Σκηνοθεσία: Henry Hobson
Πρωταγωνιστούν: Arnold Schwarzenegger, Abigail Breslin, Joely Richardson
Διάρκεια: 95’
Μεταφρασμένος Τίτλος : “Το Λυκόφως του Τρόμου”
Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του αλλάζουμε κι εμείς. Αυτό φυσικά δεν είναι μια πραγματικότητα που θα δεις μόνο στο Maggie, αλλά και σε αρκετές άλλες παραγωγές της μεγάλης οθόνης, καθώς και σε επιτυχημένες και δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές καθημερινής κατανάλωσης που καταφέρνουν και αναμειγνύουν με επιτυχία τον εύπεπτο τρόμο και το δραματικό στοιχείο. Τα τελευταία χρόνια, οι θεατές έχουν εξοικειωθεί με την φαντασία, τα τέρατα και τους ζωντανούς νεκρούς, ενώ πολλές τέτοιες κινηματογραφικές παραγωγές διαθέτουν πλέον στις τάξεις τους μεγάλους αστέρες του σινεμά (Brad Pitt, Will Smith και τώρα Schwarzenegger), φέρνοντας έτσι το τελικό αποτέλεσμα κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό φυσικά δεν είναι απαραιτήτως κακό, ειδικά όταν το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την επιλογή των συντελεστών (πάντα θα έχουμε ανάγκη από περισσότερες καλές ταινίες φαντασίας), γίνεται όμως προβληματικό όταν οι προθέσεις στέκονται σε διαφορετικό επίπεδο από την ουσία μιας τέτοιας παραγωγής.
Το Maggie παρουσιάζει έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι μολύνονται από έναν απροσδιόριστο ιό και μετατρέπονται σταδιακά σε ζωντανούς νεκρούς που αναζητούνε σάρκες και αίματα για να τραφούν. Μια πρώτη και πιο άμεση λύση είναι η ακαριαία εκτέλεση του ασθενούς (και ταυτόχρονα η ακαριαία διακοπή της απειλής), ενώ μια δεύτερη είναι η καραντίνα σε κάποιο απομονωμένο μέρος, η οποία αναπόδραστα οδηγεί κι αυτή στον θάνατο. Από όλα αυτά που μπορεί να συμβαίνουν σε αυτή την πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζεις από παλιότερες ταινίες.
Υπάρχει όμως μια διαφοροποίηση στο ύφος, αφού η ταινία αποφεύγει να μπει σε κοινότοπες πλέον τρομοκρατικές και αιματοβαμμένες περιπέτειες. Σε ένα αισιόδοξο αλλά ταυτόχρονα εγωιστικό σενάριο, η εξάπλωση της μόλυνσης είναι σχεδόν ελεγχόμενη από τους επιστήμονες και τον στρατό, ενώ οι άνθρωποι παραμένουν αγέρωχα στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, αναζητώντας στωικά την πολυπόθητη θεραπεία. Στο μεταξύ, κάποιοι μολύνονται και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να αντέξουνε το βάρος.
Η ταινία του Henry Hobson έχει το προνόμιο να είναι η πρώτη ταινία με ζωντανούς νεκρούς και το πρόσωπο του υπέροχου Schwarzenegger στην πρώτη γραμμή. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι ικανό να εκτοξεύσει τη δημοτικότητα της ταινίας, αφού οι λάτρεις τόσο τέτοιου είδους ταινιών όσο και του ίδιου του Arnie είναι αμέτρητοι (και καλά κάνουν αν με ρωτάς). Ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να είναι εντυπωσιακά άνισο. Η ιστορία ξεκινάει όταν ο κεντρικός χαρακτήρας καλείται να αντιμετωπίσει την μόλυνση της 16χρονης κόρης, μεταφέροντάς την στο αγροτόσπιτό τους στην προσπάθειά του να την προστατεύσει από αυτούς που θέλουν την εξόντωσή της. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, η ταινία υιοθετεί ένα δραματικό τόνο στην ατμόσφαιρά της, κάτι που δεν είναι άσχημο, απεναντίας φαίνεται να ταιριάζει σε μια τέτοια ταινία που, ας μην ξεχνάμε, μιλάει για έναν άδικο και πρόωρο θάνατο στους κόλπους της οικογένειας, από τη στιγμή της διάγνωσης μέχρι τα τελευταία σημάδια ανθρωπιάς στο πρόσωπο της Maggie.
Σε ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι τρώνε τους ανθρώπους και τα σώματα των ζωντανών παραδίδονται στη σήψη, οι βίαιες σκηνές απουσιάζουν εντυπωσιακά, ενώ σε ολόκληρη την ταινία δεν υπάρχει ούτε ένας θάνατος, κάτι το οποίο δεν θα ενοχλούσε αν δεν άφηνε ταυτόχρονα ένα κενό το οποίο δεν καλύπτεται ποτέ από τον Hobson. Η απογοήτευση έρχεται σταδιακά, όταν συνειδητοποιείς ότι η ταινία δεν γίνεται ποτέ όσο συναισθηματική απαιτεί ένα σενάριο που βασίζεται περισσότερο στο συναίσθημα και λιγότερο στην εικονογράφηση ενός καταρρέοντος πολιτισμού. Αντίθετα, επενδύει σε φτηνούς τρόπους εντυπωσιασμού που δύσκολα πείθουν (όπως ας πούμε τα σκουλήκια στο χέρι της Maggie), ενώ ταυτόχρονα αδυνατεί να σε κρατήσει κοντά στους χαρακτήρες, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν ενδιαφέρεσαι για κανέναν από αυτούς.
Πρέπει να περάσει μια ολόκληρη ώρα νεκροζώντανου μελοδραματισμού για να γίνει η ιστορία έστω λίγο απειλητική, για να παραδοθεί στη συνέχεια εξ ολοκλήρου σε μια αισθηματική επιπολαιότητα, κάνοντας έτσι το φιλόδοξο Maggie να μοιάζει με κομμάτι εβδομαδιαίας τηλεοπτικής σειράς. Ένα μικρό κομμάτι τηλεοπτικού προϊόντος που αν είχε δίπλα του τα υπόλοιπα επεισόδια (που δεν γυρίστηκαν ποτέ), ίσως να διέθετε περισσότερή ουσία και να είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στο θεατή. Έτσι μόνο του, όμως, μοιάζει με μια ξεψυχισμένη προσπάθεια που ενώ στόχευε σε κάτι διαφορετικό από το αναμενόμενο, έμεινε τελικά μονάχα στις προθέσεις.