρωα, υπενθυμίζουμε) αντιλαμβάνεται σχεδόν ουρανοκατέβατα πως είναι κεραυνοβόλα ερωτευμένος με την -όχι ακριβώς συνηθισμένη και συμβατική- γκαρσόνα του εστιατορίου. Αποχωρώντας από το κλαμπ σαν να τον τσίμπησε μύγα, επιστρέφει σχεδόν αμέσως (σε μια εξαιρετικά αστεία σκηνή), παρέα με τους δύο σαρδανάπαλους κολλητούς-συνεργούς του, και αρπάζει με το έτσι θέλω κονσόλες, ενισχυτές και ηχοσυστήματα, καρπαζώνοντας παράλληλα τον εμβρόντητο DJ.

Αρχικά, σχηματίζουμε την εύλογη εντύπωση πως ό,τι έχει προηγηθεί δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα προφανή αντανακλαστικά και την ανίκητη παρόρμηση ενός επαγγελματία και κατά συρροή κλέφτη. Λίγο αργότερα όμως, συνειδητοποιούμε πως το μοναδικό κίνητρο του Ηλία είναι η αγνή κι ανόθευτη καψούρα, η οποία διαχρονικά οδηγεί στις πιο θεόμουρλες παρορμήσεις. Διότι η γυναίκα που των ονείρων του «γουστάρει αυτή τη μουσική», όπως αναφέρει ο ίδιος αφοπλιστικά, απλά και σταράτα, και στο μυαλό του είναι αυτονόητο και φυσιολογικό ότι πρέπει να αποκτήσει πάση θυσία και το γρηγορότερο δυνατόν ό,τι χρειάζεται για να γίνει ο DJ της καρδιάς της. Πείτε μας γλυκανάλατους ή ονειροπαρμένους αλλά στο δικό μας τεφτέρι it doesn’t get more romantic than this.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑