Σκηνοθεσία: Ρομπ Ράινερ
Παίζουν: Γουίλ Γουίτον, Ρίβερ Φίνιξ, Κόρι Φέλντμαν, Τζέρι Ο’ Κόνελ, Κίφερ Σάδερλαντ, Ρίτσαρντ Ντρέιφους
Διάρκεια: 89’
Ο Γκόρντι είναι ένα ταλαντούχο και έξυπνο παιδί, χαμηλών τόνων και βιβλιοφάγος. Οι γονείς του ποτέ δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα μαζί του, αλλά μετά τον θάνατο του μεγάλου του αδερφού, η κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό επίπεδο: είναι πλέον αόρατος μέσα στο σπίτι. Ο Γκόρντι έχει τρεις κολλητούς φίλους, ο καθένας με τα σοβαρά του προβλήματα. Τον Κρις, ένα καλόκαρδο παιδί που έχει στιγματιστεί πριν την ώρα του. Η οικογένειά του έχει πλούσιο παλμαρέ σε αλκοολικούς και εγκληματίες και σε αυτές τις περιπτώσεις καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Στον πνιγηρό και συντηρητικό μικρόκοσμο της επαρχιακής κωμόπολης του Όρεγκον, οι ψίθυροι γίνονται υπόκωφες κραυγές και οι αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.
Τον Τέντι, ένα εκκεντρικό και ατίθασο παιδί που κουβαλά το στίγμα της τρέλας και της αυτοκτονίας του πατέρα του, θαρρείς σαν κληρονομικό βαρίδι. Ο Τέντι φαντασιώνεται σχεδόν ερωτικά τον στρατό και έχει συνεχώς λυμένο το ζωνάρι του για καυγά. Γαβγίζει πολύ, πάρα πολύ, αλλά δεν δαγκώνει ποτέ. Κατά βάθος, είναι άκακος και θέλει μονάχα λίγη κατανόηση, ένα νεύμα συμπάθειας, μια καλή κουβέντα τη στιγμή που τον πιάνει το πείσμα. Τον Βερν, ένα παχουλό, αφελές και ασουλούπωτο παιδί με έλλειμμα αυτοεκτίμησης. Ο Βερν είναι ο εύκολος στόχος για κάθε είδους κοροϊδία και δούλεμα, με αποτέλεσμα να φοβάται την ίδια του τη σκιά. Ο Βερν πρέπει να πατήσει επιτέλους πόδι, ειδάλλως θα κουβαλά το φορτίο του loser για μια ολόκληρη ζωή.
Ο Γκόρντι, ο Κρις, ο Τεντ και ο Βερν. Τέσσερα αγόρια, γεμάτα σύνδρομα και οδυνηρά βιώματα, γεμάτα ανομολόγητες φοβίες και προσωπικούς δαίμονες. Τέσσερα αγόρια δεμένα με μια φιλία που λειτουργεί ως έσχατο καταφύγιο. Το πλήρωμα του χρόνου έχει φτάσει για το βήμα παραπάνω. Θα διδαχθούν ένα μάθημα ζωής αναζητώντας ένα πτώμα, σε μία όμορφη παραδοξότητα. Όπως όλοι οι συνομήλικοί τους -πόσο μάλλον όταν μένεις στην τελευταία τρύπα του ζουρνά- λαχταρούν να ζήσουν μια ανέλπιστη περιπέτεια. Θα είναι από τους ελάχιστους που θα κάνουν το όνειρο πραγματικότητα, ασχέτως αν λίγο πριν την τελική στροφή το όνειρο θα αρχίσει να μοιάζει με εφιάλτη.
Για όσο μπορούν και αντέχουν, θα είναι τέσσερις ανήλικοι φυγάδες, που βαδίζουν δίπλα στις ράγες του τρένου, αποφασισμένοι να φτάσουν σε έναν μακάβριο προορισμό: η δίψα τους να βρουν το σκοτωμένο παιδί κυοφορεί μέσα της μια πρόωρη ανάγκη για ενηλικίωση. Θα περιπλανηθούν μακριά από την έλλειψη προσοχής, μακριά από τις προκαταλήψεις, μακριά από ένα μέλλον που δεν προδιαγράφεται ιδιαίτερα ρόδινο. Σε αυτή την επίπονη διαδρομή, θα σταθούν ο ένας πλάι στον άλλο. Μέχρι το τέλος του δρόμου, μέχρι να έρθει η απομάγευση και η βαριά επιστροφή.
Ίσως να μην είναι σε θέση να το αντιληφθούν εκείνη τη στιγμή, αλλά έχουν επιστρέψει αλλαγμένοι. Λίγο πιο γενναίοι, λίγο πιο αποφασιστικοί, κάπως λιγότερο ρομαντικοί, σίγουρα λιγότερο αθώοι. Η ζωή τους ενδέχεται να αλλάξει προς το καλύτερο, ενδέχεται και να βαδίσει στον προδιαγεγραμμένο απαισιόδοξο δρόμο. Ὀ,τι και να συμβεί όμως, θα έχουν να θυμούνται αυτό το ταξίδι. Κάπου, κάποτε, έστω και για λίγο, στάθηκαν ο ένας στο πλάι του άλλου και αυτό δεν είναι ποτέ μικρή υπόθεση. Η ταινία του Ρομπ Ράινερ αποτελεί μεταφορά του μυθιστορήματος The Body του Στίβεν Κινγκ, αντλεί όμως τον τίτλο της από το ομώνυμο τραγούδι του Μπεν Ε. Κίνγκ, που ακούγεται στους τίτλους τέλους. Το Stand By Me εξιδανικεύει και ταυτόχρονα απομυθοποιεί το παρελθόν, γλυκοκοιτάζει τρυφερές αναμνήσεις και δίνει μία σφαλιάρα ρεαλισμού για όλα τα όμορφα που τελειώνουν με κρότο.
Πάνω απ’ όλα, είναι μία ταινία που αγαπήθηκε όσο λίγες και έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς και διάφορους λόγους. Γιατί ανέδειξε το άστρο του 16χρονου τότε Ρίβερ Φίνιξ, το οποίο έμελλε να δύσει τόσο άδοξα επτά χρόνια αργότερα. Γιατί ο Κίφερ Σάδερλαντ είναι απολαυστικός στο ρόλο του αληταρά αρχηγού της συμμορίας. Γιατί αποπνέει μία γλυκύτατη ανεμελιά και μία ισοπεδωτική νοσταλγία για εκείνες τις στιγμές που ένιωθες ότι ο κόσμος χωρά στη χούφτα σου. Γιατί έχει ένα soundtrack που σε κάνει να τραγουδάς από μέσα σου ή και φωναχτά. Γιατί η σκηνή με τις βδέλλες είναι στιγμιότυπο ανθολογίας (η σκηνή υπάρχει αυτούσια στο μυθιστόρημα, ενώ ο Στίβεν Κίνγκ έχει δηλώσει πως την εμπνέυστηκε από προσωπικό βίωμα…). Τέλος, γιατί είναι ένας ύμνος στην ανιδιοτελή φιλία ή τέλος πάντων στη φιλία γενικά, με όλες τις εγκάρδιες, ζόρικες, δύσκολες, γενναιόδωρες, αμήχανες στιγμές της. Γιατί, όπως αρμόζει σε κάθε όμορφη ιστορία, κρύβει μέσα της όλη τη χαρμολύπη του να μεγαλώνεις, να θυμάσαι, να αναπολείς, να αναρωτιέσαι.